Το μεγαλύτερο αρχαιολογικό μουσείο αφιερωμένο σε έναν πολιτισμό θα εγκαινιαζόταν σήμερα, αν η πραγματικότητα δεν ήταν πιο περίπλοκη από τη μυθολογία.
Το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο είναι πολλά περισσότερα από χώρος έκθεσης που σε κάνει αρχικά να μείνεις άφωνος από τη μνημειώδη ομορφιά. Είναι ένας καμβάς εξουσίας, εθνικής ταυτότητας και αμφιλεγόμενης μνήμης.
Στα δυτικά του Καΐρου, εκεί όπου η άμμος της Σαχάρας συναντά τον ορίζοντα των Πυραμίδων, δεσπόζει το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο (Grand Egyptian Museum - GEM), ένα από τα πιο φιλόδοξα πολιτιστικά έργα του 21ου αιώνα. Το «νέο» μουσείο, που αναγγέλθηκε το 1992 επί προεδρίας Χόσνι Μουμπάρακ και κατασκευάζεται εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, φιλοδοξεί να αποτελέσει το μεγαλύτερο στον κόσμο αφιερωμένο σε έναν και μόνο πολιτισμό.
Όμως το πραγματικό του μέγεθος δεν αποτυπώνεται στα 500.000 τετραγωνικά μέτρα της έκτασής του, αλλά στην πολυεπίπεδη, πολιτική και πολιτιστική του φόρτιση. Eίχε ανακοινωθεί ότι θα άνοιγε πλήρως, με τη νέα του αποστολή σήμερα 3 Ιουλίου 2025. Η νέα, πολλοστή, αναβολή των εγκαινίων του, που ανακοινώθηκε από τον Πρωθυπουργό της Αιγύπτου στις 14 Ιουνίου 2025, είναι ενδεικτική των αμφισημιών που συνοδεύουν το έργο από την απαρχή του.
Παρά το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των συλλογών είναι ήδη επισκέψιμο από τον Οκτώβριο του 2024, η επίσημη τελετή και η μεταφορά των τελευταίων ανεκτίμητων θησαυρών από το παλιό Αιγυπτιακό Μουσείο της Πλατείας Ταχρίρ, αναβλήθηκε εκ νέου. Πραγματική αιτία είναι η γεωπολιτική αστάθεια της περιοχής και ο πόλεμος Ισραήλ-Ιράν, αλλά και οι αυξανόμενες διεθνείς πιέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αίγυπτο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οικοδομήθηκε το μουσείο.
Το ορόσημο του Ραμσή Β'
Το μουσείο αυτό δεν είναι απλώς ένας χώρος έκθεσης αρχαιολογικών ευρημάτων. Είναι η πιο σύγχρονη εκδοχή μιας μακράς ιστορικής παράδοσης όπου η εξουσία αντλεί κύρος από τη σχέση της με το παρελθόν. Από την εποχή των Φαραώ μέχρι τη νεότερη ιστορία της Αιγύπτου, η αρχαιολογία και τα μνημεία χρησιμοποιούνται ως εργαλεία πολιτικής νομιμοποίησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι το επιβλητικό άγαλμα του Ραμσή Β', βάρους 80 τόνων και ύψους τριών ορόφων, που δεσπόζει στον αίθριο χώρο του GEM, έχει ήδη δύο φορές αλλάξει θέση: μεταφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ το 1955 από τη Μέμφιδα στο κέντρο του Καΐρου, συμβολίζοντας τη σύνδεση της νέας αιγυπτιακής ηγεσίας με τη δόξα των Φαραώ, και ξανά το 2006 επί Μουμπάρακ, στο εργοτάξιο του GEM.

Η παράδοση συνεχίζεται επί προεδρίας Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, ο οποίος έχει καταστήσει τον αρχαιολογικό πλούτο της χώρας εργαλείο εσωτερικής συσπείρωσης και εξωτερικής προβολής. Η τηλεοπτική «Χρυσή Παρέλαση των Φαραώ» το 2021, όπου 22 βασιλικές μούμιες μεταφέρθηκαν με τιμές αρχηγού κράτους από το Αιγυπτιακό Μουσείο στο νέο Εθνικό Μουσείο Πολιτισμού, υπήρξε πρόβα τζενεράλε για τη μεγάλη αφήγηση που χτίζεται γύρω από το GEM: μια αφήγηση υπερηφάνειας, εθνικής συνέχειας και αναγέννησης.
Ωστόσο, πίσω από τη σκηνοθεσία των εντυπώσεων, παραμονεύει η δυσφορία. Η φυλάκιση του Αλάα Αμπντέλ Φατάχ, εμβληματικού ακτιβιστή της Αραβικής Άνοιξης και υπέρμαχου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σκιάζει την εικόνα της σύγχρονης Αιγύπτου. Η επιτροπή του ΟΗΕ για αυθαίρετες κρατήσεις έχει καταδικάσει τον εγκλεισμό του ως παράνομο, η απεργία πείνας που κάνει ο ίδιος και η μητέρα του προκαλούν παγκόσμιο κίνημα συνπαράστασης, ακόμα και από πολιτικές προσωπικότητες.
Αρχαιότητες μάρτυρες απόλυτης εξουσίας
Μέσα στις αίθουσες του GEM, η αφήγηση ξεκινά από τις απαρχές της ανθρώπινης παρουσίας στη Νειλοχώρα. Σπάνια προϊστορικά εργαλεία από λίθο και οστά, ηλικίας άνω των 700.000 ετών/ Από εκεί, η διαδρομή οδηγεί στον πρώτο μεγάλο πολιτισμό του πλανήτη, το κράτος των Φαραώ, που επί τρεις χιλιετίες διαμόρφωνε τον κόσμο των ανθρώπων και των θεών.
Στη Μεγάλη Σκάλα του Μουσείου, οι κολοσσιαίες μορφές των βασιλέων στέκουν σαν μάρτυρες μιας εποχής απόλυτης εξουσίας. Ο Ραμσής Β', ο βασιλιάς των βασιλιάδων, απεικονίζεται σε άγαλμα ύψους τριών ορόφων, σμιλεμένο σε κόκκινο γρανίτη, με βλέμμα παγωμένο στον χρόνο και σώμα που δηλώνει αθανασία. Δίπλα του, η θεά Σεχμέτ με κεφάλι λιονταριού, σύμβολο της δύναμης και της προστασίας, ενισχύει το μήνυμα θεϊκής νομιμοποίησης.
Ξεχωρίζουν επίσης το άγαλμα του Σέσωστρι Γ', όπου το πρόσωπο εμφανίζεται γεμάτο ρυτίδες, σοφία και πείρα, ενώ το σώμα παραμένει σμιλεμένο και νεανικό, καθώς και η μορφή της Χατσεψούτ, που παρουσιάζεται με ανδρική ενδυμασία και ψεύτικη γενειάδα, αποδεικνύοντας ότι η εξουσία απαιτούσε τη μίμηση συγκεκριμένων συμβόλων, ανεξαρτήτως φύλου.
Οι αίθουσες οργανώνονται σε χρονολογικές και θεματικές ενότητες. Ξεχωρίζουν τα ταφικά ευρήματα της Γκίζας, όπως η επίπλωση της μητέρας του Χέοπα, Χετεφέρες, με το χρυσό κάθισμα και τα ασημένια κοσμήματα — απόδειξη εμπορικών επαφών πιθανότατα με το Αιγαίο. Τα ηλιακά πλοία του Χέοπα, ξύλινα αριστουργήματα ηλικίας 4.600 ετών, βρίσκονται επίσης εδώ, με τη συναρμολόγηση του δεύτερου πλοίου να παρακολουθείται ζωντανά από τους επισκέπτες.
Στις αίθουσες του Τουταγχαμών, η συλλογή των 5.600 ευρημάτων παρουσιάζεται για πρώτη φορά πλήρης: η χρυσή νεκρική μάσκα, η εξωτερική σαρκοφάγος, η λινοδερμάτινη πανοπλία, τα ταφικά ομοιώματα ουσάμπτι, αλλά και προσωπικά αντικείμενα του βασιλιά, καρέκλες, όπλα, τελετουργικά αντικείμενα. Όλα δημιουργούν ένα παλίμψηστο δόξας, μυστηρίου και πολιτικής σημειολογίας.
Η ελληνιστική και ρωμαϊκή Αίγυπτος εκπροσωπείται με τη μούμια της Σαμπαθιόν, που φέρει τη χρυσή μάσκα και ρωμαϊκά κοσμήματα, καθώς και το άγαλμα του ιερέα Hor από την Αλεξάνδρεια, παράδειγμα της σύνθεσης ελληνικών και αιγυπτιακών στοιχείων.
Μουσεία ως ζωντανά γεωπολιτικά σύμβολα
Η πρώτη εντύπωση καθώς πλησιάζεις το Μουσείο είναι η αίσθηση ενός κολοσσιαίου, τριγωνικού γεωμετρικού αντικειμένου φυτεμένου ανάμεσα στη σκόνη της ερήμου και την ιστορία των πυραμίδων. Η πρόσοψη από ημιδιαφανές αλάβαστρο, χαραγμένη με ιερογλυφικά, λαμπυρίζει στο φως, ενώ τη στιγμή του δειλινού παίρνει αποχρώσεις ώχρας και χρυσού.
Το αίθριο, ανοιχτό και στις δύο άκρες για φυσικό αερισμό, συνδυάζει στοιχεία αρχιτεκτονικής του Κόλπου με μνημειακό συμβολισμό. Οι ήχοι σβήνουν στην πέτρα, η ατμόσφαιρα είναι τελετουργική. Από τη Μεγάλη Σκάλα, ο επισκέπτης ανηφορίζει ανάμεσα σε γλυπτά-σύμβολα εξουσίας, ενώ μέσα από τα παράθυρα διακρίνονται οι Πυραμίδες της Γκίζας — μια σχεδόν υπερβατική συνύπαρξη τοπίου, πολιτισμού και μνήμης.
Το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο δεν στέκεται μόνο του σε αυτή τη διελκυστίνδα μεταξύ πολιτισμού και πολιτικής. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια παγκόσμια τάση όπου τα μουσεία δεν είναι απλώς χώροι φύλαξης μνήμης, αλλά ζωντανά πολιτικά και γεωπολιτικά σύμβολα. Από το Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα έως το Λούβρο στο Άμπου Ντάμπι και το νέο Μουσείο της Μεγάλης Αρμενίας στο Γερεβάν, βλέπουμε ξεκάθαρα πώς η μουσειακή αρχιτεκτονική, οι επιμελητικές αφηγήσεις και η πολιτιστική πολιτική συγκλίνουν για να διαμορφώσουν εθνική αφήγηση και διεθνή εικόνα.
Η περίπτωση του Μουσείου της Ακρόπολης είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική για τη χρήση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως διεκδικητικό εργαλείο. Το εντυπωσιακό κτίριο του Μπερνάρ Τσουμί, σε απόσταση αναπνοής από τον Παρθενώνα, δεν είναι απλώς ένας χώρος έκθεσης αρχαιοτήτων· είναι μια διαρκής υπενθύμιση του αιτήματος επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Όπως ακριβώς το GEM φιλοδοξεί να δείξει ότι η Αίγυπτος μπορεί να διαχειριστεί τον αρχαιολογικό της πλούτο με σύγχρονα μέσα και τεχνολογία αιχμής, έτσι και η Ελλάδα μέσω του Μουσείου της Ακρόπολης επιχειρεί να αναιρέσει το επιχείρημα ότι τα αρχαία της ανήκουν πιο ασφαλή σε ξένα μουσεία.
Η διεθνής τάση οικοδόμησης εμβληματικών μουσείων συνδέεται άρρηκτα και με την οικονομική και γεωπολιτική στρατηγική. Το Λούβρο στο Άμπου Ντάμπι, για παράδειγμα, αποτελεί προϊόν πολιτιστικής διπλωματίας μεταξύ Γαλλίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Η ενοικίαση του ονόματος "Louvre", η μεταφορά συλλογών και η δημιουργία ενός θεάτρου πολιτισμού στη Μέση Ανατολή είναι μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για να αποκτήσει η περιοχή διεθνές κύρος πέρα από το πετρέλαιο.
Ανάλογα παραδείγματα βλέπουμε στην Κίνα, όπου τα εντυπωσιακά νέα μουσεία, όπως το Εθνικό Μουσείο Κίνας στο Πεκίνο, λειτουργούν ως επιβλητικά σύμβολα της ιστορικής συνέχειας του κινεζικού πολιτισμού και της σύγχρονης οικονομικής ισχύος της χώρας. Εκεί, η αρχαία κεραμική, οι βουδιστικές εικόνες και οι αυτοκρατορικοί θησαυροί τοποθετούνται πλάι-πλάι με αφηγήσεις για τη Λαϊκή Επανάσταση και τη σύγχρονη τεχνολογική υπεροχή.
Το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο, λοιπόν, εντάσσεται σε αυτή τη διεθνή γεωγραφία των μουσείων-τοπόσημων, όμως φέρει μια ξεχωριστή βαρύτητα. Η Αίγυπτος είναι από μόνη της ένα διαχρονικό σύμβολο πολιτισμού — η "μήτρα" της αρχαιολογίας, η γη των Πυραμίδων, των Φαραώ και του Νείλου. Σε αντίθεση όμως με τα μουσεία της Δύσης που διαχειρίζονται σε μεγάλο βαθμό υλικά από άλλες ηπείρους, το GEM φιλοξενεί θησαυρούς που αναδύθηκαν από την ίδια τη γη της Αιγύπτου. Η φυσική εγγύτητα των εκθεμάτων στον τόπο εύρεσής τους προσδίδει αυθεντικότητα, αλλά και καθιστά το μουσείο ένα πεδίο αντιπαράθεσης για ζητήματα όπως η αποικιοκρατία, η πολιτιστική ιδιοκτησία και η επιστροφή αρχαιοτήτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι το GEM αποφεύγει να τοποθετηθεί ανοιχτά στο παγκόσμιο αίτημα για επιστροφή αιγυπτιακών αρχαιοτήτων από μουσεία όπως το Βρετανικό ή το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης. Η αιγυπτιακή πολιτική προτιμά να προβάλλει τη δική της αυτάρκεια, επιδεικνύοντας ότι μπορεί να χτίσει μουσεία υψηλών προδιαγραφών, να συντηρεί πολύτιμα εκθέματα και να ελέγχει η ίδια την αφήγηση γύρω από τον πολιτισμό της.
Την ίδια στιγμή, όμως, η ατμόσφαιρα ελέγχου και αυταρχισμού διαπερνά τις πρακτικές λειτουργίας του GEM. Όπως σχολιάζουν διεθνείς παρατηρητές, η απαγόρευση πρόσβασης των δημοσιογράφων σε ορισμένες πτέρυγες, όπως τα εκθέματα του Τουταγχαμών ή τα ηλιακά πλοία, αποτυπώνει τον συγκεντρωτισμό που χαρακτηρίζει το αιγυπτιακό καθεστώς. Όπως ακριβώς οι αρχαίοι βασιλείς χρησιμοποιούσαν μνημεία και σύμβολα για να κατοχυρώσουν την εξουσία τους, έτσι και η σημερινή κυβέρνηση εργαλειοποιεί το παρελθόν για να ενισχύσει το παρόν.
Σε αυτή τη συνθήκη, το GEM λειτουργεί και ως σκηνή διαλόγου και αντιπαράθεσης για το τι σημαίνει "πολιτιστική κληρονομιά" στον 21ο αιώνα. Πέρα από τον θαυμασμό για τα χρυσά εκθέματα, τις μούμιες και τους κολοσσούς, η επίσκεψη στο μουσείο θέτει υπόγεια ερωτήματα για τη διαχείριση της ιστορίας, τη σχέση μνήμης και εξουσίας, την ηθική της αρχαιολογίας.
Το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο, με την καθυστέρηση των εγκαινίων του, τους γεωπολιτικούς κραδασμούς, την πολιτική εργαλειοποίηση της αρχαιολογίας και τη συναρπαστική αρχιτεκτονική του, συνοψίζει όλα τα παραπάνω. Είναι μια ζωντανή μαρτυρία του πώς ο πολιτισμός παραμένει το πιο περίτεχνο και πιο εύθραυστο εργαλείο εξουσίας στην παγκόσμια ιστορία.