Στην ΕΣΣΔ των δεκαετιών του 1960 και του 1970 έγινε πολύ κοινή η χρήση ακτινογραφικών φιλμ για την αποτύπωση ηχογραφήσεων: κάπως έτσι γεννήθηκε η λεγόμενη «μουσική των οστών».
Όταν η Western Electric εφηύρε την ηλεκτρική ηχογράφηση πριν από 100 χρόνια μεταμόρφωσε εντελώς τη σχέση του κοινού με τη μουσική.
Πριν από αυτό, η ηχογράφηση γινόταν μηχανικά, χαράζοντας ηχητικά κύματα πάνω σε ρολό χαρτί ή κύλινδρο. Αυτές οι ηχογραφήσεις είχαν χαμηλή πιστότητα και κατέγραφαν μόνο ένα μικρό τμήμα του ακουστικού φάσματος.
Χρησιμοποιώντας ηλεκτρικά μικρόφωνα, ενισχυτές και ηλεκτρομηχανικούς καταγραφείς, οι δισκογραφικές εταιρείες έκτοτε μπορούσαν να καταγράψουν ένα πολύ ευρύτερο φάσμα ηχητικών συχνοτήτων, με πολύ υψηλότερη πιστότητα. Για πρώτη φορά, ο ηχογραφημένος ήχος έμοιαζε πολύ με αυτόν που άκουγε ο ακροατής σε μια ζωντανή παράσταση. Τα επόμενα χρόνια, οι πωλήσεις βινυλίων και πικάπ γνώρισαν μεγάλη άνθηση.
Η τεχνολογία επέτρεψε επίσης σε ορισμένους λάτρεις της μουσικής να κάνουν ηχογραφήσεις με εκπληκτικούς και καινοτόμους τρόπους.
Κάπως έτσιμ στην ΕΣΣΔ έγινε πολύ κοινή η χρήση ακτινογραφικών φιλμ για ηχογραφήσεις - αυτό που ήταν γνωστό ως «μουσική των οστών» [bone music].
Αυτή η μάλλον παράξενη, αυτοσχέδια τεχνολογία έγινε ένας τρόπος για να παρακάμψουν τη λογοκρισία στη Σοβιετική Ένωση και, μάλιστα, έπαιξε έμμεσο ρόλο μέχρι και στη διάλυσή της.
Παρακάμπτοντας το καθεστώς λογοκρισίας της ΕΣΣΔ
Στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η σοβιετική λογοκρισία εντάθηκε σε μια προσπάθεια να καταστείλει τη δυτική κουλτούρα που θεωρούσε απειλητική ή παρακμιακή.
Πολλά βιβλία και ποιήματα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν μόνο μέσω του «samizdat», ενός συνθετικού όρου που προέρχεται από τις ρωσικές λέξεις «self» (εαυτός) και «publishing» (έκδοση) και που αφορούσε τη χρήση φωτοτυπικών μηχανών για την αναπαραγωγή απαγορευμένων κειμένων.
Οι τιμωρίες που επιβάλλονταν στους Σοβιετικούς καλλιτέχνες και πολίτες για την παραγωγή ή τη διάδοση λογοκριμένων υλικών περιλάμβαναν την απώλεια της εργασίας, τη φυλάκιση σε γκουλάγκ και ακόμη και την εκτέλεση.
«Ρεντγκενιζντάτ»
Το... φωνογραφικό ανάλογο του σαμιζντάτ αναφερόταν συχνά ως «ρεντγκενιζντάτ» [Roentgenizdat], που προήλθε από το όνομα του Βίλχελμ Ρέντγκεν, του Γερμανού επιστήμονα που έλαβε το πρώτο Νόμπελ Φυσικής το 1901 για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ.
Το έργο του Roentgen έφερε επανάσταση στην ιατρική, καθιστώντας δυνατή την παρατήρηση του εσωτερικού του ανθρώπινου σώματος χωρίς να το ανοίξουν και επιτρέποντας στους γιατρούς να διαγνώσουν πιο εύκολα και με μεγαλύτερη ακρίβεια κατάγματα του σκελετού και ασθένειες όπως η πνευμονία.
Σήμερα, οι ακτίνες Χ παράγονται και αποθηκεύονται ψηφιακά. Ωστόσο, για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, αποτυπώνονταν και αυτές πάνω σε φωτογραφικό φιλμ.

Επειδή οι εκτεθειμένες ακτινογραφίες δεν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, τα νοσοκομεία συχνά τις ανακύκλωναν για να ανακτήσουν το ασήμι που περιείχαν.
Δημιουργία μουσικής με βάση την ιατρική
Στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1950, μερικοί έξυπνοι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι η ακτινογραφική αυτή μεμβράνη ήταν αρκετά μαλακή ώστε να χαραχθεί με έναν ηλεκτρομηχανικό τόρνο ή συσκευή ηχογράφησης.
Για να φτιάξουν έναν «οστικό δίσκο» χρησιμοποιούσαν έναν διαβήτη για να σχεδιάσουν έναν κύκλο σε μια εκτεθειμένη ακτινογραφική μεμβράνη που μπορεί να έφερε την εικόνα του κρανίου, της σπονδυλικής στήλης ή των χεριών ενός ασθενούς. Στη συνέχεια, χρησιμοποιούσαν ένα ψαλίδι για να κόψουν τον κύκλο και, μετά, έκαναν μια μικρή τρύπα στη μέση, ώστε να χωράει σε ένα συμβατικό πικάπ.

Στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν μια συσκευή εγγραφής για να εγγράψουν ζωντανό ήχο ή, πιο συχνά, έναν δυτικό, πειρατικό δίσκο πάνω στην ακτινογραφία. Τέτοιες συσκευές δεν ήταν ευρέως διαθέσιμες, πράγμα που σημαίνει ότι μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός ανθρώπων μπορούσε να παράγει τέτοιες ηχογραφήσεις.
Οι λογοκριτές παρακολουθούσαν στενά τις δισκογραφικές εταιρείες. Ωστόσο, όποιος μπορούσε να προμηθευτεί μια συσκευή εγγραφής μπορούσε να ηχογραφήσει μουσική πάνω σε ακτινογραφικό φιλμ, τα οποία μπορούσαν να αποκτηθούν μετά την απόρριψή τους από τα νοσοκομεία ή να αγοραστούν σε σχετικά χαμηλή τιμή [και σε καθεστώς... μαύρης αγοράς] από υπαλλήλους των νοσοκομείων.
Σε σύγκριση με τους επαγγελματικά παραγόμενους δίσκους βινυλίου, η ποιότητα του ήχου ήταν κακή, με ηχογραφήσεις που αλλοιώνονταν από ξένους θορύβους, όπως σφυρίγματα και κροτάλισμα. Επίσης, οι δίσκοι αυτοί μπορούσαν να αναπαραχθούν μόνο για περιορισμένο αριθμό φορών πριν φθαρούν εντελώς οι αυλακώσεις.
Παρ' όλα αυτά, αυτές οι εξαιρετικά ευρηματικές ηχογραφήσεις διαμοιράζονταν, αγοράζονταν και πωλούνταν εξ ολοκλήρου εκτός των επίσημων σοβιετικών καναλιών μουσικής μέχρι τη δεκαετία του 1960 και του 1970.

Ένα παράθυρο σε μια άλλη ζωή
Μεταξύ των πιο δημοφιλών καλλιτεχνών της bone music ήταν η Ella Fitzgerald, οι Beatles και ο Elvis Presley, των οποίων οι ηχογραφήσεις στα αυτιά πολλών Σοβιετικών πολιτών αντιπροσώπευαν την ελευθερία και την αυτοέκφραση.
Στο βιβλίο του «Bone Music», ο ιστορικός Stephen Coates περιγράφει πώς οι σοβιετικές αρχές θεωρούσαν καλλιτέχνες όπως οι Beatles ως «τοξικούς», επειδή φαινόταν να προωθούν ένα είδος αμοραλιστικού ηδονισμού και αποσπούσαν την προσοχή των πολιτών από τις προτεραιότητες του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Εγγενώς ανατρεπτική
Η «μουσική των οστών» ήταν... εγγενώς ανατρεπτική.
Από τη μια, ήταν παράνομη. Από την άλλη, η ίδια η μουσική υπονοούσε ότι είναι δυνατή μια διαφορετική ζωή, πέρα από τους περιορισμούς των κομμουνιστικών αξιωματούχων.
Πώς θα μπορούσε ένα πολιτικό σύστημα που απαγόρευε την όμορφη μουσική, αναρωτιούνταν πολλοί, να αξίζει την υποταγή των πολιτών του;
Η ικανότητα των πολιτών να παρακάμπτουν τη λογοκρισία και να διαδίδουν τη δυτική σκέψη, είτε μέσω βιβλίων είτε μέσω της «μουσικής των οστών», συνέβαλε στην υπονόμευση της νομιμότητας της σοβιετικής κυβέρνησης.
Ένας ακροατής της σοβιετικής εποχής με τον οποίο μίλησε ο Coates πολύ μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ περιέγραψε τη χαρά του να ακούει αυτές τις παράνομες ηχογραφήσεις:
«Το ροκ εν ρολ μού έδειξε έναν νέο κόσμο, έναν κόσμο μουσικής, λέξεων και συναισθημάτων, ζωής, ενός διαφορετικού τρόπου ζωής. Γι' αυτό, όταν πήρα τους πρώτους μου δίσκους, έγινα ευτυχισμένος άνθρωπος. Ένιωσα σαν να είχα αλλάξει, σαν να είχα ξαναγεννηθεί».