Από τον Κρίστοφερ Σαραντονίδη στη Σούζαν Σαράντον: Ένας ελληνικός έρωτας που γέννησε δύο μεγάλες καριέρες - iefimerida.gr

Από τον Κρίστοφερ Σαραντονίδη στη Σούζαν Σαράντον: Ένας ελληνικός έρωτας που γέννησε δύο μεγάλες καριέρες

Κρις Σαράντον και Σούζαν Σαράντον στα μέσα της δεκαετίας του '70 / GETTY
Κρις Σαράντον και Σούζαν Σαράντον στα μέσα της δεκαετίας του '70 / GETTY

Ο Κρίστοφερ Σαραντονίδης, γεννημένος το 1942 σε μια μικρή πόλη ανθρακωρύχων της Δυτικής Βιρτζίνια, είναι σήμερα κάτι πολύ πιο απλό: ένας ηθοποιός που γνώρισε δόξα, ήττες, απώλειες και λύτρωση.

Ο Κρις Σαράντον είναι από εκείνους τους ηθοποιούς που δεν χρειάστηκε ποτέ να επινοήσουν έναν μύθο γύρω από τον εαυτό τους· η ζωή τους, με τις διακυμάνσεις και τις αντιφάσεις της, τον έπλασε από μόνη της. Στα 83 του χρόνια, ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός ηθοποιός ζει ήρεμα στο Κονέκτικατ, φροντίζοντας τον κήπο του και ηχογραφώντας επεισόδια του podcast του Cooking by Heart, όπου συνομιλεί με καλλιτέχνες και φίλους για τη ζωή μέσα από τη μνήμη του ελληνικού φαγητού.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Είναι γαλήνιος, ευγνώμων, και όπως λέει ο ίδιος μιλώντας προ ημερών στον Guardian, δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο. Ο άνθρωπος που υπήρξε το πρόσωπο του πρίγκιπα Χάμπερντινκ στην Princess Bride, του βαμπίρ στο Fright Night και η φωνή του Τζακ Σκέλινγκτον στον εφιάλτη των Χριστουγέννων του Τιμ Μπάρτον, είναι σήμερα κάτι πολύ πιο απλό: ένας ηθοποιός που γνώρισε δόξα, ήττες, απώλειες και λύτρωση.

Η διπλή φύση του Σαράντον

Ο Κρίστοφερ Σαραντονίδης, γεννημένος το 1942 σε μια μικρή πόλη ανθρακωρύχων της Δυτικής Βιρτζίνια, παιδί μεταναστών από την Ελλάδα, μεγάλωσε μέσα σε ένα σπιτικό όπου μύριζε λιωμένο βούτυρο και τηγανητές πατάτες από το οικογενειακό εστιατόριο, ενώ οι γονείς του μιλούσαν μόνο ελληνικά. Ο πατέρας του, που είχε φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς τίποτα, έφυγε τελικά πίσω για την Ελλάδα, αφήνοντας τη μητέρα του να δουλεύει στο Λος Άντζελες, ακόμη και ως νταντά της Νάταλι Γουντ και του Ρόμπερτ Βάγκνερ. Ίσως εκεί, σ’ αυτή τη μεταιχμιακή παιδική εμπειρία ανάμεσα στη σκληρότητα και στο όνειρο, να ρίζωσε η διπλή φύση του Σαράντον: το γήινο και το θεατρικό, το ρεαλιστικό και το φανταστικό.

Η υποκριτική δεν ήταν το παιδικό του όνειρο

Η υποκριτική δεν ήταν το παιδικό του όνειρο. Ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο τον έπεισε να δοκιμάσει την τύχη του στη σκηνή, κι εκείνος, με δισταγμό, μπήκε σ’ έναν κόσμο που τελικά τον απορρόφησε ολοκληρωτικά. Σπούδασε στο Catholic University της Ουάσιγκτον, όπου γνώρισε και την πρώτη του σύζυγο, τη Σούζαν Τομαλίν, φοιτήτρια ακόμη, που αργότερα θα γινόταν η διάσημη Σούζαν Σαράντον - κρατώντας το επώνυμο του πρώην συζύγου της.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Παντρεύτηκαν το 1967, νέοι και γεμάτοι προσδοκίες για έναν κόσμο που τους φαινόταν απέραντος. Εκείνος 25, εκείνη μόλις 20. Δούλεψαν μαζί στα πρώτα τους χρόνια, μοιράστηκαν σκηνές, τραγούδια, ρόλους, αλλά τελικά οι δρόμοι τους χώρισαν ειρηνικά λίγο πριν εκείνος γίνει γνωστός. «Είχαμε παράλογες προσδοκίες για το τι θα μπορούσε να είναι η ζωή», θα πει αργότερα ο Κρις.

Το 1975, στα τριάντα δύο του, ήρθε το Dog Day Afternoon. Ο ρόλος του Λέον Σέρμερ, του τραγικού εραστή του χαρακτήρα του Αλ Πατσίνο, έμελλε να τον σημαδέψει. Η ταινία του Σίντνεϊ Λιούμετ, βασισμένη σε αληθινή ιστορία, αφηγούνταν μια ληστεία τράπεζας που εξελίχθηκε σε πολιορκία, και ο Σαράντον ενσάρκωσε έναν ήρωα που, για πρώτη φορά στο αμερικανικό σινεμά, έδινε ανθρώπινη διάσταση σε μια queer ύπαρξη χωρίς ειρωνεία ή υπερβολή.

Δεν έπαιζε έναν «γκέι χαρακτήρα», έπαιζε έναν άνθρωπο πληγωμένο, γεμάτο αγάπη, φόβο και σύγχυση. Για να προσεγγίσει τον ρόλο, κάλεσε στο σπίτι του τέσσερις drag queens για φαγητό. Τους μαγείρεψε μακαρόνια και, όπως θυμάται, «καθίσαμε στο πάτωμα, με τα πιάτα μας, και μου μιλούσαν για τη ζωή τους». Από εκείνη τη βραδιά κράτησε κάτι βαθύ: την αναγνώριση της ευαλωτότητας, της ψυχικής και σωματικής μετάβασης. «Ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι το φύλο, η ταυτότητα, δεν είναι ρόλος, αλλά πόνος και ανάγκη.»

Σπούδασε στο Catholic University της Ουάσιγκτον, όπου γνώρισε και την πρώτη του σύζυγο, τη Σούζαν Τομαλίν, φοιτήτρια ακόμη, που αργότερα θα γινόταν η διάσημη Σούζαν Σαράντον / FACEBOOK
Σπούδασε στο Catholic University της Ουάσιγκτον, όπου γνώρισε και την πρώτη του σύζυγο, τη Σούζαν Τομαλίν, φοιτήτρια ακόμη, που αργότερα θα γινόταν η διάσημη Σούζαν Σαράντον / FACEBOOK
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Κακές επιλογές και ένα δεύτερο κύμα δόξας

Η ερμηνεία του του χάρισε υποψηφιότητα για Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου και τον έκανε πρόσωπο μιας νέας ευαισθησίας στο αμερικανικό σινεμά. Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος μετά δεν ήταν εύκολος. Η επιτυχία δεν συνοδεύτηκε από σταθερότητα.

Έπαιξε στον Lipstick (1976) υποδυόμενος έναν βιαστή, μια επιλογή που ο ίδιος σήμερα θεωρεί λανθασμένη, και λίγο μετά βρέθηκε στα χέρια του Μάικλ Γουίνερ για το The Sentinel, μια εμπειρία που τον σημάδεψε αρνητικά. «Ήταν κακός άνθρωπος, σχεδόν μοχθηρός», θυμάται. «Ήθελα να τα παρατήσω.» Αυτή η περίοδος τον έφερε στα πρόθυρα της απογοήτευσης.

Κι όμως, η δεκαετία του ’80 του χάρισε ένα δεύτερο κύμα δόξας, αυτή τη φορά μέσα από τον κινηματογραφικό τρόμο και τη φαντασία. Το Fright Night (1985) τον καθιέρωσε ως το απόλυτο αρχετυπικό βαμπίρ των 80s - γοητευτικό, ειρωνικό, μελαγχολικό. Δεν ήταν ένα τέρας· ήταν η σκοτεινή επιθυμία, το απαγορευμένο βλέμμα της εφηβείας.

Δύο χρόνια αργότερα, το Princess Bride τον έκανε πρίγκιπα της ειρωνείας, τον πιο ευγενικά μοχθηρό κακοποιό που γέννησε το χολιγουντιανό παραμύθι. Ήταν μια ταινία που, όπως θα πει αργότερα, «συνδύαζε τον κυνισμό και τη ρομαντική ψευδαίσθηση με έναν τρόπο που δεν προσβάλλει κανέναν». Εκεί γνώρισε τον Αντρέ τον Γίγαντα, που τρόμαξε τις μικρές του κόρες, και τον Ρομπ Ράινερ, που έστηνε μπάρμπεκιου στα διαλείμματα των γυρισμάτων.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η υποκριτική δεν ήταν το παιδικό του όνειρο. Ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο τον έπεισε να δοκιμάσει την τύχη του στη σκηνή, κι εκείνος, με δισταγμό, μπήκε σ’ έναν κόσμο που τελικά τον απορρόφησε ολοκληρωτικά / GETTY
Η υποκριτική δεν ήταν το παιδικό του όνειρο. Ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο τον έπεισε να δοκιμάσει την τύχη του στη σκηνή, κι εκείνος, με δισταγμό, μπήκε σ’ έναν κόσμο που τελικά τον απορρόφησε ολοκληρωτικά / GETTY

«Το τρίτο μου ξεκίνημα στη ζωή»

Το 1989 ήρθε το Child’s Play, και ο Σαράντον έγινε πάλι ένα πρόσωπο του cult σινεμά - ο αστυνομικός που κυνηγά τη διαβολική κούκλα Τσάκι. Λίγα χρόνια μετά, ο Τιμ Μπάρτον τον κάλεσε να δανείσει τη φωνή του στον Τζακ Σκέλινγκτον, στο The Nightmare Before Christmas. Μπορεί να μην εμφανιζόταν πια μπροστά στην κάμερα, αλλά η φωνή του έμεινε για πάντα συνδεδεμένη με μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της αμερικανικής φαντασίας.

Όμως πίσω από τη λαμπερή επιφάνεια, ο Σαράντον βίωσε τη σκληρή όψη της ζωής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, επένδυσε τα χρήματά του σε μια φαινομενικά σταθερή επενδυτική συμφωνία σε ακίνητα του Μανχάταν. Ο συνεργάτης του αποδείχθηκε απατεώνας. «Έχασα τα πάντα», θα πει χρόνια αργότερα. «Όλα όσα είχα μαζέψει για τα γεράματά μου, εξαφανίστηκαν.»

Εκείνη την εποχή, ο δεύτερος γάμος του, με τη Λίσα Αν Κούπερ, κατέρρεε. Ο Σαράντον βρέθηκε μόνος, χωρίς λεφτά, χωρίς σταθερή δουλειά, και με την καριέρα του να βυθίζεται. Τότε ήρθε ο τραγικός επίλογος: το μιούζικαλ Nick & Nora στο Μπρόντγουεϊ, εμπνευσμένο από το The Thin Man. Ήταν φιάσκο· κατέβηκε μετά από μόλις εννέα παραστάσεις. Αλλά εκεί γνώρισε τη γυναίκα που θα γινόταν η σύντροφος της ζωής του, την Τζοάνα Γκλίσον. «Ήμασταν και οι δύο απένταροι, και αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από την αρχή», λέει. «Αυτό ήταν το τρίτο μου ξεκίνημα στη ζωή.»

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Παντρεύτηκαν το 1967, νέοι και γεμάτοι προσδοκίες για έναν κόσμο που τους φαινόταν απέραντος. Εκείνος 25, εκείνη μόλις 20. Δούλεψαν μαζί στα πρώτα τους χρόνια, μοιράστηκαν σκηνές, τραγούδια, ρόλους / GETTY
Παντρεύτηκαν το 1967, νέοι και γεμάτοι προσδοκίες για έναν κόσμο που τους φαινόταν απέραντος. Εκείνος 25, εκείνη μόλις 20. Δούλεψαν μαζί στα πρώτα τους χρόνια, μοιράστηκαν σκηνές, τραγούδια, ρόλους / GETTY

Ένα Podcast που τον ανέστησε

Η Γκλίσον στάθηκε στο πλευρό του καθώς ξανάχτιζε τη ζωή του. Μετακόμισαν στο Λος Άντζελες, δούλεψαν σε σειρές και παραστάσεις, έζησαν ήσυχα, χωρίς επιδείξεις. Εκείνος δεν κυνηγούσε πια τη φήμη· κυνηγούσε την ηρεμία. «Δεν είχα ποτέ την ανάγκη να γίνω διάσημος. Ήθελα απλώς να κάνω τη δουλειά μου καλά και να ζω από αυτήν», λέει σήμερα.

Η πανδημία τού έδωσε την αφορμή για ένα νέο ξεκίνημα, πιο προσωπικό. Δημιούργησε το Cooking by Heart, ένα podcast όπου φιλοξενεί καλλιτέχνες, συγγραφείς και σεφ για να μιλήσουν για το φαγητό και τις αναμνήσεις που το συνοδεύουν. Ανάμεσα στους καλεσμένους του ήταν η Στόκαρντ Τσάνινγκ, η Ροζάνα Αρκέτ, ο Μπραντ Ντουρίφ και - σε μια αναπάντεχη επιστροφή του παρελθόντος - η Σούζαν Σαράντον.

Εκείνη τού έστειλε μήνυμα στο Instagram: «Το podcast σου φαίνεται υπέροχο. Ας το κάνουμε.» Συναντήθηκαν έπειτα από δεκαετίες και κατέγραψαν μια δημόσια συζήτηση που έμοιαζε περισσότερο με συμφιλίωση. Η Σούζαν είπε ότι εκείνος «της έσωσε τη ζωή με την καλοσύνη του». Εκείνος συγκινήθηκε. «Βρισκόμαστε πια στο τελευταίο τέταρτο της ζωής μας», είπε. «Και είναι όμορφο που ξαναβρήκαμε τη φιλία μας.»

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Κρις Σαράντον δεν δηλώνει πια ηθοποιός. Δηλώνει «κηπουρός και podcaster» / WIKIPEDIA
Ο Κρις Σαράντον δεν δηλώνει πια ηθοποιός. Δηλώνει «κηπουρός και podcaster» / WIKIPEDIA

«Είμαι ένας τυχερός άνθρωπος»

Ο Κρις Σαράντον δεν δηλώνει πια ηθοποιός. Δηλώνει «κηπουρός και podcaster». Όμως μέσα του παραμένει ένας άνθρωπος που έζησε με το πάθος της υποκριτικής, με τη βεβαιότητα πως οι ρόλοι είναι απλώς προσωπεία πάνω σ’ ένα πρόσωπο που μαθαίνει να επιβιώνει. Ήταν ο άνδρας που υποδύθηκε τη γυναίκα, ο κακός που δεν ήταν κακός, ο ρομαντικός που δεν πίστεψε στο παραμύθι. Έχασε τα πάντα και ξαναέστησε τη ζωή του με τη σεμνότητα εκείνων που έμαθαν πως η ευτυχία δεν είναι υπόθεση επιτυχιών αλλά απλής παρουσίας.

«Είμαι ένας τυχερός άνθρωπος», λέει στο τέλος της συνέντευξής του. «Δεν έχω πια τη φωτιά που είχα όταν ξεκινούσα, αλλά δεν μου λείπει. Κάποτε ήθελα καριέρα· τώρα θέλω απλώς να ποτίζω τον κήπο μου και να μιλάω με ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή.» Στο ράφι πίσω του, πάνω από φωτογραφίες και μικρά φανατικά αναμνηστικά, δεσπόζει μια αυτοσχέδια μινιατούρα που του χάρισε ένας θαυμαστής - φτιαγμένη με τα χέρια, με μικρές αφίσες από όλες τις ταινίες του. «Την έβαλα εκεί», λέει χαμογελώντας, «για να θυμάμαι ότι όλα αυτά κάποτε μου συνέβησαν στ’ αλήθεια.»

Έτσι μένει στη μνήμη: ως ένας ηθοποιός με βαθιά ανθρωπιά, που δεν φοβήθηκε να κοιτάξει το σκοτάδι ούτε να γελάσει με τον εαυτό του. Ο Έλληνας γιος ανθρακωρύχου που περπάτησε στο Χόλιγουντ, αγάπησε, πικράθηκε, σώπασε και στο τέλος βρήκε τη δική του ειρήνη, ανάμεσα στα φυτά του κήπου του και στις ιστορίες που ψιθυρίζουν οι γεύσεις της ζωής.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ