Η Wilcam-11, ένα τεχνολογικό απολίθωμα που κάποτε θεωρούνταν το καμάρι της VistaVision, βρέθηκε ξανά στα χέρια του Λάνθιμου, ενός σκηνοθέτη που έχει πλέον τη δύναμη να ξαναζωντανεύει τις μηχανές του κινηματογραφικού παρελθόντος.
Από τότε που η «Wilma» έκανε την πρώτη της είσοδο στο πλατό του Bugonia, κάτι στο δωμάτιο άλλαξε· σαν να είχε αναστηθεί ένα ξεχασμένο πνεύμα από την εποχή που το σινεμά ακόμη μύριζε χημικό φιλμ και καυτό μέταλλο.
Δεν ήταν ηθοποιός, δεν ήταν άνθρωπος, δεν ήταν καν αξιόπιστο μηχάνημα· κι όμως η παρουσία της απαιτούσε προσοχή, σεβασμό και μια περίεργη μορφή φόβου.
Ένα τεχνολογικό απολίθωμα
Η Wilcam-11, ένα τεχνολογικό απολίθωμα που κάποτε θεωρούνταν το καμάρι της VistaVision, βρέθηκε ξανά στα χέρια του Γιώργου Λάνθιμου, ενός σκηνοθέτη που έχει πλέον τη δύναμη να ξαναζωντανεύει όχι μόνο είδη ή αφηγηματικές συμβάσεις, αλλά και ίδιες τις μηχανές του κινηματογραφικού παρελθόντος. Κι ήταν αυτή η απόφαση –αναπάντεχη, επίμονη, σχεδόν ριψοκίνδυνη– που έφερε πίσω στην επικαιρότητα ένα φορμάτ νεκρό για μισό αιώνα.
Σε μια σκηνή της ταινίας Bugonia, εκεί όπου ο Jesse Plemons πιέζει την Emma Stone να παραδεχτεί πως είναι εξωγήινη, η ατμόσφαιρα ήταν τόσο τεταμένη που θα μπορούσε να κοπεί με μαχαίρι. Αλλά η «Wilma», όπως την αποκαλούσαν με μια δόση στοργής και πολλή δόση ειρωνείας, αποφάσισε ότι εκείνη η λήψη δεν της άρεσε. Έκανε τα δικά της. Σταμάτησε, βρόντηξε, αγκομάχησε.
Και ξαφνικά, μέσα σε μια παραγωγή εκατομμυρίων, όλοι στέκονταν πάνω από ένα κουτί μετάλλου που έκανε νερά σαν παλιά μηχανή αυτόματης πώλησης που κατάπιε τα κέρματα.
Η Stone, χαμογελώντας με εκείνο το μείγμα εξομολογητικής ειλικρίνειας και θεατρικής υπερβολής που τη χαρακτηρίζει, παραδέχτηκε αργότερα: «Ήταν μούρλια. Ήξερε ότι ήταν όμορφη και έκανε ό,τι ήθελε». Και πράγματι αυτή η κάμερα –φλύαρη, βαριά, αρχαϊκή– είχε μια ομορφιά που κανένα σύγχρονο μηχάνημα δεν μπορούσε να μιμηθεί.
Το φιλμ που κατάπινε ήταν τεράστιο σαν πίτσα, κι όμως της έδινε μόνο δέκα λεπτά υλικού. Οι αλλαγές του χρειάζονταν πέντε ολόκληρα λεπτά, μια αιωνιότητα για τα μέτρα ενός σύγχρονου πλατό.
Ο θόρυβός της ακουγόταν σαν ραπτομηχανή σε οργασμό. Και το προσωπικό της παραγωγής την χτυπούσε αρκετές φορές για να συνέλθει. «Καμιά φορά τη βαρούσαμε και δούλευε», παραδέχτηκε ο Λάνθιμος, σχεδόν τρυφερά, σαν να μιλούσε για ένα αξιαγάπητο αλλά απελπιστικά αναξιόπιστο κατοικίδιο.
Η επιστροφή δεν συνέβη τυχαία
Και όμως, ο αντίκτυπος της επιλογής του ήταν βαθύτερος από τις μικρές καθημερινές μάχες των τεχνικών. Επανέφερε τη VistaVision στο κέντρο της κινηματογραφικής συζήτησης. Ένα φορμάτ που κάποτε υπηρέτησε τον DeMille, τον Ford, τον Hitchcock και ύστερα έσβησε μπροστά στην πρακτικότητα άλλων τεχνολογιών έγινε ξανά αντικείμενο θαυμασμού.
Δεν συνέβη τυχαία. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου οι ψηφιακές κάμερες κάνουν τα πάντα, όπου το Α.Ι. υπόσχεται κόσμους που δεν χρειάζονται ούτε φακούς ούτε αισθητήρες, όπου η λεγόμενη «εικόνα» κινδυνεύει να χάσει το σώμα της. Εκεί, ακριβώς εκεί, η επιστροφή ενός αναχρονισμού γίνεται πράξη αντίστασης. Λέει: «Όχι, η εικόνα μπορεί να έχει βάρος, αστοχία, υλικότητα», σχολιάζει ο έλληνας σκηνοθέτης μιλώντας στην Washington Post.
Και η Wilma είχε υλικότητα με το τσουβάλι. Ο Robbie Ryan, ο διευθυντής φωτογραφίας του Bugonia, μιλούσε για εκείνη σαν για ένα δύστροπο άλογο που είχε άποψη για το τι θέλει. Όταν δούλευε χωρίς προβλήματα μια ολόκληρη μέρα, ήταν είδηση.
Όμως μέσα από όλες αυτές τις μικρές καταστροφές προέκυψε κάτι σπάνιο: η αίσθηση ότι κάθε λήψη ήταν πολύτιμη, ότι κάθε πάτημα του μοτέρ ήταν μια μικρή τελετουργία. Στους ηθοποιούς, η παρουσία της μάλλον γέννησε μια αρχαϊκή εγρήγορση. Ο Plemons παραδέχτηκε ότι αναγκάστηκαν όλοι να επιβραδύνουν, να συγκεντρωθούν, να προσδώσουν στο κάθε κινηματογραφικό δευτερόλεπτο βαρύτητα. Σε μια εποχή άμεσης ευκολίας, αυτή η τεχνητή δυσκολία έγινε ξανά αρετή.
Ο Λάνθιμος και οι άλλοι σκηνοθέτες
Δεν ήταν μόνο ο Λάνθιμος, βέβαια. Η αναζωπύρωση της VistaVision μοιάζει τώρα με ένα μικρό ρεύμα που μεγαλώνει. Ο Brady Corbet την επανέφερε με το The Brutalist. Ο Paul Thomas Anderson τη χρησιμοποίησε για να αποτυπώσει τον DiCaprio στο One Battle After Another, με έναν τρόπο που έκανε τους κριτικούς να παραληρούν.
Η Emerald Fennell την ενσωματώνει στο νέο Wuthering Heights, ο Iñárritu στην επερχόμενη ταινία του με τον Tom Cruise. Κι όμως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι δυσκολίες μοιάζουν σχεδόν μυθικές· σαν να χρειάζεται μια ολόκληρη σέκτα αφοσιωμένων τεχνικών που ξέρουν να χειρίζονται μηχανήματα ξεχασμένα σε αποθήκες και υπόγεια.
Ο Anderson, για παράδειγμα, έπρεπε να θάψει τις κάμερές του μέσα σε ηχομονωμένα κουτιά επειδή ο βόμβος τους θύμιζε ραπτομηχανή σε υπερένταση. Η ομάδα του Michael Bauman περνούσε κάθε μέρα από τον ενθουσιασμό στην απόγνωση.
Το φιλμ ξετύλιγόταν, οι λήψεις χάνονταν, ο DiCaprio στεκόταν μπροστά στην κάμερα έτοιμος να αυτοσχεδιάσει κι εκείνη κολλούσε στο πιο κρίσιμο δευτερόλεπτο. Κι όμως, όταν έφτασαν να βλέπουν το αποτέλεσμα, όλοι μίλησαν για μια εικόνα που άξιζε τον κόπο: κορεσμένη, οδοντωτή, εκθαμβωτική χωρίς να είναι καθαρή, σαν να είχε αποτυπώσει όχι μόνο το φως αλλά και τον αέρα της στιγμής.
Ο έρωτας για την εικόνα όχι ως δεδομένο, αλλά ως κατάκτηση
Αυτή η υλικότητα είναι που γοητεύει τόσο τον Λάνθιμο όσο και τους υπόλοιπους δημιουργούς. Μια υλικότητα που αναδύεται μέσα από τα ελαττώματα. Η VistaVision δεν υπόσχεται τελειότητα· υπόσχεται λεπτομέρεια. Δεν χαρίζει άνεση· απαιτεί σύμπραξη.
Δεν δουλεύει πάντα· κι όμως όταν δουλεύει, δημιουργεί κάτι που καμία υπερσύγχρονη κάμερα δεν προσφέρει χωρίς επεξεργασία. Και μέσα σε αυτό το παράδοξο υπάρχει μια μορφή έρωτα: ο έρωτας για την εικόνα όχι ως δεδομένο, αλλά ως κατάκτηση.
Η Wilma, λοιπόν, δεν ήταν απλώς μια παλιά κάμερα. Ήταν μια υπενθύμιση του τι μπορεί να σημαίνει σινεμά όταν δεν λειτουργεί μέσα στη λογική της ευκολίας αλλά μέσα στη λογική της εμπλοκής.
Κι ήταν ο Λάνθιμος αυτός που, επιλέγοντάς την, κατάφερε κάτι περισσότερο από το να γυρίσει μια ακόμη ταινία με εκκεντρική αισθητική. Έφερε πίσω στη συζήτηση ένα ξεχασμένο κομμάτι της κινηματογραφικής ιστορίας, έκανε τους θεατές να αναρωτηθούν πώς είναι φτιαγμένες οι εικόνες που βλέπουν, έδωσε ξανά στα μηχανήματα ψυχή – ή έστω την ψευδαίσθηση μιας ψυχής που αρνείται να υπακούσει.
Κι αν η Wilma σταματούσε στη μέση μιας έντονης σκηνής, αν η παραγωγή έχανε φιλμ, αν οι τεχνικοί αναθεμάτιζαν καθημερινά την ύπαρξή της, στο τέλος ίσως αυτό ήταν το τίμημα για κάτι που σπανίζει πια: μια εικόνα που μοιάζει φτιαγμένη όχι από δεδομένα, αλλά από θόρυβο, κόπο, ατέλεια και διάρκεια. Μια εικόνα που μοιάζει ζωντανή.