Ο νέος δήμαρχος που ανέλαβε το 2017, κήρυξε έναν «πόλεμο για τη σωτηρία της Ντουμπρόβνικ». Η στρατηγική του δεν ήταν επικοινωνιακή, αλλά ριζοσπαστική.
Η πόλη Ντουμπρόβνικ υπήρξε για χρόνια η «Ντίσνεϊλαντ των Βαλκανίων» - ένα μεσαιωνικό σκηνικό που κατακλύστηκε από selfie sticks, τροχόσπιτα και ουρές τουριστών που περπατούσαν μέσα στα στενά σοκάκια της σαν σε θεματικό πάρκο.
Από τότε που η πόλη έγινε το κινηματογραφικό Κινγκς Λάντινγκ του Game of Thrones, η παλιά πόλη της, κλεισμένη μέσα στα τείχη της, μετατράπηκε σε έναν τόπο τόσο υπερκορεσμένο, που οι ντόπιοι έβλεπαν τα σπίτια τους να αδειάζουν και τη ζωή να χάνεται πίσω από βιτρίνες σουβενίρ.
Ο δήμαρχος που αποφάσισε να κάνει το αδιανόητο
Οι επισκέπτες ξεπερνούσαν τους κατοίκους με αναλογία 27 προς 1. Κάποτε τη φώναζαν «το Μαργαριτάρι της Αδριατικής». Kατόπιν, πολλοί τη θεωρούσαν ως μια πεθαμένη πόλη - μια καρτ ποστάλ που ζούσε αποκλειστικά από τη φήμη της, βυθισμένη στον άκρατο υπερτουρισμό. Το 2016 η UNESCO προειδοποίησε ότι, αν η κατάσταση δεν άλλαζε, θα απέσυρε την πόλη από τη λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Και τότε εμφανίστηκε ο Μάτο Φράνκοβιτς, ο δήμαρχος που αποφάσισε να κάνει το αδιανόητο: να τα βάλει με τον τουρισμό.
«Ο μαζικός τουρισμός δεν είναι νίκη»
Ο Φράνκοβιτς, που ανέλαβε το 2017, κήρυξε έναν «πόλεμο για τη σωτηρία της Ντουμπρόβνικ». Η στρατηγική του δεν ήταν επικοινωνιακή, αλλά ριζοσπαστική. Έβαλε όρια στον αριθμό των επισκεπτών, απέρριψε τα εύκολα χρήματα των κρουαζιερόπλοιων, επέβαλε κανονισμούς ακόμη και για τους ήχους των τροχοφόρων βαλιτσών. «Ο μαζικός τουρισμός δεν είναι νίκη», είπε. «Στην αρχή νομίζεις ότι κερδίζεις, αλλά στο τέλος χάνεις. Χάνεις την ποιότητα των υπηρεσιών, αλλά και την ποιότητα ζωής».
Μέσα σε λίγα χρόνια, η πόλη που είχε φτάσει να δέχεται οκτώ κρουαζιερόπλοια την ημέρα επέβαλε ανώτατο όριο δύο. Και όχι μόνο αυτό: κάθε πλοίο υποχρεούται να μείνει τουλάχιστον οκτώ ώρες στο λιμάνι, ώστε οι επιβάτες να κινηθούν με ρυθμό και όχι σαν εισβολείς που περνούν για φωτογραφίες. Στην εποχή όπου οι περισσότερες πόλεις μετρούν τουρίστες με χαρά, η Ντουμπρόβνικ έβαλε φρένο.
Για να πετύχει αυτό, η δημοτική αρχή χρησιμοποίησε την τεχνολογία με πρωτοφανή ακρίβεια. Μετά την πανδημία, κάμερες ασφαλείας εγκαταστάθηκαν σε κομβικά σημεία, ώστε να ελέγχουν τον αριθμό των ανθρώπων που μπαίνουν στα τείχη. Το «Dubrovnik Pass» - ένα ενιαίο ηλεκτρονικό εισιτήριο που δίνει πρόσβαση στα μουσεία και στα τείχη - λειτουργεί και ως μηχανισμός συλλογής δεδομένων, προσφέροντας στο δήμο ακριβή εικόνα της ροής των επισκεπτών.
Ανώτατο όριο ανθρώπων
Με βάση αυτά τα δεδομένα, καθορίστηκε το ανώτατο όριο των 11.200 ανθρώπων εντός των τειχών ανά πάσα στιγμή. Πριν από τέσσερα χρόνια, μόνο οι επισκέπτες των κρουαζιερόπλοιων ξεπερνούσαν τους 9.000 την ημέρα, χωρίς να υπολογίζονται οι τουρίστες που έφθαναν αεροπορικώς ή οδικώς. Το 2025, για πρώτη φορά, ο αριθμός αυτός δεν ξεπέρασε τους 10.500. Μια επιτυχία που πολλοί θεωρούν θαύμα.

Όμως ο Φράνκοβιτς δεν σταμάτησε εκεί. Από το 2026, οι επισκέπτες θα πρέπει να κλείνουν ηλεκτρονικά ραντεβού για τα τείχη και τα μουσεία, μέσω ενός συστήματος που θα λειτουργεί με «φωτεινό σηματοδότη»: πράσινο για ώρες με λίγους επισκέπτες, κόκκινο για ώρες αιχμής. Παράλληλα, η πόλη απαγόρευσε τις ροδάτες βαλίτσες, των οποίων ο συνεχής θόρυβος πάνω στα καλντερίμια είχε γίνει σύμβολο της τουριστικής αλλοτρίωσης, και εισήγαγε μια φθηνή υπηρεσία μεταφοράς αποσκευών.
Ο δήμος προχώρησε επίσης σε αυστηρή ρύθμιση των βραχυχρόνιων ενοικιάσεων, με αυξημένη φορολογία για όσους μετατρέπουν κατοικίες σε τουριστικά διαμερίσματα. Στόχος του: να αποθαρρύνει την κερδοσκοπία και να δώσει κίνητρα στους κατοίκους να επιστρέψουν.
Η πιο τολμηρή του κίνηση, ωστόσο, είναι καθαρά κοινωνική. Η πόλη αγοράζει με δημόσιο χρήμα κτήρια μέσα στην παλιά πόλη και τα διαθέτει σε νέες οικογένειες με χαμηλό ενοίκιο. Σε ένα από τα παλιά παλάτια, ιδρύθηκε σχολείο, για να δοθεί ξανά νόημα στις γειτονιές που είχαν αδειάσει. Η πρωτοβουλία αυτή αντιστρέφει, βήμα προς βήμα, τη λεγόμενη «Disneyfication» της Ντουμπρόβνικ - τον μετασχηματισμό της σε τουριστικό θεματικό πάρκο, χωρίς πραγματικούς κατοίκους. «Στρατηγικά, προχωράμε βήμα βήμα», δηλώνει ο δήμαρχος. «Κάθε φορά που αγοράζουμε ένα σπίτι, πλησιάζουμε τον στόχο: να επιστρέψει η ζωή μέσα στα τείχη».
Η αντίδραση των πολιτών είναι ανάμεικτη
Η αντίδραση των πολιτών είναι ανάμεικτη. Ορισμένοι, όπως ο Μαρκ βαν Μπλούμεν, θυρωρός σε σχολείο και ιδιοκτήτης τουριστικών διαμερισμάτων, θεωρούν τις αλλαγές ανεπαρκείς. «Η παλιά πόλη έχει καταντήσει ΑΤΜ», λέει. «Είναι ένα θεματικό πάρκο όπου οι κάτοικοι νιώθουν ότι εμποδίζουν». Για εκείνον, τα ηλεκτρονικά ραντεβού δεν είναι μέτρο περιορισμού αλλά τρόπος να περάσουν ακόμη περισσότεροι επισκέπτες. «Μετακομίσαμε εδώ το 1972», λέει, «αλλά σήμερα δεν θα το ξανακάναμε».

Άλλοι, όπως ο ξεναγός Μάρκο Μίλος, βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. «Η κατάσταση έχει βελτιωθεί πολύ», λέει. «Ακόμη υπάρχουν στιγμές που γίνεται χαμός, αλλά δεν συγκρίνεται με το 2017 ή το 2018. Η ζωή επιστρέφει». Ο ίδιος ζει εντός των τειχών, ανάμεσα σε περίπου χίλιους κατοίκους. «Άνοιξε ξανά σχολείο, βλέπεις παιδιά στους δρόμους. Για μένα, αυτό είναι νίκη».
Η στρατηγική του Φράνκοβιτς έχει βέβαια και οικονομικό κόστος. Η αγορά κτιρίων με δημόσιους πόρους και η μείωση των τουριστικών εσόδων είναι ένα ακριβό πείραμα. Όμως, ο ίδιος επιμένει ότι τα οφέλη είναι μακροπρόθεσμα. «Προσπαθώ να πείσω τους πολίτες ότι αυτό γίνεται για το καλό όλων», λέει. «Στην αρχή έχαναν εισόδημα, τώρα όμως βλέπουν ότι κερδίζουν περισσότερα: τα εστιατόρια είναι γεμάτα, τα καφέ γεμάτα, ο κόσμος χαμογελά. Περισσότερο δεν σημαίνει πάντα καλύτερο. Μερικές φορές το “λιγότερο” είναι το “περισσότερο”».
Οι επαγγελματίες του τουρισμού, από την άλλη, αντιμετωπίζουν την αλλαγή με συγκρατημένη αισιοδοξία. Η Άντρεα Γκόντφρεϊ, υπεύθυνη επικοινωνίας σε ταξιδιωτικό πρακτορείο του Μπρίστολ, θεωρεί ότι το μέτρο των χρονοθυρίδων ίσως περιορίσει την ευελιξία των ταξιδιωτών, αλλά αναγνωρίζει ότι η «ελεγχόμενη βιωσιμότητα» είναι πια σημαντικό πλεονέκτημα για τους τουριστικούς προορισμούς. «Πλέον στέλνουμε περισσότερους πελάτες σε ηπιότερους προορισμούς, όπως η Ίστρια ή τα νησιά της Κροατίας», λέει, «όμως όλοι αναγνωρίζουν πως η Ντουμπρόβνικ είναι η πρώτη που τόλμησε να ανακόψει την τουριστική φρενίτιδα».

Η μάχη, φυσικά, δεν έχει τελειώσει. Οι δρόμοι εξακολουθούν να γεμίζουν τις ώρες αιχμής, και η δημοτικότητα της πόλης δεν δείχνει να υποχωρεί - ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση ότι η νέα σεζόν της σειράς Outer Banks θα γυριστεί εκεί. Ωστόσο, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Ντουμπρόβνικ μοιάζει να αναπνέει. Οι φωνές των κατοίκων ξανακούγονται πίσω από τις πέτρινες καμάρες, οι τουρίστες περπατούν πιο αργά, τα σοκάκια δεν μοιάζουν πια με αεροδιάδρομο φωτογραφιών. Στον παγκοσμιοποιημένο χάρτη του τουρισμού, όπου οι περισσότερες πόλεις κυνηγούν αδιάκοπα την ανάπτυξη, η Ντουμπρόβνικ έκανε την απρόσμενη επιλογή να πει όχι.
Η «Ντίσνεϊλαντ των Βαλκανίων» προσπαθεί να ξαναγίνει πόλη. Όχι θεματικό πάρκο, αλλά κοινότητα. Και ίσως, αν πετύχει, να προσφέρει το πιο πολύτιμο μάθημα της εποχής μας: ότι μια πόλη δεν μετριέται από τα πλήθη που τη φωτογραφίζουν, αλλά από τους ανθρώπους που τη ζουν. Ο δήμαρχος οραματίζεται το 2028 με «ευτυχισμένους πολίτες, καλούς αριθμούς επισκεπτών και μια ζωντανή πόλη». Ο δρόμος ως εκεί δεν θα είναι εύκολος· όμως, σε έναν κόσμο όπου ο τουρισμός τείνει να καταπίνει τις πόλεις που αγαπά, η Ντουμπρόβνικ δείχνει ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος - ένας τρόπος που ξαναδίνει νόημα στη λέξη «φιλοξενία».