Μέσα σε μια εποχή που κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση μοιάζει να χρειάζεται ρυθμό, περιεχόμενο και εξυπνάδα, αυτή η ασυνήθιστη συνύπαρξη χωρίς λόγια έχει γίνει μία από τις πιο ανακουφιστικές μορφές κοινωνικότητας.
Οι σιωπηλές λέσχες βιβλίου εμφανίζονται ως η πιο απρόσμενη τάση της μεταπανδημικής εποχής: ομάδες ανθρώπων που συναντιούνται όχι για να συζητήσουν, αλλά για να διαβάσουν σιωπηλά, ο καθένας το δικό του βιβλίο. Ένας νέος τρόπος κοινωνικότητας, ειδικά φιλικός προς όσους προτιμούν την ηρεμία.
Οι σιωπηλές λέσχες βιβλίου εμφανίζονται, εκ πρώτης όψεως, σαν μια ήρεμη παραδοξότητα: άνθρωποι που συναντιούνται για να μην μιλήσουν, να μη σχολιάσουν, να μη παρουσιάσουν άποψη, αλλά απλώς να καθίσουν μαζί και να διαβάσουν. Κι όμως, μέσα σε μια εποχή που κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση μοιάζει να χρειάζεται ρυθμό, περιεχόμενο και εξυπνάδα, αυτή η ασυνήθιστη συνύπαρξη χωρίς λόγια έχει γίνει μία από τις πιο ανακουφιστικές μορφές κοινωνικότητας για χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Τα Silent Book Clubs ξεκίνησαν τυχαία
Τα Silent Book Clubs, όπως ονομάζονται, ξεκίνησαν σχεδόν τυχαία πριν μερικά χρόνια, όταν δύο φίλες, η Guinevere de la Mare και η Laura Gluhanich, αναζητούσαν έναν τρόπο να επιστρέψουν στο διάβασμα για ευχαρίστηση μέσα στα πιεστικά τους προγράμματα. Δεν ήθελαν «εργασίες για το σπίτι», ούτε τις συχνά αμήχανες συζητήσεις που συνοδεύουν τις παραδοσιακές λέσχες. Ήθελαν χρόνο. Σιωπή. Και κάποιον δίπλα τους που να κάνει ακριβώς το ίδιο.
Aπό το Σαν Φρανσίσκο σε όλες τις ΗΠΑ
Από εκείνη τη μικρή συνάντηση φίλων σε ένα μπαρ του Σαν Φρανσίσκο, η ιδέα εξαπλώθηκε απρόσμενα. Το 2016, άτομα από άλλες πόλεις ζητούσαν να δημιουργήσουν δικά τους παραρτήματα, και πλέον υπάρχουν σχεδόν 2.000 Silent Book Clubs παγκοσμίως, με την οργάνωση να λαμβάνει περίπου 20 νέα αιτήματα την εβδομάδα.
Μετά την πανδημία, η ανάγκη για ήρεμη, αναλογική συνύπαρξη φούντωσε: άνθρωποι κουρασμένοι από οθόνες, ειδοποιήσεις και την αίσθηση ότι κάθε λεπτό πρέπει να «παράγεις» κάτι, ανακάλυψαν ότι η σιωπηλή συλλογικότητα είναι το ακριβώς αντίθετο — και ακριβώς αυτό που χρειάζονταν.
Το τυπικό μοντέλο είναι απλό και σχεδόν τελετουργικό. Οι συμμετέχοντες φτάνουν, μιλούν λίγο, παραγγέλνουν ένα ποτό ή βρίσκουν μια θέση σε έναν καναπέ. Κάποια στιγμή, ο οργανωτής ανακοινώνει: «Ώρα για διάβασμα». Και τότε το δωμάτιο βυθίζεται σε μια απτή, σχεδόν ιερουργική σιωπή. Στην πραγματικότητα, αυτό που προσφέρουν οι σιωπηλές λέσχες δεν είναι απλώς χρόνος για ανάγνωση — είναι η συλλογική ενίσχυση της προσοχής.
Όπως λέει η de la Mare, όταν βλέπεις γύρω σου μόνο ανθρώπους με ανοιχτά βιβλία και κλειστά κινητά, είναι πολύ πιο εύκολο να αφήσεις κι εσύ τον θόρυβο της καθημερινότητας στην άκρη. Η σιωπή λειτουργεί σαν καταφύγιο, αλλά και σαν απαλή πίεση να μείνεις προσηλωμένος.
Δεν προσφέρει συζητήσεις, μόνο χώρο
Το κλίμα αυτό ήταν ακριβώς ό,τι έψαχνε η Megan Sampson, όταν μετακόμισε στο Easton της Μασαχουσέτης. Οι παραδοσιακές λέσχες την έκαναν να νιώθει ότι έπρεπε να έχει «κάτι έξυπνο να πει», κι έτσι όταν είδε ένα TikTok για τις Silent Book Clubs, ένιωσε πως είχε βρει το ιδανικό της πλαίσιο. Ξεκίνησε ένα κεφάλαιο, έκλεισε έναν χώρο σε τοπική μπυραρία, και περίμενε ελάχιστο κόσμο.
Αντί γι’ αυτό, εμφανίστηκαν 37 άτομα. Μέσα σε έναν χρόνο, πάνω από εκατόν τριάντα μέλη συναντιούνται τακτικά, διαβάζοντας τα πάντα: από ρομαντικά και θρίλερ, μέχρι επιστημονική φαντασία ή ακόμη και παρτιτούρες. Η Sampson δεν προσφέρει συζητήσεις, μόνο χώρο — και αυτό φαίνεται αρκετό για να χτιστεί κοινότητα.
Μια κοινωνικότητα που δεν απαιτεί επιδόσεις
Η Ashley Mason, μέλος της ομάδας του Easton, λέει πως το μεγαλύτερο κέρδος είναι η απελευθέρωση από την υποχρέωση να διαβάζει πράγματα που δεν θέλει. Στους σιωπηλούς κύκλους δεν υπάρχουν κοινά αναγνώσματα, ούτε τεστ, ούτε συντονισμένες αναλύσεις — υπάρχει μόνο η αγάπη για το διάβασμα και μια κοινή επιθυμία να περάσουν όλοι μια ήρεμη ώρα μαζί. Είναι μια κοινωνικότητα που δεν απαιτεί επιδόσεις. Αυτό ακριβώς είναι που επιτρέπει στους πιο εσωστρεφείς ανθρώπους να συμμετέχουν χωρίς άγχος.
Η Lindsey Chastain, από την Οκλαχόμα, το περιγράφει ίσως καλύτερα: «Είμαστε άνθρωποι που δεν θέλουμε ιδιαίτερα να κοινωνικοποιηθούμε, αλλά θέλουμε να είμαστε κοινωνικοί». Για εκείνη, μητέρα τεσσάρων εφήβων, ιδιοκτήτρια επιχείρησης και διαχειρίστρια μιας μικρής φάρμας, οι συναντήσεις της Silent Book Club λειτουργούν σαν ψυχική ανάσα.
Μπήκε, όπως λέει, για τη σιωπή — αλλά πήρε και κάτι άλλο, ένα διάδρομο προς ένα είδος σύνδεσης που δεν απαιτεί εξήγηση. Μάλιστα, συνδέθηκε περισσότερο με τον 18χρονο γιο της, με τον οποίο παρευρέθηκαν δύο φορές μαζί, διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε ότι δεν ήταν απλώς μητέρα και γιος, αλλά συγχρόνως δύο «βιβλιοφιλικοί σύντροφοι».
Η μεγάλη δύναμη των σιωπηλών λεσχών είναι πως καταργούν τα εμπόδια που συχνά συνοδεύουν την ομαδική ανάγνωση: δεν έχει σημασία αν διαβάζεις για το ύφος ή απλώς για τη πλοκή· δεν έχει σημασία αν είσαι γρήγορος ή αργός αναγνώστης· δεν έχει σημασία καν αν θέλεις τελικά να μιλήσεις με κάποιον. Ο χώρος υπάρχει είτε για να χαθείς μέσα στο βιβλίο σου, είτε για να γνωρίσεις ανθρώπους που, όπως κι εσύ, θέλουν απλώς να υπάρχουν ήρεμα ανάμεσα σε άλλους.
Σε μια εποχή όπου το διάβασμα μοιάζει συχνά ανταγωνιστικό άθλημα στα social media — με λίστες βιβλίων, αριθμούς, προκλήσεις και ατελείωτα σχόλια — οι σιωπηλές λέσχες βιβλίου θυμίζουν κάτι πιο βαθύ: ότι η ανάγνωση ήταν πάντα μια πράξη προσωπική, αλλά ποτέ απαραίτητα μοναχική. Είναι η κοινότητα των ανθρώπων που δεν σηκώνουν θόρυβο, αλλά φτιάχνουν χώρο ο ένας για τον άλλο. Ένα ήσυχο δωμάτιο γεμάτο ανοιχτά βιβλία — και, για πρώτη φορά μετά από καιρό, ανοιχτό χρόνο.