Γιατί ο Καζαντζάκης μοιάζει σήμερα, μέσα στο χάος της αβεβαιότητας, τόσο σύγχρονος; Μια απάντηση κρύβεται στην «Ασκητική» και στο περίφημο «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος».
Αν ζεις στον 21ο αιώνα και διαβάζεις Καζαντζάκη, δεν είσαι μόνος. Σε αγγλοσαξονικές αγορές επανεκδόσεις και νέες μεταφράσεις τον κρατούν διαρκώς «εν ενεργεία», οι σκηνές όπερας και θεάτρου ξαναδιαβάζουν τα μυθιστορήματά του, και στην Ελλάδα ένα ολόκληρο οικοσύστημα μνήμης (μουσεία, εκθέσεις, σχολικά αποσπάσματα) τροφοδοτεί νέες γενιές αναγνωστών.
Το ερώτημα είναι διπλό: γιατί «επιστρέφει» διεθνώς και τι λέει αυτό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Οι απαντήσεις προκύπτουν όσο κοιτάμε τα τεκμήρια - από εκδοτικές κινήσεις έως τεχνουργήματα πολιτιστικής διπλωματίας.
Ο Καζαντζάκης στη νέα διεθνή βιβλιογραφία
Στην καρδιά της «επιστροφής» βρίσκεται η γλώσσα. Το 2014 ο κορυφαίος «καζαντζακιστής» και μεταφραστής Peter Bien έδωσε στα αγγλικά νέο «Ζορμπά», απευθείας από το ελληνικό πρωτότυπο, σε έκδοση Simon & Schuster. Η ίδια η περίληψη του εκδότη είναι σαφής: νέο, πιστότερο ανέβασμα της φωνής του Καζαντζάκη· και η κριτική βιβλιογραφία εξηγεί τι αλλάζει: για δεκαετίες οι αγγλόφωνοι διάβαζαν μια απόδοση βασισμένη σε ενδιάμεση (γαλλική) μετάφραση, με περικοπές και εξομαλύνσεις. Η εισαγωγή του Bien στολίζει με στοιχεία αυτή τη διαπίστωση, προσφέροντας στους σημερινούς αναγνώστες έναν «απείραχτο» Ζορμπά - και άρα ένα νέο σημείο εκκίνησης.
Η επανακυκλοφορία δεν περιορίζεται στον Ζορμπά. Το 2012 εκδόθηκε εκ νέου σε ebook το «Αναφορά στον Γκρέκο» από τον ίδιο μεγάλο αμερικανικό εκδοτικό οίκο, κλείνοντας την αλυσίδα προσβασιμότητας σε ένα έργο-κλειδί για το πνευματικό «ποιόν» του Καζαντζάκη. Η αμερικανική σελίδα του τίτλου μιλά για «διαυγές και εντόνως φιλοσοφικό» αυτοβιογραφικό αφήγημα - μια πόρτα που ανοίγει σε αναγνώστες της ψηφιακής εποχής.
Η καζαντζακική ηθική της σύγκρουσης
Ταυτόχρονα, οι θεατρικές σκηνές επιβεβαιώνουν τη διαχρονικότητα: το 2023 το Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ παρουσίασε τη μεγάλη όπερα «The Greek Passion», βασισμένη στο μυθιστόρημα «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Το πρόγραμμα του φεστιβάλ το έλεγε καθαρά: η ιστορία ενός χωριού που «ξαναπαίζει» τα Πάθη, ακριβώς όπως στον Καζαντζάκη, μοιάζει τρομακτικά επίκαιρη μέσα στον σημερινό κόσμο των προσφυγικών ροών και των πολιτικών διχασμών. Αυτή η σύγχρονη σκηνική ανάγνωση δείχνει πως η καζαντζακική ηθική της σύγκρουσης (ανάμεσα στον τύπο και το πνεύμα, στην κοινότητα και τον «άλλον») μιλά στις αγωνίες του 21ου αιώνα.
Η «αναβάθμιση» του Καζαντζάκη στη διεθνή κυκλοφορία δεν είναι υπόθεση αίσθησης, αλλά διαδρομή τεκμηριωμένης μεταφραστικής ζωής. Το Nikos Kazantzakis Estate διατηρεί δημόσιο κατάλογο με πρόσφατες εκδόσεις και μεταφράσεις: νέο πορτογαλικό «Τελευταίος Πειρασμός» στη Βραζιλία (2015), αγγλόφωνο audiobook (2020), επανεκδόσεις από Faber & Faber στο Λονδίνο. Αυτά τα μικρά «στίγματα» σε χάρτες και ημερολόγια πωλήσεων αποτυπώνουν πραγματική ροή προς νέους αναγνώστες και νέα κανάλια.
Στη σφαίρα της επιστημονικής αποτίμησης, το ερευνητικό κέντρο Temporal Communities του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Βερολίνου καταγράφει πως τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη «κυριαρχούν» στη λίστα των πιο μεταφρασμένων έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό δεν είναι απλώς τιμή· είναι ένδειξη ενός «μακρόπνοου» αναγνωστικού ρεύματος που επιβιώνει των εποχών και των αισθητικών στροφών.
Γιατί όμως ο Καζαντζάκης μοιάζει σήμερα, μέσα στο χάος της αβεβαιότητας, τόσο σύγχρονος; Μια απάντηση κρύβεται στην «Ασκητική». Το περίφημο «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος» δεν είναι απλώς επιτύμβια φράση· ανήκει οργανικά στο κείμενο και διατυπώνεται εκεί ως κορύφωση μιας υπαρξιακής άσκησης ελευθερίας, όπως θυμίζει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Στον πυρήνα της φράσης - και της εποχής μας - βρίσκεται η προσπάθεια λύτρωσης από φόβους και προσδοκίες που εγκλωβίζουν.
Στην ίδια «Ασκητική» διαβάζουμε την εναρκτήρια πρόταση-μάντρα: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Η φράση διδάσκεται ακόμη και σήμερα μέσα από τον επίσημο σχολικό κόμβο ebooks.edu.gr - ένδειξη του πώς ο Καζαντζάκης λειτουργεί ως κλασικός-ζωντανός μέσα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει στους διεθνείς αναγνώστες ένα συμπαγές, σχεδόν «μινιμαλιστικό» υπαρξιακό λεξιλόγιο.

Η διεθνής του θέση έχει και άλλη τεκμηρίωση: ο Καζαντζάκης υπήρξε επανειλημμένα υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το ίδιο το αρχείο υποψηφιοτήτων της Σουηδικής Ακαδημίας καταγράφει προτάσεις στο όνομά του σε διαφορετικά έτη, όπως το 1947 και το 1955. Δεν χρειαζόμαστε τον θρύλο· αρκούν τα αρχεία για να δούμε ότι η φήμη του ήταν διεθνής ήδη από τότε - κι αυτό προσθέτει βάθος στη σημερινή του αναγνωστική άνθιση.
Η σύγκρουση με την ορθόδοξη και καθολική παράδοση
Και βέβαια υπάρχει η διάσταση της σύγκρουσης με την ορθόδοξη και καθολική παράδοση - κληρονομιά που σήμερα διαβάζεται αλλιώς. Όταν ο «Τελευταίος Πειρασμός» κυκλοφόρησε (1955), καταδικάστηκε από τις δύο μεγάλες Εκκλησίες· παρότι η εκστρατεία για την καθαυτήν «αφοριστική» πράξη απέτυχε, ο συγγραφέας δεν έτυχε των συνηθισμένων εκκλησιαστικών τελετών στην κηδεία του, και ο τάφος του βρίσκεται στα τείχη του Ηρακλείου. Τα στοιχεία - και οι παραπομπές - υπάρχουν: δεν μιλάμε για δευτερογενείς θρύλους, αλλά για καταγεγραμμένα περιστατικά που εξηγούν γιατί ο Καζαντζάκης συχνά «επιστρέφει» σε εποχές νέων πολιτισμικών πολώσεων.
Όλα αυτά συνομιλούν με μια εξωστρέφεια «χαμηλής έντασης» αλλά υψηλής διάρκειας. Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά Ηρακλείου παρουσιάζει πενήντα χιλιάδες τεκμήρια και μια μόνιμη έκθεση με περίπου 650 εκθέματα, και μάλιστα διαθέτει ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του σε έντεκα γλώσσες. Είναι μια υποδομή μνήμης που δεν απευθύνεται μόνο στους ντόπιους· είναι πολιτιστική πύλη για ταξιδιώτες και ερευνητές - ακριβώς όπως ο ίδιος ο συγγραφέας θα ήθελε.
Υπάρχει όμως και η «πολιτική» πλευρά της παγκόσμιας κυκλοφορίας: λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καζαντζάκης εργάστηκε στην UNESCO σε θέση που σχετιζόταν με το πρόγραμμα μεταφράσεων - μια βιογραφική λεπτομέρεια που ενώνει το έργο με την ιδέα της διαγλώσσιας κυκλοφορίας των κειμένων. Η σχετική βιβλιογραφία (π.χ. μελέτες στον χώρο των Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών) το καταγράφει σε επίπεδο τεκμηρίου. Για τον 21ο αιώνα αυτό έχει νέο νόημα: η εξωστρέφεια δεν είναι «εξαγωγή τουρισμού», αλλά στρατηγική δικτύωση κειμένων και ιδεών.

Ο νέος Ζορμπάς σπάει τα στερεότυπα
Στο διεθνές επίπεδο, ο ανανεωμένος «Ζορμπάς» βοηθά να σπάσει και ένα στερεότυπο: ο Καζαντζάκης δεν είναι μόνο «Ζορμπαΐλα» και συρτάκι, αλλά ένας σύγχρονος ανατόμος της ελευθερίας και της ευθύνης - και αυτό το δείχνουν οι νέες αγγλικές εκδόσεις που αφήνουν πίσω τους τις παλιότερες, ηπιότερες εκδοχές. Η αγγλόφωνη κριτική σημειώνει ρητά ότι η καινούργια μετάφραση αποκαθιστά την ενέργεια και την «τραχύτητα» της γλώσσας του. Στο σήμερα, όπου η αυθεντικότητα έχει γίνει ζητούμενο, αυτή η «επιστροφή στην πηγή» λειτουργεί ως όχημα επανανακάλυψης.
Άλλη μια γέφυρα με το παρόν χτίζεται από τις σκηνικές αναβιώσεις· όταν ένα έργο με πυρήνα την ευθύνη απέναντι στον «ξένο» ανεβαίνει στο Ζάλτσμπουργκ, συνομιλεί ευθέως με το ευρωπαϊκό δημόσιο αίσθημα. Σε έναν ορίζοντα που γεμίζει από προσφυγικές κρίσεις, θρησκευτικές εντάσεις και διαμάχες για την «ιερότητα» των συμβόλων, ο Καζαντζάκης δεν εκπέμπει νοσταλγία, αλλά πολιτικό ήθος. Κι εδώ η Ελλάδα έχει κάτι να κερδίσει: να προτείνει το σύγχρονο λογοτεχνικό της πρόσωπο, πέρα από γραφικές καρτ-ποστάλ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Πρακτικά, τρία πράγματα. Πρώτον, πολιτιστική πολιτική με επίκεντρο τις μεταφράσεις: αν ο Καζαντζάκης απέδειξε ο ίδιος (και βιογραφικά και εκδοτικά) ότι η γλώσσα είναι γέφυρα, το ελληνικό κράτος και τα ιδρύματα οφείλουν να επενδύσουν ακόμη πιο στοχευμένα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εκτός συνόρων, με συνέργειες ανάμεσα σε πανεπιστήμια, φεστιβάλ και εκδότες.
Δεύτερον, ουσιαστική μουσειακή πολιτική: ένα μουσείο που «μιλά» σε έντεκα γλώσσες είναι πρότυπο για το πώς μπορείς να κάνεις τον πολιτισμό σου διεθνώς προσβάσιμο, χωρίς να τον αλλοιώνεις. Τρίτον, κρίσιμη παιδεία: όταν η «Ασκητική» παραμένει στο σχολικό corpus του υπουργείου Παιδείας, δεν διασώζεται απλώς ένα κείμενο, αλλά εθίζεται ο αναγνώστης σε μια γλώσσα που του επιτρέπει να αρθρώσει την αγωνία του κόσμου.