Οι φόβοι για τους επικίνδυνους νεκρούς υπήρχαν στην ανθρώπινη σκέψη ήδη από την προϊστορία, όπως δείχνουν αρχαιολογικά ευρήματα με ταφές που φαίνεται να είχαν σκοπό να εμποδίσουν τους νεκρούς να σηκωθούν.
Το στερεότυπο του βρικόλακα συνδέεται συνήθως με τη μεσαιωνική Ευρώπη, τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ ή τις σύγχρονες επανερμηνείες της ποπ κουλτούρας.
Ωστόσο, η πραγματική καταγωγή της ιδέας του «ζωντανού νεκρού» είναι πολύ παλαιότερη.
Χιλιάδες χρόνια πριν από την γοτθική λογοτεχνία
Σύμφωνα με τον ιστορικό John Blair, συγγραφέα του Killing the Dead: Vampire Epidemics from Mesopotamia to The New World, οι πρώτες εκδοχές αυτού που σήμερα ονομάζουμε βρικόλακα ξεκινούν στις αρχαίες πόλεις της Μεσοποταμίας, χιλιάδες χρόνια πριν από την εμφάνιση της γοτθικής λογοτεχνίας.
Οι φόβοι για τους επικίνδυνους νεκρούς υπήρχαν στην ανθρώπινη σκέψη ήδη από την προϊστορία, όπως δείχνουν αρχαιολογικά ευρήματα με ταφές που φαίνεται να είχαν σκοπό να εμποδίσουν τους νεκρούς να σηκωθούν – σώματα δεμένα ή καρφωμένα κάτω από βαριές πέτρες.
Όμως μόνο με την εμφάνιση της γραφής, στη Μεσοποταμία των πρώτων πόλεων, βρίσκουμε καταγεγραμμένη μαρτυρία του φόβου για την επιστροφή των νεκρών.
Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., στη Νεοασσυριακή περίοδο, εμφανίζονται οι πρώτες σαφείς αναφορές σε κείμενα που περιγράφουν τι συμβαίνει όταν τα σώματα «σηκώνονται» και πώς οι ιερείς πρέπει να αποκαταστήσουν την τάξη.
Τα κείμενα αυτά δεν παρουσιάζουν τον βρικόλακα όπως τον γνωρίζουμε σήμερα· περιγράφουν όμως τη βασική του ουσία: έναν νεκρό του οποίου η ζωτική δύναμη δεν έχει διαλυθεί σωστά και επιστρέφει για να διαταράξει τον κόσμο των ζωντανών.
Στην αρχαία Μεσοποταμία, ένας «καλός» θάνατος –σε προχωρημένη ηλικία, με κατάλληλες τελετουργίες και απογόνους που θα τιμούν τη μνήμη– επέτρεπε στην ψυχή να ηρεμήσει.
Αντίθετα, ένας αιφνίδιος ή πρόωρος θάνατος άφηνε την ζωτική ενέργεια «παγιδευμένη» στο σώμα, μια κατάσταση που, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις, μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες επιστροφές. Το μοτίβο αυτό —η ανήσυχη ενέργεια ενός πρόωρου θανάτου— αποτελεί κεντρικό πυρήνα της βρικολακικής παράδοσης μέχρι σήμερα.
Η έμφυλη διάσταση των πρώτων φόβων
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έμφυλη διάσταση αυτών των πρώτων φόβων. Οι πιο επικίνδυνοι νεκροί, σύμφωνα με τον Blair, ήταν συχνά νέες γυναίκες, ηλικίας 15 έως 25 ετών. Οι κοινωνίες της εποχής θεωρούσαν ότι ο ρόλος μιας γυναίκας έπρεπε να εκπληρωθεί μέσω του γάμου και της τεκνοποίησης· ένας πρόωρος θάνατος πριν από αυτά τα κοινωνικά ορόσημα άφηνε «ανολοκλήρωτη» τη ζωή, άρα και επικίνδυνη ως πνευματική παρουσία.
Επιπλέον, σε πολλές παραδόσεις αποδιδόταν στις νέες γυναίκες ιδιαίτερη πνευματική δύναμη, η οποία λεγόταν ότι μειωνόταν με την ηλικία και περνούσε από γενιά σε γενιά. Αν πέθαιναν νέες, η δύναμη αυτή παρέμενε «εγκλωβισμένη» στο σώμα, αυξάνοντας την πιθανότητα να επιστρέψουν ως «επικίνδυνες νεκρές».
Αν και οι δαίμονες της Μεσοποταμίας, όπως η Λιλίτου και η Λαμαστού, δεν ήταν βρικόλακες με τη σύγχρονη έννοια, εντάσσονται στο ίδιο ψυχολογικό και μυθολογικό πλαίσιο. Ήταν πνεύματα που εμπλέκονταν σε ζητήματα γέννησης, παιδιών και θηλυκής δύναμης, συνδεδεμένα με την ιδέα του ανεκπλήρωτου και του ανολοκλήρωτου.
Η Λιλίτου παρουσιάζεται ως παιδοφάγος δαίμονας χωρίς δικά της παιδιά· η Λαμαστού, εξόριστη από τον ουρανό, θεωρείται απειλή για έγκυες γυναίκες. Αυτές οι μορφές, παρότι όχι «ζωντανοί νεκροί», τροφοδότησαν το συλλογικό φαντασιακό που τελικά δημιούργησε τις βρικολακικές φιγούρες σε μεταγενέστερους πολιτισμούς.
Η επιρροή της Μεσοποταμίας στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο ήταν τεράστια. Η θρησκεία, η μυθολογία και οι τελετουργικές πρακτικές της εξαπλώθηκαν μέσω εμπορίου, πολέμων και πολιτιστικών ανταλλαγών σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Οι ελληνικές λάμιες, τα θηλυκά πλάσματα που απειλούσαν παιδιά, μοιάζουν καθαρά μεσοποταμιανές στον πυρήνα τους.
Στην ελληνιστική περίοδο καταγράφονται ξόρκια ενάντια στους «επιστρέφοντες νεκρούς», ενώ ρωμαϊκοί συγγραφείς περιγράφουν περιπτώσεις σωμάτων που σηκώνονται για να ζητήσουν δικαιοσύνη. Ακόμα και πρώιμοι χριστιανοί θεολόγοι προειδοποιούν για τα πνευματικά προβλήματα που προκαλούν κακοί ή ατελείς ενταφιασμοί — μια απηχήση των μεσοποταμιακών αντιλήψεων.
Καθώς οι αιώνες περνούσαν, αυτές οι ιδέες προσαρμόζονταν στις ανάγκες των εκάστοτε κοινωνιών. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, οι νεκροί που επιστρέφουν ως «revenants» γεμίζουν χρονικά και θρύλους, ενώ στη νοτιοανατολική Ευρώπη η παράδοση των «βρυκολάκων» αποκτά πιο συγκεκριμένη μορφή, με αυστηρές τελετουργίες ενάντια στους ανήσυχους νεκρούς. Ο σύγχρονος βρικόλακας είναι προϊόν όλων αυτών των αλλαγών – ένα εξελισσόμενο μείγμα φόβου, θρησκείας και κοινωνικών ανησυχιών.
Το πιο αξιοσημείωτο, όπως υπογραμμίζει ο Blair, είναι ότι οι βρικόλακες δεν «εφευρέθηκαν» σε μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά αποτελούν φυσική προέκταση του ανθρώπινου φόβου για τον πρόωρο θάνατο και τη διακοπή του κοινωνικού ιστού.
Πολύ πριν η λογοτεχνία τους δώσει νυχτερινή αίγλη και αριστοκρατικό στιλ, οι ιερείς της Μεσοποταμίας κατέγραφαν οδηγίες για το τι πρέπει να γίνει όταν ένα σώμα δεν μένει ήσυχο. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο πρώτος βρικόλακας του κόσμου δεν ανήκει στη μυθοπλασία, αλλά στη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη να εξηγηθούν τα ανεξήγητα και να αντιμετωπιστούν οι φόβοι που γεννά ο θάνατος.