Η διάλυση των Beatles δεν ήταν απλώς το τέλος ενός συγκροτήματος, αλλά το τέλος ενός κόσμου που είχε καθορίσει την ύπαρξή του. Τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν μια μακρά περίοδος απώλειας, απομόνωσης, αλλά και αναγέννησης.
Όταν το 1969 οι Beatles διαλύονταν μέσα σε μια καταιγίδα νομικών διαφορών, παρεξηγήσεων και προσωπικών εντάσεων, ο Πολ Μακάρτνεϊ ήταν μόλις 27 ετών — ένας νεαρός άνδρας που είχε ζήσει ήδη μια ζωή γεμάτη δόξα και αναγνώριση, αλλά που βρέθηκε ξαφνικά στο κενό.
Ο κόσμος έλεγε πως ήταν νεκρός, και αν και η φήμη αυτή –που ξεκίνησε από έναν ραδιοφωνικό παραγωγό στις Ηνωμένες Πολιτείες– ήταν προφανώς αβάσιμη, η ίδια η αίσθηση του Μακάρτνεϊ ήταν παρόμοια: «Σε τόσους πολλούς τρόπους, ήμουν πράγματι νεκρός», γράφει ο ίδιος σήμερα.
Η διάλυση των Beatles δεν ήταν απλώς το τέλος ενός συγκροτήματος, αλλά το τέλος ενός κόσμου που είχε καθορίσει την ύπαρξή του. Τα χρόνια που ακολούθησαν, όπως περιγράφονται στο βιβλίο Wings: The Story of a Band on the Run (επιμ. Ted Widmer, εκδ. Allen Lane), το οποίο κυκλοφόρησε μόλις, υπήρξαν μια μακρά περίοδος απώλειας, απομόνωσης, αλλά και αναγέννησης.
Σε μια βαθιά προσωπική κρίση
Ο Μακάρτνεϊ βρέθηκε σε μια βαθιά προσωπική κρίση. Καθώς οι σχέσεις του με τον Λένον, τον Χάρισον και τον Σταρ επιδεινώνονταν, ένιωθε ότι χανόταν μέσα σε έναν λαβύρινθο νομικών μαχών και αμφιβολιών. «Ήταν σαν να είχε σταματήσει η ζωή μου», θυμάται. Εγκλωβισμένος στο Λονδίνο, στο κέντρο της δημοσιότητας, κατέφυγε στη μοναδική σταθερά που του είχε απομείνει: στη σύζυγό του, Λίντα, και στη νεογέννητη κόρη τους, Μέρι. Το 1969 αγόρασαν ένα αγρόκτημα στη Σκωτία, στο απομονωμένο Campbeltown, με 183 στρέμματα γης και ατελείωτο ουρανό. Ήταν η απόδραση που χρειαζόταν για να ξαναβρεί τον εαυτό του.
Η ζωή εκεί δεν ήταν ρομαντική, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Ο Μακάρτνεϊ δεν είχε ιδέα πώς να αναμείξει τσιμέντο ή να βάψει μια στέγη. Η Λίντα, που αργότερα θα έγραφε βιβλία μαγειρικής, τότε πάλευε να ψήσει κάτι φαγώσιμο. Αλλά ακριβώς μέσα σ’ αυτή την αδεξιότητα, τη χειρωνακτική κόπωση, το να μάθεις να κουρεύεις πρόβατα ή να φτιάχνεις ένα τραπέζι χωρίς καρφιά, ο πρώην Beatle άρχισε να θεραπεύεται. Το αγρόκτημα, η απομόνωση, το φυσικό φως της Σκωτίας έγιναν το φάρμακό του. «Παρά τις δυσκολίες, ήταν αυτό που χρειαζόμασταν», λέει σήμερα. «Για πρώτη φορά μετά από χρόνια ένιωθα ελεύθερος».
Το φθινόπωρο εκείνο, το ζευγάρι αναζητούσε ανωνυμία. Ωστόσο, η φήμη του Μακάρτνεϊ ήταν τόσο τεράστια που ούτε στα πιο απομακρυσμένα βουνά μπορούσε να κρυφτεί. Όταν ένας φωτογράφος και ένας δημοσιογράφος του Life Magazine έφτασαν στο αγρόκτημα για να επιβεβαιώσουν αν ήταν ζωντανός, ο Πολ εξοργίστηκε – μέχρι που συνειδητοποίησε ότι ήταν καλύτερα να μιλήσει.
Ξύρισε τα γένια του, φωτογραφήθηκε με την οικογένειά του και παραδέχτηκε ψύχραιμα: «Το πράγμα με τους Beatles τελείωσε». Ελάχιστοι το πρόσεξαν τότε. Μέσα σε λίγους μήνες, όμως, η ομολογία του θα έπαιρνε ιστορική διάσταση.
Η διάλυση της μπάντας έπεσε πάνω του «σαν ατομική βόμβα». Ήταν, όπως είπε αργότερα, «η δουλειά της ζωής μου». Ξαφνικά έπρεπε να απαντήσει στο ερώτημα που όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες φοβούνται: τι κάνεις όταν το όνειρο τελειώνει;
Ο ίδιος ένιωθε προδομένος και ζηλιάρης για τη σχέση του Τζον με τη Γιόκο Όνο, ανήμπορος να αποδεχτεί το τέλος της δημιουργικής τους συμμαχίας. Στο προσωπικό του ημερολόγιο, στη σελίδα του Σεπτεμβρίου 1969, σημείωσε απλά: «Αυτή είναι η μέρα που ο Τζον είπε “θέλω διαζύγιο”. Η μέρα που οι Beatles διαλύθηκαν».
Η Λίντα ήταν εκείνη που τον κράτησε όρθιο. Η ενέργειά της, η αμερικανική της αισιοδοξία, η ικανότητά της να βλέπει την καθημερινότητα με χιούμορ και πρακτικότητα, τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του.
Ο ίδιος, που είχε συνηθίσει να του αγοράζουν ακόμη και το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ένιωσε για πρώτη φορά την ικανοποίηση του ανθρώπου που κάνει κάτι μόνος του — έστω και το πιο απλό. «Μόλις συνειδητοποιείς ότι μπορείς να το κάνεις, νιώθεις να σε πλημμυρίζει ζωή», γράφει.
Η ζωή στο αγρόκτημα έγινε σχολείο απλότητας. Οι Μακάρτνεϊ φύτεψαν λαχανικά, φρόντισαν ζώα, έμαθαν να εκτιμούν τη σιωπή και τον ρυθμό των εποχών. «Η Σκωτία μάς ένωσε σαν οικογένεια», θυμάται η κόρη του Στέλλα. «Ήμασταν τόσο απομονωμένοι, που ο χρόνος αποκτούσε άλλη σημασία. Έβλεπες τα λουλούδια να ανθίζουν, τα χρώματα να αλλάζουν, άκουγες τα πουλιά, ένιωθες τη γη».
Για τον Μακάρτνεϊ, αυτή η επανασύνδεση με τη φύση ήταν και πνευματική αναγέννηση: η δημιουργικότητα, που είχε πνιγεί μέσα στη δόξα και την πίεση των Beatles, άρχισε να ξαναγεννιέται.
Από εκείνο το περιβάλλον γεννήθηκε και η πρώτη του μουσική ύστερα από τη διάλυση του συγκροτήματος. «Καθόμουν στο σπίτι με την κιθάρα και ένα τετρακάναλο μαγνητόφωνο και έγραφα μικρά κομμάτια. Δεν ήθελα επιτυχία, απλώς διασκέδαζα», θυμάται.
Αυτή η επιστροφή στην απλότητα —χωρίς στούντιο, χωρίς πίεση— έγινε η βάση του πρώτου του σόλο άλμπουμ, McCartney (1970). Το τραγούδι Maybe I’m Amazed, ύμνος στην αγάπη του για τη Λίντα, αποτύπωσε το άγχος και την τρυφερότητα ενός ανθρώπου που ξεκινούσε ξανά από το μηδέν: «Ήμουν ένας νεαρός παντρεμένος άνδρας που δεν ήξερε ακόμη τη γυναίκα του, αλλά ήθελε να την γνωρίσει. Ήταν μαγικό και τρομακτικό μαζί».
Από τη σκοτεινή εκείνη περίοδο γεννήθηκε και κάτι ακόμη: οι Wings, το συγκρότημα που σχημάτισε με τη Λίντα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και που τον οδήγησε σε μια νέα εποχή δημιουργικότητας. Η Σκωτία, οι εμπειρίες της απομόνωσης, η ανάγκη να ξαναβρεί τη φωνή του, όλα έγιναν θεμέλια ενός νέου ήχου, πιο γήινου και ειλικρινούς.
Το 1977, το τραγούδι Mull of Kintyre, εμπνευσμένο από το τοπίο γύρω από το αγρόκτημά τους, έγινε ένα από τα πιο επιτυχημένα σινγκλ όλων των εποχών στη Βρετανία. Η μουσική, που είχε για λίγο σωπάσει, ξαναβρήκε τον λόγο ύπαρξής της.
Η οικογένειά του έγινε τότε η δική του «νέα μπάντα». Η Λίντα, σύντροφος και συνεργάτις, έπαιζε πλήκτρα και τραγουδούσε· οι κόρες του έδιναν λόγο να επιστρέφει σπίτι· το ίδιο το αγρόκτημα έγινε σύμβολο ανεξαρτησίας και αναγέννησης.
Όπως λέει ο αδελφός του, Μάικλ Μακάρτνεϊ, «η αγάπη για τη γυναίκα και τα παιδιά του ήταν μια άλλη μορφή Beatles». Ο Μακάρτνεϊ είχε βρει ξανά τον ρυθμό του κόσμου μέσα από τη ρουτίνα της απλής ζωής: να φτιάχνεις ψωμί, να μεγαλώνεις παιδιά, να γράφεις τραγούδια χωρίς να τα κρίνεις.
Ανατρέχοντας σήμερα σε εκείνα τα χρόνια, ο ίδιος δεν τα περιγράφει με νοσταλγία, αλλά με ευγνωμοσύνη. Η απόσταση από τη φρενίτιδα της δεκαετίας του ’60, η φυσική επαφή με τη γη, η ανάγκη να επινοήσει εκ νέου τη ζωή του, τον μετέτρεψαν από ποπ είδωλο σε άνθρωπο.
Στο βιβλίο Wings: The Story of a Band on the Run, που συγκεντρώνει μαρτυρίες από τη Λίντα, τα παιδιά του και συνεργάτες του, αναδεικνύεται ένας Μακάρτνεϊ ευάλωτος, αυτοσαρκαστικός, μα πάνω απ’ όλα δημιουργικός. Ένας άνθρωπος που, αφού «πέθανε» μαζί με τους Beatles, έμαθε ξανά να ζει.
Η ζωή του στη Σκωτία, με τις κακοτράχαλες διαδρομές, τα πρόβατα και τις πρόχειρες μπανιέρες, μπορεί να φαίνεται παράταιρη με τον άνθρωπο που είχε γράψει το Yesterday και το Hey Jude. Κι όμως, εκεί, μέσα στη σιωπή και την ομίχλη, ο Μακάρτνεϊ ανακάλυψε τη βαθύτερη μελωδία: τη μελωδία της απλότητας.
Όταν γύρισε ξανά στο στούντιο, δεν τον ενδιέφεραν τα μεγάλα concept άλμπουμ ούτε οι μουσικές επαναστάσεις. Τον ενδιέφερε η αλήθεια μιας στιγμής — το να καθίσει στο πιάνο, να γράψει ένα τραγούδι για την αγάπη, για τον φόβο, για τη ζωή. Και σε αυτό, ο μετα-Beatle Μακάρτνεϊ βγήκε νικητής.
Περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα, ο ίδιος αναγνωρίζει πως ο θάνατος που του απέδιδαν οι φήμες είχε κάποια μεταφορική ακρίβεια. «Ο κόσμος έλεγε ότι ήμουν νεκρός – και με κάποιον τρόπο ήμουν», λέει. «Αλλά μέσα από τη σιωπή, μέσα από τη λάσπη, μέσα από τη μουσική που ξαναγεννιόταν, βρήκα τον δρόμο μου πίσω στη ζωή».
Από τα ερείπια των Beatles, ο Πολ Μακάρτνεϊ δεν ξαναέφτιαξε απλώς μια καριέρα. Έφτιαξε τον εαυτό του. Και αυτό, τελικά, ήταν το πιο δύσκολο τραγούδι που έγραψε ποτέ.