Οι ιστορικοί της περιόδου αυτής διαφωνούν σε αρκετά, αλλά συμφωνούν σε ένα πράγμα: αν ο Εμφύλιος ήταν η πληγή, αυτός ο ιδιότυπος made in Greece μακαρθισμός ήταν η σκιά που την έκρυψε χωρίς να την γιατρέψει.
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε για την Ελλάδα μια εποχή διχασμού με το προσωπείο της ειρήνης. Ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε τελειώσει επίσημα το 1949, όμως η κοινωνία δεν βγήκε ποτέ πραγματικά από τα χαρακώματα. Το όπλο έπαψε να ρίχνει, αλλά το μυαλό δεν σταμάτησε να πυροβολεί.
Εκείνη την περίοδο, στο όνομα της «εθνικής ασφαλείας» και του «αντικομμουνιστικού καθήκοντος», χτίστηκε ένα κράτος που φοβόταν περισσότερο τους πολίτες του παρά τους εχθρούς του. Ένα κράτος-φρούριο, θεμελιωμένο στον φόβο, στον έλεγχο και στη μνήμη του αίματος.
Η «εθνικοφροσύνη» ως προϋπόθεση επιβίωσης
Η Ελλάδα βγήκε από τον Εμφύλιο κατεστραμμένη, οικονομικά και ψυχικά. Οι κυβερνήσεις της δεξιάς, με την ανοιχτή στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, θεώρησαν πως η χώρα κινδύνευε να ξανακυλήσει στο χάος αν δεν υπήρχε μια αυστηρή επιτήρηση της κοινωνίας. Το Δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ και η είσοδος της χώρας στο ΝΑΤΟ διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο ασφάλειας που είχε όμως ένα τίμημα: την περιστολή των πολιτικών δικαιωμάτων. Η «εθνικοφροσύνη» έγινε προϋπόθεση επιβίωσης. Δεν ήταν τόσο πολιτική τοποθέτηση, όσο το «διαβατήριο» για δουλειά, σπουδές, δάνειο, άδεια οδήγησης, ακόμη και για... ραδιοφωνική συχνότητα.
Οι «φακέλοι κοινωνικών φρονημάτων», σύμβολο της εποχής
Από το 1953, με την ίδρυση της ΚΥΠ, ο μηχανισμός επιτήρησης έγινε θεσμικός· η αστυνομία, ο στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες συνεργάζονταν στενά για την «προστασία του εθνικού φρονήματος». Οι «φακέλοι κοινωνικών φρονημάτων» έγιναν σύμβολο αυτής της εποχής. Κάθε πολίτης είχε τον φάκελό του, με πληροφορίες για τις πολιτικές του απόψεις, τη συγγενική του καταγωγή, ακόμη και για το ποιον χαιρετούσε στη γειτονιά. Στα χωριά, οι χωροφύλακες συνέτασσαν λίστες «υπόπτων». Στις πόλεις, οι εργοδότες ζητούσαν «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Μια κοινωνία ολόκληρη έμαθε να ζει με τον φόβο της υποψίας.
Αν ο μακαρθισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε τουλάχιστον το άλλοθι της υπερδύναμης που φοβάται έναν αντίπαλο εξίσου ισχυρό (την ΕΣΣΔ του οσονούπω μακαρίτη Στάλιν), στην Ελλάδα ο αντικομμουνισμός ήταν εσωτερικός. Δεν υπήρχε «ξένος πράκτορας»· υπήρχε ο γείτονας, ο συγγενής, ο συμμαθητής. Το «αντίπαλο δέος» ήταν το παιδί του ΕΑΜίτη που ήθελε να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, η γυναίκα του εκτελεσμένου αντάρτη που ζητούσε δουλειά στο Δημόσιο, ο αγρότης που το χωράφι του βρισκόταν κοντά στο βουνό. Το κράτος κυνηγούσε την ίδια την κοινωνία.
Από το 1950 έως το 1960, υπολογίζεται ότι περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα είχαν φακελωθεί για τα κοινωνικά τους φρονήματα. Πολλοί δεν το έμαθαν ποτέ. Οι φάκελοι αυτοί δεν χρησίμευαν μόνο για λόγους ασφαλείας· ήταν εργαλείο πολιτικής καθοδήγησης. Όποιος δεν ήταν «εθνικόφρων», αποκλειόταν από προαγωγές, υποτροφίες, εκλογικές επιτροπές, στρατιωτικές σχολές.
Η λογοκρισία συνέχιζε να υπάρχει ανεπίσημα, με τα βιβλία και τα τραγούδια να περνούν από «επιτροπές καταλληλότητας». Πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, όπως ο Μάνος Κατράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιώργος Σεφέρης, βρέθηκαν αντιμέτωποι - άλλος νωρίτερα, άλλος αργότερα - με τις σιωπηλές απαγορεύσεις και την επιφυλακτικότητα του καθεστώτος απέναντι σε κάθε «μη εθνικόφρονα» έκφραση.
Ο φόβος του κομμουνισμού έγινε όχι μόνο κρατική πολιτική αλλά ιδεολογία καθημερινότητας. Οι άνθρωποι μάθαιναν να μιλούν με υπαινιγμούς, να μην εμπιστεύονται κανέναν, να αποφεύγουν συζητήσεις «επικίνδυνες». Τα παιδιά διδάσκονταν στα σχολεία ότι η Ελλάδα σώθηκε από τον κομμουνιστικό κίνδυνο χάρη στη «Χριστιανική Βασιλεία και στο θάρρος του στρατού».
Οι εφημερίδες αναπαρήγαγαν καθημερινά το δίπολο «πατρίδα ή προδοσία». Ο όρος «συμμορίτης» συνέχισε να χρησιμοποιείται ως ηθική σφραγίδα, και ο Εμφύλιος μετατράπηκε σε «συμμοριτοπόλεμο». Η ιστορία ξαναγράφτηκε για να δικαιώσει τους νικητές - και, κυρίως, για να αποκηρύξει τους ηττημένους.
Η εδραίωση αυτής της κατάστασης οφειλόταν και στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του και η Ελλάδα ήταν το ανατολικότερο σύνορο της Δύσης. Η Ουάσινγκτον ήθελε σταθερότητα και έλεγχο· το ελληνικό κράτος πρόσφερε και τα δύο, σε αντάλλαγμα για δολάρια και στρατιωτική προστασία. Έτσι, ο φόβος έγινε θεσμός. Οι μυστικές υπηρεσίες λειτουργούσαν σχεδόν ανεξέλεγκτα, ενώ πρώην παρακρατικοί μηχανισμοί, όπως αυτοί της οργάνωσης Χ, συνέχισαν να επηρεάζουν το κράτος εκ των έσω. Το κοινοβούλιο έμοιαζε περισσότερο με σκηνή θεάτρου παρά με όργανο δημοκρατίας.
Το 1952, η κυβέρνηση Παπάγου πέρασε νέους νόμους ασφαλείας που ουσιαστικά μονιμοποιούσαν το καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Οι στρατοδικίες συνέχισαν να λειτουργούν, η θανατική ποινή επιβαλλόταν για «αντεθνική δράση», και οι εξορίες σε νησιά όπως ο Άη-Στράτης παρέμειναν ενεργές, ακόμη κι αν η Μακρόνησος είχε σταδιακά κλείσει. Οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν εξαφανίστηκαν με το τέλος του Εμφυλίου· απλώς «απομονώθηκαν». Κάθε φορά που πλησίαζαν εκλογές ή εθνικές επέτειοι, οι συλλήψεις «δια προληπτικούς λόγους» ολοένα και πλήθαιναν. Ο κρατικός μηχανισμός είχε μάθει να δουλεύει με βάση τη λογική του φόβου.
Το κράτος λειτουργούσε με νοοτροπία στρατώνα
Η περίοδος Καραμανλή (1955–1963) θεωρήθηκε δεκαετία εκσυγχρονισμού. Πράγματι, η Ελλάδα έκανε τότε μεγάλα βήματα στην οικονομία: βιομηχανική ανάπτυξη, ανασυγκρότηση υποδομών, ανοικοδόμηση των πόλεων. Αλλά ο οικονομικός εκσυγχρονισμός δεν συνοδεύτηκε από πολιτικό. Η δημοκρατία ήταν επιφανειακή· το κράτος λειτουργούσε με νοοτροπία... στρατώνα. Πίσω από την περιλάλητη «ανασυγκρότηση» υπήρχε ένας μηχανισμός πειθαρχίας, που επέβαλε την υπακοή ως εθνικό καθήκον.
Η Εκκλησία, τα ΜΜΕ και το εκπαιδευτικό σύστημα λειτούργησαν ως ιδεολογικοί βραχίονες αυτής της επιτήρησης. Ο λόγος περί «πατρίδος, θρησκείας και οικογένειας» έγινε το τρίπτυχο της εθνικής ταυτότητας. Οι ιερείς μιλούσαν για «αθεΐα των μπολσεβίκων», οι εφημερίδες προειδοποιούσαν για «εσωτερικούς πράκτορες», τα σχολικά βιβλία ζωγράφιζαν τους κομμουνιστές ως απειλή για το έθνος.
Αυτός ο ελληνικός μακαρθισμός είχε, ωστόσο, και την κοινωνική του διάσταση. Στα χρόνια εκείνα, η φτώχεια και η ανασφάλεια ώθησαν χιλιάδες ανθρώπους στη μετανάστευση. Και, αντίστροφα, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη και όσοι προσπάθησαν να επιστρέψουν, αντιμετωπίζονταν ως «ύποπτοι». Οι εσωτερικοί μετανάστες των πόλεων μάθαιναν να μην μιλούν για «πολιτικά».
Ο αντικομμουνισμός ως μηχανισμός εθνικής ενότητας
Το πιο παράδοξο στοιχείο εκείνης της εποχής ήταν ότι ο αντικομμουνισμός λειτουργούσε και ως μηχανισμός εθνικής ενότητας. Το «εμείς» χτιζόταν πάνω στο «ποιον αποκλείουμε». Όσο υπήρχε «κομμουνιστικός κίνδυνος», η εξουσία μπορούσε να παρουσιάζεται ως σωτήρας. Ο φόβος έδινε νομιμοποίηση. Γι’ αυτό και το μετεμφυλιακό κράτος δεν ήθελε ποτέ να εξαλείψει εντελώς τον κομμουνισμό· ήθελε να τον κρατά ζωντανό ως φάντασμα, για να θυμίζει στους πολίτες ποιος προστατεύει ποιον.
Η σύγκριση με τον μακαρθισμό στις ΗΠΑ δεν είναι τυχαία. Ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι χρησιμοποίησε τη δίκη της ιδεολογίας ως μέσο πολιτικής επιβίωσης. Στην Ελλάδα, το ίδιο έκαναν οι κυβερνήσεις της δεξιάς, μόνο που εδώ οι «ακροάσεις» γίνονταν στα στρατόπεδα εξορίας και στις αίθουσες της Ασφάλειας. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: ένας πολιτισμός καχυποψίας που επηρέασε τον δημόσιο βίο για δεκαετίες.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι υπήρξαν και ρωγμές. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, εμφανίζονται νέες φωνές στον πολιτισμό: ο κινηματογράφος του Τζαβέλλα, η λογοτεχνία του Βενέζη και του Τσίρκα, τα τραγούδια του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Μέσα από υπαινιγμούς και σύμβολα, ο ελληνικός πολιτισμός προσπάθησε να μιλήσει για την ενοχή, τη σιωπή και τη μνήμη. Η τέχνη έγινε υποκατάστατο πολιτικής· ένας τρόπος να ειπωθούν όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν αλλιώς.
Όλα έχουν ρίζες στη δεκαετία του ’50
Ο ελληνικός μακαρθισμός δεν τελείωσε με την έλευση της δημοκρατίας του ’60. Επιβίωσε ως νοοτροπία. Οι φάκελοι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τη Μεταπολίτευση και καταστράφηκαν επισήμως το 1989, με απόφαση της κυβέρνησης Τζαννετάκη. Ακόμη και σήμερα, ο φόβος της «ρετσινιάς» - του χαρακτηρισμού, της στοχοποίησης, της «αντεθνικότητας» - κουβαλάει κάτι από εκείνη την εποχή. Η πολιτική πόλωση, ο διχασμός, η δυσπιστία προς τους θεσμούς, όλα έχουν ρίζες στη δεκαετία του ’50.
Οι πάσης φύσεως ιστορικοί και μελετητές της περιόδου αυτής διαφωνούν σε αρκετά, αλλά συμφωνούν σε ένα πράγμα: αν ο Εμφύλιος ήταν η πληγή, αυτός ο ιδιότυπος made in Greece μακαρθισμός ήταν η σκιά που την έκρυψε χωρίς να την γιατρέψει. Η Ελλάδα του ’50 έμαθε να προχωρά κοιτώντας μόνο προς τα έξω, ποτέ προς τα μέσα. Έχτισε εργοστάσια, δρόμους, στρατόπεδα, αλλά δεν έχτισε εμπιστοσύνη. Και αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης έγινε η πιο βαθιά συνέπεια του μετεμφυλιακού κράτους: μια κοινωνία που φοβάται να διαφωνήσει, γιατί θυμάται πόσο κοστίζει η διαφωνία.
Ο φόβος του κομμουνισμού, λοιπόν, δεν ήταν απλώς ιδεολογικός. Ήταν πολιτισμικός, υπαρξιακός, διαγενεακός. Διαμόρφωσε τον τρόπο που ο Έλληνας κατανοεί το κράτος, τον νόμο, τον γείτονά του. Δημιούργησε ένα κράτος που επιβίωσε δεκαετίες μετά, μεταμφιεσμένο σε «κανονικότητα». Και ίσως ακόμη σήμερα, κάθε φορά που η κοινωνία τρομάζει μπροστά στην αμφισβήτηση, να ακούγεται μακριά η ηχώ εκείνου του μηχανισμού: ο φόβος πως όποιος διαφωνεί, απειλεί.
Η δεκαετία του ’50 τελείωσε όπως άρχισε. Το 1963, με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, η χώρα συνειδητοποίησε ότι ο μηχανισμός του φόβου είχε γίνει ανεξέλεγκτος.
Και τότε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κάποιοι βγήκαν στους δρόμους όχι για να υπερασπιστούν «φρονήματα», αλλά για να απαιτήσουν δικαιοσύνη. Εκεί άρχισε να ραγίζει το τείχος του μετεμφυλιακού κράτους. Αλλά χρειάστηκαν άλλες δύο δεκαετίες για να πέσει πραγματικά.
Και ίσως, για να καταλάβουμε τη σύγχρονη Ελλάδα - τη δυσπιστία, τη συνωμοσιολογία, την εμμονή με κάθε τι «αντιεθνικό» - πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε κατάματα εκείνον τον φόβο του ’50: έναν φόβο που δεν τελείωσε ποτέ, απλώς άλλαξε μορφή και ονοματεπώνυμο.