Σε έναν κόσμο όπου όλα συμπιέζονται - ο χρόνος, ο χώρος, η προσοχή - το να επιλέγεις τον άλλον κάθε μέρα, χωρίς να τον έχεις δεδομένο, μοιάζει με την πιο ριζοσπαστική μορφή αγάπης που διαθέτουμε.
Η ιδέα ότι η αγάπη πρέπει να σημαίνει σώνει και ντε και... κοινή διεύθυνση είναι από τις πιο βαθιά ριζωμένες κοινωνικές συμβάσεις του δυτικού κόσμου. Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, το ζευγάρι που μοιράζεται στέγη, χρόνο και υποχρεώσεις θεωρείται το κανονικό, το ώριμο, το επιθυμητό.
Όμως μια νέα τάση - που ξεκίνησε διακριτικά και πλέον αποκτά ρεύμα - αμφισβητεί αυτήν την ταύτιση. Το λεγόμενο Living Apart Together (ή LAT) δεν είναι ένα παράδοξο, αλλά μια νέα μορφή συντροφικότητας: ζευγάρια που παραμένουν βαθιά δεσμευμένα συναισθηματικά, αλλά επιλέγουν να μην ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Μια συνειδητή αποδέσμευση από τη συγκατοίκηση, όχι από τη σχέση.
Θρυλικά καλλιτεχνικά ζευγάρια
Η ιδέα δεν είναι εντελώς καινούργια. Θρυλικά καλλιτεχνικά ζευγάρια όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα και η Φρίντα Κάλο ή αργότερα ο Τιμ Μπάρτον με την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και η Μόνικα Μπελούτσι με τον Βενσάν Κασέλ είχαν χτίσει δεσμούς δυνατούς και μακροχρόνιους χωρίς να συγκατοικούν.
Εκείνοι το έκαναν από ιδιοσυγκρασία και ανάγκη δημιουργικής ελευθερίας· σήμερα όμως, εκατομμύρια άνθρωποι το κάνουν συνειδητά, ως πρακτική και ψυχική επιλογή. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του U.S. Census Bureau, περίπου 3,9 εκατομμύρια Αμερικανοί είναι παντρεμένοι αλλά ζουν χωριστά - αριθμός που έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 25% από το 2000 ως το 2019. Μπορεί να είναι μόλις το 3% των έγγαμων, αλλά η ταχύτητα αύξησης δείχνει μια βαθύτερη αλλαγή: η συντροφικότητα δεν ταυτίζεται πλέον με τη συγκατοίκηση.
«Αγαπώ τον άνθρωπό μου, αλλά κοιμάμαι καλύτερα μόνη μου»
Για πολλούς, η αφορμή ήταν η πανδημία. Το lockdown ανάγκασε τα ζευγάρια να περάσουν υπερβολικά πολύ χρόνο μαζί, και εκεί αποκαλύφθηκαν ρωγμές που πριν έμεναν αθέατες: διαφορετικοί ρυθμοί ζωής, ανάγκες για ιδιωτικότητα, συγκρουόμενα πρότυπα ησυχίας, τάξης ή κοινωνικότητας.
Από αυτή τη δοκιμασία προέκυψε η συνειδητοποίηση ότι η αγάπη δεν χρειάζεται να περνά καθημερινά από την κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο και την κουζίνα. «Αγαπώ τον άνθρωπό μου, αλλά κοιμάμαι καλύτερα μόνη μου» είναι μια φράση που, αν κάποτε φάνταζε σκανδαλώδης, σήμερα ακούγεται όλο και πιο φυσική.
Οι σχέσεις LAT έχουν πολλές μορφές. Μπορεί να είναι ζευγάρια που μένουν σε διαφορετικά διαμερίσματα στην ίδια πόλη και περνούν μαζί τα Σαββατοκύριακα· ή παντρεμένοι που διατηρούν χωριστά σπίτια για λόγους πρακτικούς - παιδιά, δουλειές, γάτες, ρυθμούς ύπνου. Κάποιοι απλώς θέλουν χώρο για τον εαυτό τους, για να μη χαθεί η αίσθηση προσωπικής ταυτότητας που συχνά διαβρώνεται μέσα στη συγκατοίκηση. Όπως λέει μια γυναίκα σε διαδικτυακό φόρουμ: «Όταν ζω μόνη, έχω την ενέργεια να αγαπώ καλύτερα».
Ποιοι το προτιμούν: άνδρες ή γυναίκες;
Πίσω από αυτή τη νέα στάση δεν βρίσκεται μόνο ο ατομισμός ή η ψευδαίσθηση ελευθερίας, αλλά μια αλλαγή νοοτροπίας γύρω από την έννοια της οικειότητας. Η γενιά των σημερινών σαραντάρηδων και πενηντάρηδων μεγάλωσε με την ιδέα ότι η επιτυχία του γάμου σημαίνει διαρκή συμβίωση, κοινές αποφάσεις και μοίρασμα των πάντων - από το κρεβάτι μέχρι τον λογαριασμό της ΔΕΗ.
Όμως οι νεότερες γενιές, ιδίως οι γυναίκες, βλέπουν αλλιώς το θέμα: όχι ως εγκατάλειψη της δέσμευσης, αλλά ως επαναδιαπραγμάτευση των ορίων της. Οι στατιστικές δείχνουν πως οι γυναίκες είναι εκείνες που αγκαλιάζουν περισσότερο το LAT, και όχι άδικα.
Μελέτες καταγράφουν ότι στις ετερόφυλες σχέσεις, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η γυναίκα έχει υψηλότερο εισόδημα ή κοινωνική θέση, εξακολουθεί να επωμίζεται το μεγαλύτερο μέρος των οικιακών ευθυνών και του λεγόμενου mental load - της νοητικής διαχείρισης του σπιτιού. Να θυμάται πότε πρέπει να αλλαχτεί το φίλτρο του απορροφητήρα, να κλείνει ραντεβού για τον παιδίατρο, να σκέφτεται τι θα μαγειρευτεί.
Η συγκατοίκηση, με άλλα λόγια, για πολλές γυναίκες σημαίνει επιστροφή σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο φροντίδας που συχνά δεν επιθυμούν. Έτσι, η επιλογή του να μένουν μόνες αλλά δεσμευμένες γίνεται μια πράξη αυτοπροστασίας ή και φεμινισμού.
Η απόσταση σαν αντίδοτο στη φθορά της τριβής
Φυσικά, δεν είναι όλοι έτοιμοι να κατανοήσουν αυτή την απόφαση. Πολλοί τη θεωρούν «παράξενη» ή την αντιμετωπίζουν σαν μισό βήμα προς τον χωρισμό. Η κοινωνία έχει μάθει να εξισώνει τη φυσική απόσταση με συναισθηματική ψυχρότητα. Όμως για πολλούς LAT συντρόφους, η απόσταση λειτουργεί σαν αντίδοτο στη φθορά της τριβής.
Οι καβγάδες για το ποιος ξέχασε τα σκουπίδια ή πώς «φορτώνεται» σωστά το πλυντήριο δεν υπάρχουν, επειδή απλώς δεν χρειάζεται να υπάρξουν. Όπως λέει μια συμμετέχουσα σε σχετική έρευνα: «Οι πιο ευτυχισμένες σχέσεις είναι εκείνες στις οποίες δεν έχεις χρόνο να βαρεθείς τον άλλον».
Το LAT δεν σημαίνει απαραίτητα αποξένωση· συχνά, φέρνει πιο ουσιαστική επικοινωνία. Όταν δεν θεωρείς δεδομένη την παρουσία του άλλου, κάθε συνάντηση αποκτά βάρος, κάθε ραντεβού έχει ξανά χαρακτήρα επιλογής.
«Κάθε μέρα που αποφασίζουμε να συναντηθούμε είναι μια νέα υπόσχεση», λέει μιλώντας στον ιστότοπο Salon μια γυναίκα 39 ετών που ζει χωριστά από τον σύζυγό της τα τελευταία τέσσερα χρόνια. «Δεν τον βλέπω επειδή πρέπει, αλλά επειδή θέλω».
Στην εποχή των στεγαστικών κρίσεων, της τηλεργασίας και της ακραίας οικονομικής πίεσης, υπάρχουν και απολύτως πρακτικοί λόγοι για να κρατήσει ένα ζευγάρι δύο σπίτια. Σε μεγάλες πόλεις, η απώλεια ενός παλιού ενοικίου ή ενός μικρού ιδιόκτητου διαμερίσματος για χάρη μιας μεγαλύτερης κοινής στέγης μπορεί να είναι οικονομικά αδύνατη.
Άλλοι έχουν παιδιά από προηγούμενους γάμους και δυσκολεύονται να συνενώσουν δύο οικογένειες κάτω από μια στέγη. Και, φυσικά, υπάρχουν οι βιολογικές παράμετροι: οι αλλαγές ύπνου, οι θόρυβοι, τα ροχαλητά, οι συνήθειες που σε κοινό χώρο μετατρέπονται σε εκνευρισμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές σχέσεις LAT ξεκινούν από ένα απλό αίτημα για καλύτερο ύπνο - το αποκαλούμενο, ειρωνικά, sleep divorce.
Ωστόσο, το να μένεις χωριστά από τον σύντροφό σου δεν σημαίνει πως έχεις επιλέξει την απομόνωση. Αντίθετα, οι περισσότεροι δηλώνουν ότι η σχέση τους έχει βελτιωθεί. Όπως έγραψε η Andi Zeisler στο Salon, «όσοι ζουν χωριστά μαζί» δεν αποκηρύσσουν τον ρομαντισμό, αλλά επαναπροσδιορίζουν τη δέσμευση με βάση την ελευθερία. Και η ελευθερία δεν είναι εχθρός της οικειότητας - είναι προϋπόθεσή της.
Η σύγχρονη κουλτούρα, βέβαια, δυσκολεύεται να το αφομοιώσει. Οι ταινίες, τα τραγούδια, οι παραμυθένιοι γάμοι συνεχίζουν να προβάλλουν την εικόνα του κοινού σπιτιού ως κορύφωση της σχέσης.
Ωστόσο, μια πιο ρεαλιστική αφήγηση αρχίζει να βρίσκει χώρο: εκείνη που παραδέχεται ότι ο έρωτας δεν αναιρεί την ανάγκη για προσωπικό χώρο, ότι η τρυφερότητα δεν εξαντλείται στην κοινή ρουτίνα. Ίσως γι’ αυτό όλο και περισσότερες γυναίκες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναπαράγουν τη ρήση της Γούπι Γκόλντμπεργκ: «Δεν θέλω κάποιον στο σπίτι μου».
Αυτό το μοντέλο σχέσης δεν είναι, βέβαια, για όλους. Κάποιοι χρειάζονται τη συνεχή παρουσία του άλλου, την καθημερινή ρουτίνα του «μαζί». Άλλοι νιώθουν ασφάλεια μέσα στην κοινή ζωή. Όμως για εκείνους που η συγκατοίκηση καταλήγει σε πνιγηρή επανάληψη, το να ζεις χωριστά μπορεί να είναι η πιο ειλικρινής μορφή αγάπης: μια σχέση χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς επίφαση κανονικότητας.
Σε έναν κόσμο όπου όλα συμπιέζονται - ο χρόνος, ο χώρος, η προσοχή - το να επιλέγεις τον άλλον κάθε μέρα, χωρίς να τον έχεις δεδομένο, μοιάζει με την πιο ριζοσπαστική μορφή αγάπης που διαθέτουμε.