Όλες οι σχέσεις περνούν από μια βιολογική φάση έκρηξης σε μια φάση σταθερότητας· και η μετάβαση αυτή έχει χημεία, ορμόνες και χρόνο.
Όσο κι αν οι ερωτικές ιστορίες θέλουν το πάθος να διαρκεί για πάντα, η πραγματικότητα των μακροχρόνιων σχέσεων μοιάζει πιο γήινη, πιο ήσυχη, και συχνά λιγότερο σαρκική. Τα περισσότερα ζευγάρια που γνωρίζονται και συμβιώνουν για χρόνια βλέπουν τη συχνότητα των ερωτικών τους επαφών να μειώνεται αισθητά με τον καιρό.
Οι περισσότεροι το παραδέχονται με ένα μείγμα απογοήτευσης και αποδοχής: «κάνουμε έρωτα κάθε λίγους μήνες», λένε, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχει αγάπη ή έλξη, αλλά πως κάτι έχει αλλάξει ριζικά στη φύση της επιθυμίας.
Η ψυχολόγος και θεραπεύτρια ζευγαριών Άντρεα Τσάιφερτ, που εργάζεται στο Αμβούργο, εξηγεί στην DW ότι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Οι σχέσεις, λέει, περνούν από μια βιολογική φάση έκρηξης σε μια φάση σταθερότητας· και η μετάβαση αυτή έχει χημεία, ορμόνες και χρόνο.
Η αγκαλιά γίνεται σημαντικότερη από το πάθος
Στην αρχή μιας σχέσης, ο εγκέφαλος πλημμυρίζει από ντοπαμίνη, τεστοστερόνη και φαινυλαιθυλαμίνη - τις ουσίες της εμμονής, της έλξης, της έξαψης. Ο κόσμος μικραίνει και γίνεται δύο σώματα, δύο βλέμματα, ένα ρεύμα. Με τον καιρό όμως, η ίδια η φύση φροντίζει να μας γειώσει: τα επίπεδα των «σεξουαλικών» ορμονών πέφτουν, ενώ αυξάνεται η οξυτοκίνη - η ορμόνη του δεσίματος, της οικειότητας, της εμπιστοσύνης.
Το σώμα, σαν να αλλάζει προτεραιότητες, προωθεί τη σταθερότητα αντί της έντασης. Η αγκαλιά γίνεται σημαντικότερη από το πάθος, η συντροφικότητα πιο ισχυρή από την επιθυμία. Όπως σημειώνει η Τσάιφερτ, αυτά τα «ορμονικά κύματα» δεν είναι αποτυχία της σχέσης, αλλά εξέλιξή της. Το θέμα είναι να γνωρίζει κανείς ότι η χημεία αλλάζει - και να μη θεωρεί τη μείωση της συχνότητας ως ένδειξη ψυχρότητας.
Όταν το σεξ γίνεται υποχρέωση, όχι ανάγκη
Το πρόβλημα αρχίζει όταν η σιωπή εγκαθίσταται ανάμεσα στους δύο. Η απουσία ειλικρινούς επικοινωνίας γύρω από τη σεξουαλικότητα μπορεί να κάνει μια φυσική μεταβολή να μοιάζει με αποξένωση. Τα ζευγάρια που δεν μιλούν για το τι τους αρέσει, τι τους ενοχλεί ή τι τους λείπει, εγκλωβίζονται εύκολα σε μια ρουτίνα που θυμίζει μηχανική συνύπαρξη.
Και τότε το σεξ γίνεται υποχρέωση, όχι ανάγκη. Η θεραπεύτρια προτείνει κάτι απλό και δύσκολο: να μιλάς. Να μιλάς για το σώμα σου, τις φαντασιώσεις σου, τις ανασφάλειές σου, χωρίς ντροπή. Το σεξ, λέει, δεν πεθαίνει από την οικειότητα, αλλά από τη σιωπή.
Το φύλο, βέβαια, παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν τη δυναμική. Η Καναδή ψυχολόγος και σεξολόγος Μέρεντιθ Τσίβερς έχει δείξει μέσα από έρευνες ότι η γυναικεία σεξουαλικότητα λειτουργεί διαφορετικά από την ανδρική. Οι γυναίκες μπορεί να εμφανίζουν σωματική διέγερση χωρίς να νιώθουν ψυχική ερωτική επιθυμία.
Η λίπανση του κόλπου, για παράδειγμα, μπορεί να προκύψει αυτόματα - όχι πάντα ως ένδειξη επιθυμίας, αλλά και ως προστατευτικός μηχανισμός, ακόμα και σε περιβάλλοντα απειλής ή πίεσης. Αυτή η «αποσύνδεση» μεταξύ σωματικής και ψυχικής διέγερσης δεν είναι βιολογικό ελάττωμα, αλλά προϊόν εμπειριών, κοινωνικών ρόλων και ανατροφής. Από μικρές, οι γυναίκες μαθαίνουν ότι η επιθυμία τους είναι δευτερεύουσα, ότι το σώμα τους είναι προς κρίση και όχι προς απόλαυση. Έτσι, οι δεσμοί ανάμεσα στην αίσθηση και την επιθυμία χαλαρώνουν, και η σεξουαλικότητα γίνεται πιο εύκολα υπόθεση του άλλου.

Το φυλετικό «κενό του οργασμού»
Αυτό φαίνεται και στο περίφημο «orgasm gap»: σύμφωνα με έρευνες, μόλις το 30% έως 60% των γυναικών φτάνουν σε οργασμό κατά τη διάρκεια ετεροφυλικών επαφών, ενώ στους άνδρες τα ποσοστά φτάνουν 70% έως 100%. Αυτή η διαφορά δεν είναι απλώς στατιστική, είναι καθρέφτης ανισότητας. Όταν η ευχαρίστηση της γυναίκας δεν θεωρείται προτεραιότητα, όταν η ίδια διστάζει να εκφράσει τι της αρέσει, η επιθυμία σταδιακά αποδυναμώνεται. Η ματαίωση γεννά απόσταση, κι η απόσταση σκοτώνει τη λίμπιντο.
Η ψυχολόγος Νάταλι Ρόζεν διαπίστωσε ότι η ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, και όχι η συχνότητα του σεξ, είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τη σταθερότητα και τη χαρά μιας σχέσης. Όταν οι ανάγκες του ενός παραμένουν ανεκπλήρωτες για μεγάλα διαστήματα, το σώμα αντιδρά με τρόπο σχεδόν αμυντικό: η επιθυμία μειώνεται, η σεξουαλική ενέργεια μπλοκάρει, το σεξ μετατρέπεται σε πεδίο πίεσης και όχι απελευθέρωσης. Αντίθετα, τα ζευγάρια που επικοινωνούν, που αγγίζονται, που εξερευνούν μαζί, βιώνουν μεγαλύτερη επιθυμία, ακριβώς επειδή αισθάνονται ασφαλή.
«Πολλά ζευγάρια δεν αγγίζονται καθόλου εκτός κρεβατιού»
Η μείωση της συχνότητας λοιπόν δεν είναι πάντα το πρόβλημα. Συχνά είναι το σύμπτωμα ενός βαθύτερου ζητήματος: της απώλειας της περιέργειας. Όταν η σχέση ωριμάζει, το σώμα του άλλου παύει να είναι άγνωστο, το μυστήριο σβήνει, και χωρίς συνειδητή προσπάθεια να διατηρηθεί η φλόγα, η ρουτίνα καταπίνει τον ερωτισμό.
Παράλληλα, οι εξωτερικοί παράγοντες - εργασία, παιδιά, άγχος, οθόνες - περιορίζουν δραματικά τον διαθέσιμο χώρο για παιχνίδι. Όταν ο χρόνος για δύο μετατρέπεται σε «παράθυρο ευκαιρίας», ο έρωτας μοιάζει με καθήκον. «Πολλά ζευγάρια δεν αγγίζονται καθόλου εκτός κρεβατιού», λέει η Ζάιφερτ. «Κι έπειτα, το Σαββατοκύριακο, περιμένουν από τον εαυτό τους να ανακτήσει ξαφνικά το πάθος. Είναι σαν να ανεβαίνεις σε βατήρα δέκα μέτρων χωρίς να έχεις κολυμπήσει μήνες».
Η σωματική τρυφερότητα στην καθημερινότητα λειτουργεί σαν γέφυρα προς την επιθυμία. Μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα άγγιγμα χωρίς προσδοκία μπορούν να διατηρήσουν το συναίσθημα ζωντανό, να υπενθυμίσουν στο σώμα ότι ο άλλος είναι ακόμη εκεί. Ταυτόχρονα, η απόσταση - λίγη αυτονομία, μια εμπειρία έξω από τη σχέση - μπορεί να αναζωογονήσει τη φαντασία. Το πάθος δεν αντέχει τη μόνιμη εγγύτητα· χρειάζεται και την απουσία για να αναπνεύσει.

Στον σύγχρονο κόσμο, το σεξ δεν είναι μόνο πράξη, αλλά χρόνος: μια στιγμή που πρέπει να χωρέσει ανάμεσα σε υποχρεώσεις, κούραση, παιδιά, emails. Οι άνθρωποι περιμένουν να νιώσουν επιθυμία για να κάνουν έρωτα, ενώ συχνά η επιθυμία προκύπτει μέσα στην πράξη, όχι πριν.
Όπως λέει η Τσάιφερτ, «αν περιμένω να με πιάσει η διάθεση, μπορεί να περιμένω για πάντα». Η επιθυμία θέλει έδαφος, όχι ευκαιρία. Γι’ αυτό και τα ζευγάρια που συνεχίζουν να επενδύουν στη σωματική επαφή - έστω μικρή, έστω παιχνιδιάρικη - διατηρούν τον δεσμό τους πιο ζωντανό.
Τελικά, η μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας με τα χρόνια δεν είναι σήμα αποτυχίας αλλά μεταμόρφωσης. Η σχέση μεταβαίνει από τη φλόγα στη θέρμη, από τη διέγερση στη θαλπωρή. Όμως ακόμη και αυτή η ωρίμανση χρειάζεται συνειδητότητα: να κρατήσεις χώρο για το παιχνίδι, να μη μετατρέψεις τη συντροφικότητα σε απλή συμβίωση.
Όπως δείχνουν οι μελέτες, η τρυφερότητα μετά το σεξ - το χάδι, η αγκαλιά, η συζήτηση - αυξάνει σημαντικά την ικανοποίηση και την οικειότητα, ιδιαίτερα στις γυναίκες. Ο δεσμός, λοιπόν, δεν τρέφεται μόνο από το πάθος, αλλά και από ό,τι το ακολουθεί.
Ίσως το μυστικό να βρίσκεται στην αποδοχή ότι η επιθυμία αλλάζει μορφές: από καταιγίδα γίνεται ρεύμα, από φλόγα αναμμένο κάρβουνο. Όχι λιγότερο πολύτιμο, απλώς πιο ώριμο. Η σεξουαλική ζωή ενός ζευγαριού δεν μετριέται με αριθμούς, αλλά με τη ζεστασιά που αφήνει πίσω της. Κι αν τα χρόνια τη μειώνουν σε συχνότητα, μπορούν ταυτόχρονα να τη βαθαίνουν σε νόημα - αρκεί να θυμόμαστε ότι ο έρωτας, όπως και το σώμα, δεν ζητά τελειότητα, μόνο παρουσία.