Ένας καθηγητής ψυχιατρικής επιχειρεί να αναδείξει την εκδίκηση ως μορφή νευροβιολογικής «εξάρτησης», με πολλές ομοιότητες προς αυτές των ουσιών, του εθισμού και των παθολογικών συμπεριφορών.
Μπορεί να ακούγεται συχνά μεταφορικά ότι «η εκδίκηση είναι γλυκιά», όμως ο James Kimmel Jr. υποστηρίζει ότι αυτή η έκφραση είναι πιο κοντά στην αλήθεια απ’ όσο νομίζουμε. Στο νέο του βιβλίο The Science of Revenge: Understanding the World’s Deadliest Addiction, ο Kimmel, νομικός και λέκτορας ψυχιατρικής στο Yale, επιχειρεί να αναδείξει την εκδίκηση ως μορφή νευροβιολογικής «εξάρτησης», με πολλές ομοιότητες προς αυτές των ουσιών, του εθισμού και των παθολογικών συμπεριφορών.
Η δική του αφετηρία είναι προσωπική: στην παιδική του ηλικία έπεσε θύμα μπούλινγκ και σχολικού εκφοβισμού, όταν φίλοι του τον έδειραν, έσπασαν το ταχυδρομείο της οικογένειάς του έξω από το σπίτι τους και σκότωσαν το σκυλί τους. Πήρε το όπλο του πατέρα του και πήγε προς τους δράστες να πάρει εκδίκηση, αλλά σταμάτησε την τελευταία στιγμή - αυτό το γεγονός, όπως λέει ο ίδιος, αποτέλεσε τη στοιχειώδη σπίθα που τον οδήγησε να κατανοήσει τι σημαίνει η δίψα για εκδίκηση.
Ο πυρήνας της θέσης του Kimmel είναι ότι, όταν νιώθουμε αδικημένοι - πραγματικά ή φανταστικά - η εκδίκηση ενεργοποιεί στο εγκεφαλικό μας δίκτυο τον μηχανισμό της ανταμοιβής. Σε έρευνες απεικόνισης της εγκεφαλικής λειτουργίας, οι άνθρωποι που σκέφτονται να ανταποδώσουν εμπλέκουν περιοχές όπως ο ραβδωτός πυρήνας (dorsal striatum) και ο πυρήνας accumbens - τόποι που σχετίζονται με την ευχαρίστηση, τις επιβραβεύσεις και τις «κρούσεις» της ντοπαμίνης - ενώ ταυτόχρονα η δραστηριότητα του προσθίου φλοιού, υπεύθυνου για τον έλεγχο και τη λογική αναστολή, μειώνεται.
Δεν είναι ποτέ μια γραμμική διαδικασία
Στην πράξη, όπως εξηγεί, η εκδίκηση δεν είναι ποτέ μια γραμμική διαδικασία: το αρχικό «γλύκισμα» της ιδέας ότι θα κάνεις το κακό στον άλλον οδηγεί σε πτώση - άγχος, τύψεις, σκέψη για αντίποινα - και η επιθυμία επιστρέφει ενισχυμένη. Η επιδίωξη της εκδίκησης τροφοδοτείται από αυτή την κυκλική διαδικασία επιθυμίας / ικανοποίησης / ελλείμματος, πολύ παρόμοια με τον τρόπο που λειτουργεί ο εθισμός σε ναρκωτικές ουσίες.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που επισημαίνει ο Kimmel είναι πως η επιθυμία για εκδίκηση δεν χρειάζεται να υλοποιηθεί για να «γεύεσαι» την ανταμοιβή· ακόμα και η φαντασίωση της πράξης αρκεί να διεγείρει τα εγκεφαλικά συστήματα ανταμοιβής. Έτσι, πολλοί άνθρωποι παγιδεύονται όχι από τα ίδια τα αντίποινα αλλά από τις σκέψεις τους - θέλοντας να πάρουν εκδίκηση, ξοδεύουν ενέργεια, χρόνο, σκέψη και ψυχική ένταση.
Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι η εκδίκηση εξυπηρετεί σκοπούς: να αποκαταστήσει την τιμή, να επαναφέρει μια ηθική ισορροπία, να προκαλέσει φόβο στον αντίπαλο, να λειτουργήσει ως αποτρεπτικό μήνυμα. Πράγματι, αυτές οι λειτουργίες υπήρξαν σε ιστορικό και πολιτισμικό επίπεδο. Όμως τα ψυχολογικά δεδομένα δείχνουν ότι τα αποτελέσματα δεν είναι ποτέ «τελειωτικά». Η εκδίκηση συχνά αφήνει πιο ευαίσθητα τα τραύματα, διατηρεί «ζωντανούς τους ψυχολογικούς τραυματισμούς» και πολλαπλασιάζει τις ζημιές: αντί να εξαφανίσει τον ψυχικό πόνο, παράγει αλυσιδωτές αντιδράσεις - νέες προσβολές, νέα εχθρότητα, έναν φαύλο κύκλο βίας και εκδίκησης.
Μια εκδοχή «ηθικής υγείας»
Στο πεδίο της κοινωνίας, ο Kimmel αναγγέλλει μια εκδοχή «ηθικής υγείας»: αν θεωρήσουμε ότι η εκδίκηση είναι συμπεριφορά που μοιάζει με εθισμό - μια «εξάρτηση συμπεριφοράς» - τότε μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε όπως τις ουσίες: με ψυχοθεραπεία, ενίσχυση μηχανισμών αυτοελέγχου, στρατηγικές διαχείρισης των «πειρασμών» και εκπαίδευση στην αποσυμπίεση (motive control).

Υπάρχουν ήδη προτάσεις για «έλεγχους εκδίκησης», δηλαδή τεχνικές που θυμίζουν αστυνομικά προγράμματα αντιμετώπισης εθισμών. Ο Kimmel έχει αναπτύξει την ιδέα της «Μη-δικαστικής Δικαιοσύνης» (Nonjustice System) και την εφαρμογή της πλατφόρμας SavingCain, η οποία, όπως λέει, έχει στόχο την έγκαιρη παρέμβαση προτού μια εκδικητική έμφυτη σκέψη εξελιχθεί σε βίαιο επεισόδιο.
Η υπόθεση της εκδίκησης ως εξάρτησης έχει ήδη ενισχυθεί από άλλες επιστημονικές έρευνες: μια μελέτη που εξετάζει την επιθυμία για εκδίκηση ως «behavioral addiction» υποστηρίζει ότι οι εγκλεισμοί και οι ζημίες πυροδοτούν «πεινασμένα» αισθήματα εκδίκησης που ενεργοποιούν τους ίδιους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που ενεργοποιούνται από τις ουσίες - και ότι η αντιμετώπιση της βίας θα ωφεληθεί αν υιοθετήσουμε μια δημόσια υγεία προσέγγιση.
Μήπως όλοι μας έχουμε κάποια μορφή εκδικητικότητας;
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι: «Μήπως όλοι μας έχουμε κάποια μορφή εκδικητικότητας;». Ο Kimmel δεν υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος είναι «εξαρτημένος» από εκδίκηση· λέει ότι η εκδικητική επιθυμία γίνεται πρόβλημα όταν ξεφεύγει από το πλαίσιο, όταν γίνεται αυτοσκοπός, όταν δεν μπορείς να αντισταθείς παρά τις συνέπειες.

Η δυναμική του εκδικητικού εθισμού είναι συναρπαστική και, ταυτόχρονα, τρομακτική: μας βάλει σε μια λούπα ότι όταν θέλουμε να «κάνουμε ζημιά» σε κάποιον που μας πλήγωσε, ίσως να μην κάνουμε απλώς «κακό» - ίσως να αναζητούμε ένα χημικό αντίποινο στον εγκεφαλό μας. Αυτό αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τόσο τα προσωπικά όσο και τα συλλογικά εγκλήματα - πόλεμο, τρομοκρατία, εγκλήματα μίσους - ως «εκτροχιασμούς» μιας ανθρώπινης τάσης που η επιστήμη μόλις αρχίζει να ξεκλειδώνει.
Τελικά, η απάντηση που προτείνει ο Kimmel δεν είναι απαραίτητα η αδρανοποίηση του αισθήματος «δικαιοσύνης», αλλά η εξισορρόπησή του με τη συγχώρεση και την ενσυναίσθηση. Όπως λέει ο ίδιος και σε συνεντεύξεις, η συγχώρεση δεν είναι αδυναμία, αλλά λειτουργεί στον εγκεφαλικό μηχανισμό ως αντίβαρο στη δίψα για εκδίκηση: μειώνει την ενεργοποίηση στο δίκτυο πόνου, ανταμοιβής και επιθυμίας.
Το βιβλίο του Kimmel ανοίγει ένα νέο πεδίο συζήτησης: όχι μόνο για το πώς χειριζόμαστε την οργή και την εκδίκηση, αλλά για το πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε θεσμούς, θεραπείες και πολιτικές που αναγνωρίζουν ότι η εκδίκηση - όταν ξεφύγει - δεν είναι μόνο ηθικό λάθος, αλλά πιθανόν ασθένεια. Και ίσως, αν κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη δυναμική, να είμαστε ικανότεροι να τη σπάσουμε πριν γίνει πάθος που καταστρέφει ζωές.