Η πορεία της συμπυκνώνει μια μεγάλη ιστορία: τη διαδρομή των μπουάτ, τη μεταμόρφωση της Πλάκας, την καλλιτεχνική άνθηση του Γιώργου Μαρίνου, και τελικά την υποχώρηση ενός ολόκληρου μοντέλου ψυχαγωγίας.
Ανοίγει ξανά σε λίγες ημέρες, μετά από πολλά χρόνια, το ιστορικό κέντρο «Medusa» στην Πλάκα, όπου εμφανιζόταν επί σειρά ετών ο πρώτος Έλληνας show man, Γιώργος Μαρίνος.
Όπως ανακοίνωσε προ μερικών εβδομάδων ο πρόεδρος των Αθηναϊκών Θεάτρων Διονύσης Παναγιωτάκης σε ανάρτησή του στο Faceboοk, η «Medusa» θα κάνει πρεμιέρα τον Δεκέμβριο με παράσταση καμπαρέ που επιμελείται ο Φωκάς Ευαγγελινός, ενώ τα σκηνικά αναλαμβάνει ο Μανώλης Παντελιδάκης.
Μαγάζι-ορόσημο της Πλάκας
Η «Μέδουσα» υπήρξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά νυχτερινά στέκια της Πλάκας και της αθηναϊκής διασκέδασης. Από το 1973, όταν άνοιξε τις πόρτες της, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '00, οπότε και κατέβασε οριστικά ρολά, το μικρό αυτό μαγαζί κατέγραψε μια πορεία που αντικατοπτρίζει τόσο την εξέλιξη της περιοχής όσο και τις μεταμορφώσεις της αθηναϊκής νύχτας. Η ιστορία της δεν αφορά μόνο ένα νυχτερινό κέντρο, αλλά και ένα κομμάτι της αστικής κουλτούρας που χάθηκε μαζί με τις μπουάτ της Πλάκας.
Όταν ιδρύθηκε το 1973, η Μέδουσα εντάχθηκε σε ένα ήδη πυκνό χάρτη μικρών μουσικών χώρων. Η Πλάκα εκείνη την εποχή ήταν το επίκεντρο του φοιτητικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Οι μπουάτ αποτελούσαν προσβάσιμους χώρους έκφρασης, με λίγα τραπέζια, χαμηλό φωτισμό και ατμόσφαιρα που ευνοούσε την επαφή καλλιτέχνη και κοινού.
Η Μέδουσα ξεκίνησε σαν μια από αυτές τις μπουάτ: λιτή, μικρή, χωρίς τεχνικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ρεπερτόριο και στο κλίμα οικειότητας. Στα πρώτα της χρόνια φιλοξένησε μικρά σχήματα, τραγουδοποιούς και νέους καλλιτέχνες που δοκίμαζαν υλικό ή αναζητούσαν μια πρώτη σκηνή. Δεν ξεχώριζε ακόμη από τους υπόλοιπους χώρους, αλλά κέρδισε γρήγορα ένα σταθερό κοινό λόγω της φιλικής ατμόσφαιρας και της προσεγμένης λειτουργίας της.
Η δεκαετία του ’80 ήταν αυτή που μετέτρεψε τη Μέδουσα από μια συνηθισμένη μπουάτ σε σημείο αναφοράς. Ο βασικός λόγος ήταν η συστηματική παρουσία του Γιώργου Μαρίνου, ο οποίος από το 1973 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, βρήκε στο μαγαζί έναν χώρο που ταίριαζε ιδιαίτερα στο ύφος του. Η μικρή σκηνή επέτρεπε στον Μαρίνο να στήσει παραστάσεις που συνδύαζαν τραγούδι, χιούμορ, σάτιρα και θεατρικότητα, κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο στον χώρο των μπουάτ.
Η Μέδουσα έγινε γρήγορα συνώνυμη της προσωπικής του καλλιτεχνικής ταυτότητας. Οι εμφανίσεις του εκεί είχαν σταθερή απήχηση, με το κοινό να γεμίζει το μαγαζί κάθε βράδυ. Η δημοσιότητα γύρω από τη Μέδουσα αυξήθηκε, καθώς πολλοί γνωστοί ηθοποιοί, μουσικοί και δημοσιογράφοι την επισκέπτονταν συστηματικά. Η Πλάκα ήταν ακόμη ενεργό σημείο της νυχτερινής ζωής, και η Μέδουσα βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της δυναμικής.
Το «σπίτι» του Μαρίνου
Για πολλούς, η Μέδουσα ήταν το «σπίτι» του Μαρίνου: ο χώρος όπου μπορούσε να παρουσιάζει υλικό χωρίς περιορισμούς και να πειραματίζεται. Παράλληλα, η επιτυχία του μαγαζιού οδήγησε και σε προσπάθειες να επεκταθεί το πρόγραμμα, με άλλους καλλιτέχνες να εμφανίζονται σε διάφορες περιόδους.
Όμως, στη δεκαετία του ’90 η Πλάκα άρχισε να αλλάζει. Ο τουρισμός αυξήθηκε, τα ενοίκια ανέβηκαν και ο χαρακτήρας της περιοχής άρχισε να μετατοπίζεται. Οι μπουάτ, που κάποτε ήταν ο βασικός τρόπος διασκέδασης, άρχισαν να κλείνουν η μία μετά την άλλη. Η νέα νυχτερινή ζωή της Αθήνας μεταφέρθηκε σε άλλες περιοχές: στο Γκάζι που τότε αναδυόταν, στη Ρόμβη, στην παραλιακή λεωφόρο και αργότερα στο Ψυρρή.
Η Μέδουσα προσπάθησε να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις. Ωστόσο, χωρίς τη συνεχή και σταθερή συμμετοχή του Μαρίνου —ο οποίος πλέον επέλεγε πιο περιορισμένες εμφανίσεις— ο χώρος έχασε μέρος της παλιάς του δυναμικής. Προσπάθειες να ανανεωθεί το πρόγραμμα έγιναν, με διαφορετικά σχήματα και προσεγγίσεις, αλλά το κοινό της δεκαετίας του ’90 είχε ήδη στραφεί σε νέους τρόπους διασκέδασης.
Το τέλος των μπουάτ
Σημαντικό μέρος της ταυτότητας της Μέδουσας ήταν η άμεση σύνδεσή της με την εποχή των μπουάτ. Όταν εκείνο το μοντέλο διασκέδασης υποχώρησε, η Μέδουσα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα όπου οι μικροί χώροι έπρεπε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους για να επιβιώσουν. Το συγκεκριμένο μαγαζί, όμως, δεν επιδίωξε να αλλάξει ριζικά χαρακτήρα. Υπολόγιζε κυρίως στην ιστορία και στο πιστό του κοινό.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 2000, ο χώρος είχε ήδη αρχίσει να λειτουργεί περισσότερο ως «ιστορικό στέκι» παρά ως ενεργό σημείο νυχτερινής και μουσικής καινοτομίας. Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες επαναλειτουργίας με νέα σχήματα, η Μέδουσα αντιμετώπιζε ολοένα αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα: υψηλά λειτουργικά έξοδα, μειωμένο κοινό, αλλαγές στη φυσιογνωμία της Πλάκας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η Μέδουσα τελικά έκλεισε. Η απόφαση δεν συνοδεύτηκε από ιδιαίτερη δημοσιότητα. Το μαγαζί είχε ήδη αποσυρθεί σταδιακά από τον χάρτη της ενεργής νυχτερινής ζωής, κι έτσι το κλείσιμο μοιάζει περισσότερο με φυσική ολοκλήρωση ενός κύκλου παρά με δραματική τομή.
Παρά την οριστική παύση λειτουργίας της, η Μέδουσα εξακολουθεί να μνημονεύεται ως ένα από τα σημαντικότερα μικρά νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Η πορεία της συμπυκνώνει μια μεγάλη ιστορία: τη διαδρομή των μπουάτ, τη μεταμόρφωση της Πλάκας, την αναγνώριση και την καλλιτεχνική άνθηση του Γιώργου Μαρίνου, και τελικά την υποχώρηση ενός ολόκληρου μοντέλου ψυχαγωγίας.
Ταυτόχρονα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η νυχτερινή ζωή μιας πόλης μπορεί να διαμορφώσει και να διαμορφωθεί από τους ανθρώπους της. Η Μέδουσα έζησε μια εποχή όπου τα μικρά μαγαζιά μπορούσαν να γίνουν μεγάλοι μύθοι — και έγινε και η ίδια μέρος αυτού του μύθου.