Οι πράκτορες που είχαν εκπαιδευτεί από τη ρωσική Υπηρεσία Εξωτερικής Κατασκοπείας (SVR) και είχαν διεισδύσει στις ΗΠΑ με την αποστολή να «αναπτύξουν σχέσεις με άτομα που διαθέτουν επιρροή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική».
Στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου και βαθιά μέσα στη συλλογική φαντασία των Ηνωμένων Πολιτειών, ένας εχθρός κινούνταν σιωπηλά κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας. Δεν φορούσε στολή, δεν κρατούσε όπλο. Έμοιαζε με τον γείτονα, τον δάσκαλο, τον συνάδελφο στο γραφείο. Οι Ρώσοι κατάσκοποι που είχαν εκπαιδευτεί να ζουν ως Αμερικανοί, να μιλούν άψογα την αγγλική γλώσσα, να μαθαίνουν τις συνήθειες, τις προκαταλήψεις και τα όνειρα του αμερικανικού λαού, ήταν ίσως η πιο υπομονετική και ύπουλη μορφή κατασκοπείας που γνώρισε ποτέ ο σύγχρονος κόσμος.
Η υπόθεση των «Illegals», όπως ονομάστηκαν από το FBI, έφτασε στο αποκορύφωμά της τον Ιούνιο του 2010, όταν δέκα Ρώσοι πράκτορες συνελήφθησαν σε διάφορες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών και κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας. Ζούσαν στις ΗΠΑ για χρόνια - μερικοί για δεκαετίες - υπό ψεύτικες ταυτότητες, δημιουργώντας οικογένειες, εργάζονταν σε κοινότητες, συνδιαλέγονταν με πολίτες και επιχειρούσαν να διεισδύσουν στα κέντρα εξουσίας, όχι με τη βία, αλλά με το χαμόγελο και την προσαρμοστικότητα. Ήταν ένα εκθαμβωτικό ρεσιτάλ υπομονής, τεχνικής και ψυχολογικής μεταμόρφωσης.
Αννα Τσάπμαν, μια φλογερή κοκκινομάλλα
Η πλέον διάσημη από αυτούς ήταν η Άννα Τσάπμαν, μια νεαρή γυναίκα με εντυπωσιακή εμφάνιση και σαγηνευτική παρουσία, που έζησε στη Νέα Υόρκη ως μεσίτρια και κοινωνικό πρόσωπο. Η εικόνα της κοκκινομάλλας Ρωσίδας έγινε σύμβολο της επιχείρησης, όχι μόνο επειδή η υπόθεσή της ήταν από τις πιο θεαματικές, αλλά και επειδή φανέρωνε το νέο πρόσωπο της ρωσικής κατασκοπείας: στυλιζαρισμένο, φαινομενικά απλό, και εντελώς ενσωματωμένο στον δυτικό τρόπο ζωής. Η Τσάπμαν, όπως και οι υπόλοιποι της ομάδας, δεν είχε στην κατοχή της κρατικά μυστικά, αλλά προσπαθούσε να προσεγγίσει ανθρώπους που είχαν πρόσβαση σε αυτά. Οι εντολές της μεταφέρονταν μέσω «υγρών» επικοινωνιών, ασύρματων σημάτων, καταχωρημένων e-mail και συνωμοτικών συναντήσεων σε πάρκα και καφετέριες.
Η σύλληψη των δέκα ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιας επιχείρησης του FBI, η οποία τους παρακολουθούσε για σχεδόν μια δεκαετία. Οι πράκτορες είχαν εκπαιδευτεί από τη ρωσική Υπηρεσία Εξωτερικής Κατασκοπείας (SVR), διάδοχο της KGB, και είχαν διεισδύσει στις ΗΠΑ με την αποστολή να «αναπτύξουν σχέσεις με άτομα που διαθέτουν επιρροή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική». Στην πράξη, ζούσαν έναν καθημερινό, σχεδόν βαρετό βίο. Όμως η σιωπηλή επιμονή τους και το βάθος της κάλυψής τους δημιουργούσαν το πιο ανησυχητικό μέρος της απειλής.
Ορισμένοι από αυτούς, όπως οι Ρίτσαρντ και Σίνθια Μέρφι, ζούσαν σε προάστια του Νιου Τζέρσεϊ, μεγάλωναν παιδιά και διατηρούσαν καλή σχέση με τους γείτονες. Οι φίλοι τους δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως το ζευγάρι αυτό, με τις οικογενειακές φωτογραφίες και τις σχολικές συνελεύσεις, δεν υπήρξε ποτέ Αμερικανό. Τα παιδιά τους δεν ήξεραν πως οι γονείς τους ήταν Ρώσοι κατάσκοποι, και η αποκάλυψη αυτής της ζωής βύθισε ολόκληρες οικογένειες σε μια υπαρξιακή κρίση ταυτότητας.
Η ρωσική πρακτική της δημιουργίας «illegals» - δηλαδή κατασκόπων χωρίς διπλωματική κάλυψη - είχε τις ρίζες της στον Μεσοπόλεμο και κορυφώθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Στη δεκαετία του 1950, το FBI είχε αποκαλύψει περιπτώσεις ανθρώπων που ζούσαν για χρόνια με πλαστά διαβατήρια, συχνά υιοθετώντας ταυτότητες νεκρών Αμερικανών βρεφών που δεν είχαν ποτέ καταχωριστεί πλήρως στα ληξιαρχεία. Αυτή η τεχνική, που θύμιζε σενάρια κατασκοπευτικής λογοτεχνίας, αποτέλεσε θεμέλιο της σοβιετικής διείσδυσης στη Δύση.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν εκείνη του Jack Barsky, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Albrecht Dittrich. Γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία, στάλθηκε από την KGB στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ζούσε ως Αμερικανός πολίτης στη Νέα Υόρκη για σχεδόν δέκα χρόνια, είχε εργασία στον τομέα των υπολογιστών και θεωρούνταν αξιοσέβαστο μέλος της κοινότητάς του. Όταν τελικά αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του, πολλοί εξεπλάγησαν από το πόσο πλήρως είχε ενσωματωθεί. Σε αντίθεση με άλλους κατασκόπους, ο Barsky αρνήθηκε να επιστρέψει στη Μόσχα όταν του το ζήτησε η KGB. Παρέμεινε στις ΗΠΑ, συνεργάστηκε με το FBI και τελικά απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Η περίπτωσή του δείχνει ότι οι κατάσκοποι δεν ήταν απλώς ρομπότ του συστήματος - πολλές φορές ήταν άνθρωποι διχασμένοι, εγκλωβισμένοι σε ένα ρόλο που δεν μπορούσαν πλέον να αποτινάξουν.
Το 2023, μια νέα υπόθεση επανέφερε το φάντασμα της ρωσικής κατασκοπείας. Η Marina Saburova και ο Sergey Cherkasov κατηγορήθηκαν για απόπειρα διείσδυσης σε δυτικές δομές με πλαστές ταυτότητες, αυτή τη φορά σε πανεπιστημιακά και διπλωματικά περιβάλλοντα. Ο Cherkasov φέρεται να είχε σπουδάσει στο διεθνώς αναγνωρισμένο πρόγραμμα του Johns Hopkins με την ψεύτικη ταυτότητα του Βραζιλιάνου Victor Muller Ferreira. Η υπόθεση αυτή αποκάλυψε πως η πρακτική των illegals δεν αποτελεί παρελθόν αλλά παρόν, και προσαρμόζεται διαρκώς στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες. Η πανεπιστημιακή διείσδυση, αντί για στρατιωτική ή κυβερνητική, αναδεικνύει μια νέα στρατηγική: τη στόχευση της γνώσης, της δικτύωσης και της μαλακής ισχύος.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτοί οι πράκτορες δεν αποσπούσαν στρατιωτικά μυστικά. Ο στόχος τους ήταν πιο αόριστος και περισσότερο διαβρωτικός: να καλλιεργήσουν σχέσεις, να διαμορφώσουν αντιλήψεις, να λειτουργήσουν ως κεραίες και διαύλους επιρροής.
Το ερώτημα που παραμένει είναι πόσοι ακόμη ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες - και σε άλλες δυτικές χώρες - παριστάνοντας τους «δικούς μας». Η σύλληψη μιας δεκάδας πρακτόρων το 2010 δεν σημαίνει πως το φαινόμενο έπαψε. Αντιθέτως, όσο περισσότερο ο κόσμος γίνεται υβριδικός, όσο η τεχνητή νοημοσύνη θολώνει τα ίχνη, και όσο οι κοινωνίες γίνονται περισσότερο πολωμένες, τόσο πιο εύκολο είναι για έναν κατάσκοπο να χαθεί ανάμεσα στους υπόλοιπους. Σε μια κοινωνία που αμφισβητεί την ίδια της την ταυτότητα, η δουλειά του πλαστοπροσωπούντα πράκτορα γίνεται πιο απλή, σχεδόν φυσική.
Η ρωσική παράδοση στην κατασκοπεία βασίζεται στη μακροχρόνια υπομονή, στην καλλιέργεια ρόλων και στην πλήρη μεταμόρφωση. Δεν επρόκειτο ποτέ για άμεσες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, πρόκειται για μια θεατρική τέχνη, μια επιμονή στην προσποίηση, που φτάνει να σμιλεύει την ίδια την ταυτότητα του πράκτορα. Ένας «illegal» δεν παίζει τον ρόλο του - γίνεται αυτός ο ρόλος. Μεγαλώνει παιδιά σε μια χώρα που δεν είναι η δική του. Ερωτεύεται ανθρώπους χωρίς να μπορεί να τους πει ποιος είναι. Ζει τη ζωή κάποιου άλλου μέχρι να ξεχάσει τη δική του.
Κι αυτό, ίσως, είναι το πιο ανησυχητικό. Όχι το τι μπορούν να μάθουν, αλλά το τι είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν για να μάθουν. Και μέσα σε μια εποχή που όλα ρευστοποιούνται - τα έθνη, οι ιδεολογίες, οι προσωπικότητες - ο κατάσκοπος που υποδύεται τον «άλλον» δεν μοιάζει πια με εισβολέα, αλλά με το απόλυτο είδωλο του καιρού μας.