Στις κινηματογραφικές πρεμιερες της εβδομάδας ο Λούκα Γκουαντανίνο δίνει στην Τζούλια Ρόμπερτς έναν ρόλο ζωής και ο Κιάνου Ριβς, ως άγγελος εξ ουρανού, έχει «Τύχη Βουνό».
Ο βραβευμένος στις Κάννες Τζαφάρ Παναχί αφηγείται την ιστορία ενός «Απλού Ατυχήματος», ενώ το «Νεκρό Τηλέφωνο» επιστρέφει με ένα «παγωμένο» sequel, στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας.
Οι κινηματογραφικές πρεμιέρες της Πέμπτης 16 Οκτωβρίου
Μετά το Κυνήγι (After the Hunt)
Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο
Παίζουν: Τζούλια Ρόμπερτς, Άγιο Εντέμπιρι, Άντριου Γκάρφιλντ Μάικλ Στούλμπαργκ
Περίληψη: Η Άλμα είναι καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Γέιλ. Όταν μια μαθήτρια κατηγορεί για βιασμό έναν φίλο και συνάδελφό της, η τακτοποιημένη ζωή της θα κλυδωνιστεί, απειλώντας να φέρει στην επιφάνεια ένα οδυνηρό μυστικό από το παρελθόν της.
Ένα δεξιοτεχνικό ψυχολογικό θρίλερ του Λούκα Γκουαντανίνο με το οποίο καλεί τους θεατές να μαντέψουν πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα.
Η Άλμα έχει μια φαινομενικά ιδανική ζωή: διδάσκει φιλοσοφία της ηθικής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και περιμένει την προαγωγή της σε κοσμήτορα, ενώ ταυτόχρονα είναι παντρεμένη με έναν ψυχίατρο, που φαίνεται να κατανοεί πλήρως την προσωπικότητά της και να την αγαπάει χωρίς όρους. Είναι φίλη με τον Χανκ, επίσης καθηγητή, με τον οποίο μοιράζονται κοινές ιδέες και ιδανικά. Κάτω όμως από την επιφανειακή τους φιλία, υποβόσκει μια σπίθα ερωτισμού.
Όταν μία από τις αγαπημένες της μαθήτριες, η Μάγκι —η οποία φτάνει στο σημείο να μιμείται ακόμα και το ντύσιμό της— της αποκαλύπτει ότι έχει πέσει θύμα βιασμού από τον Χανκ, η Άλμα καλείται να πάρει θέση. Χωρίς να επιχειρήσει να διασταυρώσει τα γεγονότα, θα σταθεί στο πλευρό της Μάγκι, η οποία εν τω μεταξύ έχει φέρει στο φως ένα κομμάτι από το δικό της παρελθόν. Κι ενώ η υγεία της Άλμα κλονίζεται, μια σύγκρουση —ηθική, ταξική και βαθιά πολιτική— απειλεί να διαλύσει τις ζωές όλων.
Από τους τίτλους της ταινίας, ο Γκουαντανίνο («Είμαι ο Έρωτας», «Να με Φωνάζεις με το Όνομά σου», «Suspiria», «Οι Αντίπαλοι») πραγματοποιεί μια έμμεση αλλά σαφή αναφορά στον Γούντι Άλεν και ανοίγει την τράπουλα για μια περίπλοκη παρτίδα, όπου το διακύβευμα είναι, σε πρώτο επίπεδο, το #MeToo και, σε δεύτερο, το χάσμα των γενεών. Διότι, στην πραγματικότητα, οι αντίπαλοι σε αυτόν τον αγώνα δεν είναι οι προνομιούχοι λευκοί άνδρες και οι γυναίκες, αλλά δύο διαφορετικές γενιές, που αντιλαμβάνονται τον κόσμο με τον δικό τους τρόπο.
Γι’ αυτόν τον λόγο, εδώ ο κατηγορούμενος μπορεί μεν να είναι ένας λευκός άνδρας, ωστόσο την πραγματική εξουσία την κατέχει η οικογένεια της νεαρής μαύρης Μάγκι, η οποία επιχορηγεί με γενναία ποσά το πανεπιστήμιο. Μέσα σε αυτή την αντιπαράθεση, η αρχοντική Άλμα, κουβαλώντας το δικό της τραύμα που ακόμη δεν έχει καταφέρει να επεξεργαστεί, στέκεται διχασμένη και αβέβαιη — επιδιώκοντας να μείνει πιστή στις αρχές της, χωρίς όμως να φτάνει στην ουσία των γεγονότων.
Ο Γκουαντανίνο, με μια σκηνοθεσία ασφυκτικής έντασης, συνθέτει ένα ψυχολογικό θρίλερ με πολλαπλές διαστάσεις. Διατηρεί το σασπένς μέχρι τέλους, στρέφοντας την κάμερά του στις λεπτομέρειες — αλλάζοντας διαρκώς την οπτική απέναντι στους χαρακτήρες — χωρίς να χαρίζεται σε καμία πλευρά. Η ελίτ της πανεπιστημιακής κοινότητας, όπως και η νέα γενιά της woke culture, δεν ξεφεύγουν από τη διεισδυτική και επικριτική ματιά του Ιταλού δημιουργού, ο οποίος αναδεικνύει τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις τους, κρατώντας σκόπιμα θολά τα όρια της ηθικής. Έτσι, οι ρόλοι θύτη και θύματος συγχέονται, δημιουργώντας έναν ηθικό λαβύρινθο που φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με τα δικά του διλήμματα.
Αναμφίβολα, ο Ιταλός δημιουργό βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού, παίζοντας με επικίνδυνες ισορροπίες, και ενώ δεν κρύβει την κριτική του στάση απέναντι στο #MeToo, αιφνιδιάζει με ένα φινάλε που ανατρέπει κάθε βεβαιότητα. Διότι, παρότι αμφισβητεί τις πρακτικές της cancel culture και τον τρόπο που κάθε πλευρά επιλέγει να υπερασπιστεί τον εαυτό της, καταλήγει να αποδέχεται — ή έστω να παραδέχεται — ότι αυτός ίσως είναι ο μοναδικός δρόμος για να έρθει η αλήθεια στο φως. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, σύμφωνα με τη ματιά του Γκουαντανίνο, η αποκάλυψη της αλήθειας δεν πρόκειται να οδηγήσει σε καμία ουσιαστική αλλαγή. Διότι, τελικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το χρώμα του χρήματος είναι αυτό που υπερισχύει.
Η Τζούλια Ρόμπερτς, σε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της καριέρας της, ενσαρκώνει με την ερμηνεία της αυτόν τον πολύπλοκο προβληματισμό και τις συνέπειές του. Ο Άντριου Γκάρφιλντ, με την εκρηκτική του παρουσία, εντείνει την αγωνία, ενώ αυτός που τελικά κλέβει την παράσταση είναι ο καυστικός Μάικλ Στούλμπαργκ, ο οποίος, με έναν τρόπο, λειτουργεί ως alter ego του ίδιου του Γκουαντανίνο, που παρατηρεί αυτή την — εντέλει — κοσμοϊστορική αλλαγή.
Τύχη Βουνό (Good Fortune)
Σκηνοθεσία: Αζίζ Ανσάρι
Παίζουν: Κιάνου Ριβς, Σεθ Ρόγκεν, Αζίζ Ανσάρι, Κίκι Πάλμερ, Σάντρα Ο
Περίληψη: Ένας καλοπροαίρετος, αλλά μάλλον ανίκανος άγγελος, ονόματι Γκάμπριελ ανακατεύεται στις ζωές ενός εργαζόμενου και ενός πλούσιου επενδυτή.
Μια κωμωδία… αγγελικών διαστάσεων με τον Κιάνου Ριβς.
Ο Άρτζ παλεύει με αλλεπάλληλα μεροκάματα, όνειρα που δεν βγαίνουν και λογαριασμούς που τρέχουν. Ο Τζεφ, ένας συμπαθής δισεκατομμυριούχος της τεχνολογίας, ζει στο Μπελ Ερ με ατζέντα που περιλαμβάνει μπάνια στην πισίνα και ξέφρενα πάρτι. Ο άγγελος Γαβριήλ, διψασμένος να «αλλάξει ζωές», όπως στο «It’s a Wonderful Life», κάνει το μεγάλο πείραμα: βάζει τον έναν στο σώμα του άλλου για να αποδείξει ότι τα χρήματα δεν είναι λύση. Όταν τα πάντα εκτροχιάζονται, ο Γκάμπριελ θα ξεπέσει στη γη και, ως νεοσύλλεκτος άνθρωπος, θα γνωρίσει τι θα πει πείνα, κούραση, φιλία και αγάπη.
Γνωστός stand-up comedian, ο Αζίζ Ανσάρι στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα φτιάχνει μια έξυπνη κωμωδία καταστάσεων, με ανάλαφρο χιούμορ και εύπεπτα μηνύματα σχετικά με την ταυτότητα και την ευτυχία. Ακολουθώντας την καλά δοκιμασμένη συνταγή των screwball comedies της δεκαετίας του ’40, προσαρμοσμένη στο σήμερα, παραδίδει ένα ευφρόσυνο φιλμ, που κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και το παραμύθι, χωρίς ιδιαίτερες πρωτοτυπίες, αλλά με καλές προθέσεις.
Ο πάντα αγαπητός στο κοινό Κιάνου Ριβς, που μάλιστα τραυματίστηκε σοβαρά στη διάρκεια των γυρισμάτων αλλά δεν δέχτηκε να διακόψει, δοκιμάζεται σε έναν ρόλο που ταιριάζει στη θετική του αύρα.
Ένα Απλό Ατύχημα (Yek tasadef sadeh/(It Was Just an Accident)
Σκηνοθεσία: Τζαφάρ Παναχί
Παίζουν: Βαχίντ Μομπασερί, Μαριάμ Αφσαρί, Εμπραχίμ Αζίζι
Περίληψη: Μετά από ένα ατύχημα με αυτοκίνητο, ένας άντρας αντιλαμβάνεται ότι το πρόσωπο που στέκεται δίπλα του σχετίζεται με κάτι πολύ άσχημο, που του συνέβη στο παρελθόν.
Ο Τζαφάρ Παναχί «Ο Κύκλος», «Offside») επιστρέφει με ηχηρή πράξη αντίστασης απέναντι στο ιρανικό καθεστώς, κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών.
Έπειτα από ένα ατύχημα με το αυτοκίνητό τους, ένας άνδρας, η έγκυος γυναίκα του και η μικρή τους κόρη φτάνουν σε μια αποθήκη και ζητούν βοήθεια από τον ιδιοκτήτη της. Μόνο που ο άνδρας συνειδητοποιεί πως μάλλον βρίσκεται αντιμέτωπος με τον βασανιστή του στη φυλακή από το μακρινό του παρελθόν. Τότε, αποφασίζει να τον τιμωρήσει και να τον θάψει ζωντανό. Επειδή όμως δεν είναι σίγουρος για την ταυτότητά του, ζητά από τους πρώην συγκρατούμενούς του να συνδράμουν σε αυτή την εκδικητική αποστολή.
Ο Τζαφάρ Παναχί, που ασκεί εδώ και πολλά χρόνια κριτική στο θεοκρατικό Ιράν, έχει υποστεί αμέτρητες διώξεις από την κυβέρνηση της χώρας του: έχει φυλακιστεί δύο φορές, έχει κάνει απεργία πείνας, έχει αναγκαστεί να πουλήσει το σπίτι του για να πληρώσει την εγγύηση, επί χρόνια δεν του επιτρεπόταν να ταξιδέψει και του είχε απαγορευτεί να γυρίζει ταινίες, καθώς αυτές θεωρούνται προπαγάνδα εναντίον του καθεστώτος, όμως ουδέποτε πτοήθηκε. Μάλιστα, το 2011, η ταινία του «This Is Not a Film» προβλήθηκε στις Κάννες, αφού βγήκε λαθραία από το Ιράν σε ένα USB κρυμμένο μέσα σε ένα κέικ.
Αντλώντας υλικό από την προσωπική του εμπειρία στις φυλακές του Εβίν, αλλά και από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, ο Ιρανός δημιουργός αναμειγνύει στοιχεία μαύρης κωμωδίας και πολιτικού θρίλερ, διερευνώντας πανανθρώπινα ζητήματα, όπως η εκδίκηση, η αυθαίρετη απονομή δικαιοσύνης, η συγχώρεση κι η αγάπη για τον συνάνθρωπο. Και παρόλο που η ταινία παραμένει πάντα μια πράξη αντίστασης απέναντι στο ιρανικό καθεστώς, ο Παναχί καταφέρνει με τον τρόπο που διαχειρίζεται το υλικό του, την οξυδέρκεια και το χιούμορ του, να της δώσει μια οικουμενική διάσταση, φτιάχνοντας μια αλληγορία που καταδικάζει το άλογο μίσος από όπου και αν προέρχεται.
Η ανάμειξη του μαύρου χιούμορ με στοιχεία τεταμένης ψυχολογίας δίνει στην αφήγηση μια ιδιόμορφη, αποστασιοποιημένη αίσθηση, ενώ το σενάριο χτίζει με επιδεξιότητα την ατμόσφαιρα της αποθήκης ως σκηνικού σύγκρουσης — ένας μικρός, κλειστός χώρος γίνεται τόπος ηθικών διλημμάτων και πρακτικής βίας. Οι χαρακτήρες δεν είναι μονοδιάστατοι- τα κίνητρα και οι αμφιβολίες του πρωταγωνιστή, η αγωνία της εγκύου και η αθωότητα της κόρης δημιουργούν συγκρούσεις που δεν εξαντλούνται στη βίαιη λύση, αλλά προκαλούν τον θεατή να σκεφτεί για την έννοια της τιμωρίας και της δικαιοσύνης, ενώ ταυτόχρονα δεν αποφεύγει να δείξει το κόστος της εκδίκησης — προσωπικό και συλλογικό.
Νεκρό Τηλέφωνο 2 (Black Phone 2)
Σκηνοθεσία: Σκοτ Ντέρικσον
Παίζουν: Ίθαν Χοκ, Μέισον Τεμς, Μάντλιν ΜακΓκρο, Τζέρεμι Ντέιβις
Περίληψη: Ο Φιν και η Γκουέιν πρέπει να αντιμετωπίσουν έναν δολοφόνο που έχει επιστρέψει από τον άλλο κόσμο και με έναν περίεργο τρόπο συνδέεται με το παρελθόν της οικογένειάς τους.
Το πολυαναμενόμενο sequel της επιτυχημένης ταινίας τρόμου του 2021, με σκηνοθέτη τον Σκοτ Ντέρικσον και παραγωγή από την Blumhouse Productions.
Καθώς ο 17χρονος πια Φιν πασχίζει να ζήσει φυσιολογικά μετά από την αιχμαλωσία του, η πεισματάρα 15χρονη Γκουέν ακούει στα όνειρά της το μαύρο τηλέφωνο να χτυπά και υποφέρει από εφιαλτικά οράματα με τρία αγόρια, που καταδιώκονται σε μια κατασκήνωση. Αποφασισμένη να λύσει το μυστήριο και να δώσει ένα τέλος στην αγωνία τόσο τη δική της όσο και του αδελφού της, η Γκουέν πείθει τον Φιν να επισκεφθούν την κατασκήνωση κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας. Εκεί, αποκαλύπτει μια συνταρακτική σύνδεση ανάμεσα στον Απαγωγέα και την οικογένειά της.
Να λοιπόν που ο Απαγωγέας, με τη βαθιά φωνή του Ίθαν Χοκ, αν και νεκρός, επιστρέφει για να στοιχειώσει τα όνειρα της Γκουέν, η οποία έχει πάρει το «χάρισμα» της αυτόχειρας μητέρας της. Έτσι, ο Σκοτ Ντέρικσον («Sinister», «Doctor Strange») καλείται να υπογράψει ένα sequel, πουακολουθεί την αισθητική των βιντεοταινιών της δεκαετίας του ’80, αποτίοντας με τον δικό του τρόπο έναν φόρο τιμής στο είδος. Ταυτόχρονα όμως έχει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα: οι κανόνες με τους οποίους λειτουργεί εδώ το νεκρό τηλέφωνο αναπροσαρμόζονται, αφού οι γραμμές επικοινωνούν με το επέκεινα, με τον Ντέρικσον να καταφεύγει συχνά σε μελοδραματικά τρικάκια για να μπαλώσει τις προχειρότητες.
Το χιονισμένο τοπίο δημιουργεί μια αναπάντεχη εικόνα της κόλασης, όπου ο πάγος καίει περισσότερο από κάθε φωτιά, ενώ τα οράματα έχουν ένα ρετρό άρωμα, αν και τα εφέ παραείναι ψεύτικα. Αλλά, επειδή ο ρυθμός εξοκείλει συχνά και οι ανατροπές δεν προκαλούν τις αναμενόμενες ανατριχίλες, μάλλον οι δημιουργοί θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά πώς θα ανανεώσουν το υλικό τους, αν θέλουν να μας ξανατηλεφωνήσουν.
Καλές Γιορτές (Happy Holidays)
Σκηνοθεσία: Σκάνταρ Κόπτι
Παίζουν: Μανάρ Σεχάμπ, Γουαφά Αούν, Μεράβ Μαμόρσκι
Περίληψη: Τέσσερις χαρακτήρες που βιώνουν τις δικές τους ξεχωριστές πραγματικότητες, ρίχνουν φως στις σύνθετες σχέσεις μεταξύ φύλων, γενεών και πολιτισμών σε μια πολύπαθη επικράτεια.
H ταινία του Σκάνταρ Κόπτι για το παλαιστινιακό ζήτημα, που απέσπασε τον Χρυσό Αλέξανδρο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Βραβείο Σεναρίου στους Ορίζοντες της Βενετίας.
Ο Ραμί, ένας Παλαιστίνιος που ζει στη Χάιφα, έρχεται αντιμέτωπος με την ξαφνική μεταστροφή της Εβραίας συντρόφου του, η οποία επανεξετάζει την απόφασή της για άμβλωση. Η μητέρα του, η Χανάν, βυθίζεται με μια σοβαρή οικονομική κρίση και μπλέκει σε έναν κυκεώνα προβλημάτων, καθώς διεκδικεί αποζημίωση για το ατύχημα της κόρης της, της Φίφι. Η Μίρι πρέπει να διαχειριστεί την κατάθλιψη της δικής της κόρης και, ταυτόχρονα, επιχειρεί να υπονομεύσει την εγκυμοσύνη της αδερφής της με τον Ράμι. Η Φίφι, από την πλευρά της, κουβαλάει ένοχα ένα μυστικό, που απειλεί να κλονίσει την οικογενειακή της υπόληψη, αλλά και τη νέα της σχέση με τον Δρ. Ουαλίντ.
Ο Σκάνταρ Κόπτι, Παλαιστίνιος σκηνοθέτης και εικαστικός καλλιτέχνης, που ζει στη Γιάφα, αντλεί — όπως συνηθίζει — έμπνευση από τις προσωπικές του εμπειρίες και τη ζωή της παλαιστινιακής κοινότητας στο Ισραήλ, αποτυπώνοντας έναν βαθύ διχασμό. Βασικό του έργο αποτελεί η ταινία «Ajami», που μέσα από ένα ντοκιμαντερίστικο ύφος καταγράφει τις εντάσεις και τις αντιφάσεις μιας κοινότητας σε συνεχή αναταραχή.
Βέβαια, τα οικογενειακά δράματα του Κόπτι, όσο κι αν αποκαλύπτουν μια πλευρά του φλέγοντος αυτού ζητήματος, ελάχιστα μπορούν να συγκριθούν με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Παλαιστίνη. Ίσως απλώς λειτουργούν ως προάγγελοι του τι μπορεί να επακολουθήσει, όταν αυτή η τεράστια τραγωδία τελειώσει, χωρίς ωστόσο να έχει βρεθεί μια πραγματική λύση. Σε κινηματογραφικό επίπεδο πάντως, ο δημιουργός διασταυρώνει εύστοχα τις διαφορετικές του ιστορίες και παρακολουθεί με αντικειμενική ματιά τους ήρωές του, σε όποια πλευρά κι αν ανήκουν — χωρίς να επιδιώκει ιδιαίτερες σκηνοθετικές καινοτομίες, διατηρώντας μια λιτή προσέγγιση.
Ρίφενσταλ, Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ (Riefenstahl)
Σκηνοθεσία: Άντρες Φάιελ
Περίληψη: Η προσωπικότητα της σκνοθέτιδας Λένι Ρίφενσταλ ξετυλίγεται με μοναδικό βάθος, αντλώντας υλικό από το προσωπικό της αρχείο.
Πολυβραβευμένο γερμανικό ντοκιμαντέρ για τη βασίλισσα της προπαγάνδας των Ναζί, Λένι Ριφενσταλ.
Η Ρίφενσταλ είναι μία από τις πιο αμφιλεγόμενες γυναίκες του 20ού αιώνα. Μπορεί η ίδια να έλεγε πως ξεχώριζε από τα έργα της το «Γαλάζιο Φως», ένα υπνωτιστικό παραμύθι όπου μάλιστα πρωταγωνιστούσε στον ρόλο μια μάγισσας, αλλά ήταν οι ταινίες «Ο Θρίαμβος της Θέλησης» και «Olympia» που της έδωσαν μια θέση στην Ιστορία, έστω και αρνητική. Γιατί σε αυτές, η Ρίφενσταλ, αν και γυναίκα, κατάφερε να διεισδύσει στην κινηματογραφική βιομηχανία, όχι απλώς υποστηρίζοντας, αλλά και αποθεώνοντας τη ναζιστική ιδεολογία. Η λατρεία του σώματος, η εξύμνηση του ανώτερου και η περιφρόνηση για το ατελές και αδύναμο κυριαρχούν στη φιλμογραφία της, που αν και ξεχωρίζει για το τεχνικό της κομμάτι, παραμένει σκοτεινή. Η ίδια, μέχρι τέλους, αρνιόταν τους δεσμούς της με τον Χίτλερ, όμως το ενδελεχές ντοκιμαντέρ του Άντρες Φάιελ, που απέκτησε πρόσβαση στο αρχείο της, έρχεται να ανατρέψει την εικόνα που προσπάθησε να χτίσει μεταπολεμικά.
Ο Φάιελ λοιπόν, χωρίς να αποκρύπτει την ιστορία της και το νεανικό της παρελθόν, και προσπαθώντας να διατηρήσει μια αντικειμενική ματιά πάνω στην Ρίφενσταλ, αποκαλύπτει τις σχέσεις της με το ναζιστικό καθεστώς, καθώς και τα πιστεύω της που δεν διέφεραν καθόλου από αυτά του Τρίτου Ράιχ, αλλά και πολλών Γερμανών που, μετά από τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσπαθούσαν να πείσουν ότι έκαναν απλώς τη δουλειά τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο Φάιελ παίρνει μια σαφή και ξεκάθαρη θέση στο κατά πόσο το έργο ενός καλλιτέχνη είναι ανεξάρτητο από τις αρχές του.
Super Paradise: The Story of Mykonos
Σκηνοθεσία: Στηβ Κρικρής
Περίληψη: Η ιστορία της Μυκόνου και το πώς εξελίχθηκε σε πολυτελή τουριστικό προορισμό.
Ο Στηβ Κρικρής, με το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του, εξερευνά πώς η Μύκονος έχασε την αθωότητά της.
Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, η Μύκονος γνώρισε ριζικές μεταμορφώσεις. Από φτωχικό νησί έγινε ένας από τους ακριβότερους προορισμούς του κόσμου· από άγνωστη γωνιά του Αιγαίου, παγκόσμιος πόλος έλξης· από σύμβολο ελευθερίας, τόπος των προνομιούχων.
Το «Super Paradise» ταξιδεύει από την ένδεια της μεταπολεμικής Μυκόνου στις ανέμελες μέρες της δεκαετίας του ’70 και από εκεί στην ακραία εμπορευματοποίηση και τον μαζικό τουρισμό του σήμερα. Όλες οι αντιφατικές όψεις του νησιού ζωντανεύουν μέσα από μοναδικές αφηγήσεις ντόπιων και ξένων — διανοούμενων, καλλιτεχνών, ψαράδων, επιχειρηματιών — που προσφέρουν μια ανεπανάληπτη ματιά στη μυκονιάτικη εμπειρία και αποκαλύπτουν το παρασκήνιο ενός σύνθετου και συναρπαστικού τόπου.
Με σπάνιο αρχειακό υλικό και αυθεντικές αφηγήσεις, το «Super Paradise» δεν σκιαγραφεί απλώς τη Μύκονο· καταθέτει μια καίρια, σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ, μελέτη περίπτωσης για το πώς ένας «παράδεισος» ανακαλύπτεται, πωλείται και αγοράζεται ξανά και ξανά, μέχρι να αποσυντεθεί.
Χάιντι: Η Διάσωση του Μικρού Λύγκα (Heidi - Die Legende vom Luchs)
Σκηνοθεσία: Τομπίας Σβαρτς, Αϊθέα Ρόκα
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Φιλίππας Μαβιτζή, Μυρτούς Ναούμ, Κώστα Αποστολίδη, Βαγγέλη Χαλκιαδάκη, Μαριλένας Λιακοπούλου, Κωνσταντίνου Στελλούδη
Περίληψη: Η μικρή Χάιντι αυτή τη φορά πρέπει να προστατεύσει έναν μικρό λύγκα, αλλά και όλο το βουνό, από έναν άπληστο βιομήχανο.
Η αγαπημένη βοσκοπούλα, που πλέον μεγαλώνει την έκτη γενιά παιδιών, επιστρέφει με νέες περιπέτειες.
Στην καρδιά των ελβετικών Άλπεων, η οχτάχρονη Χάιντι, γνωστή για την αγάπη της σε κάθε είδους περιπέτεια, απολαμβάνει την ανέμελη ζωή της με τον δύστροπο αλλά στοργικό παππού της, περιτριγυρισμένη από καταπράσινα βοσκοτόπια και πανύψηλες βουνοκορφές.
Σε μία από τις βόλτες της, βρίσκει και σώζει έναν τραυματισμένο μικρό λύγκα από την παγίδα που έστησε ένας πονηρός βιομήχανος, ο κύριος Σνάιτινγκερ. Η Χάιντι ονομάζει τον λύγκα Πέπερ και τον περιποιείται κρυφά για να γίνει καλά. Καθώς τα παιχνιδιάρικα καμώματα του μικρού αρχίζουν να τραβούν την προσοχή των γύρω, η Χάιντι μαθαίνει ότι τα σχέδια του Σνάιτινγκερ για ένα καταστροφικό πριονιστήριο στην περιοχή απειλούν όχι μόνο τον μικρό προστατευόμενό της, αλλά και ολόκληρο το οικοσύστημα του βουνού.
Παρέα με τον πιστό της φίλο, τον Πέτερ, η Χάιντι ξεκινά μέσα στη νύχτα ένα τολμηρό ταξίδι για να επιστρέψει τον λύγκα στην οικογένειά του, πριν να είναι πολύ αργά. Στην πορεία, οπλισμένη με το θάρρος και την καλοσύνη που τη χαρακτηρίζουν, αλλά και με την αδιαμφισβήτητη δύναμη της φιλίας, θα έρθει αντιμέτωπη με τους κινδύνους της φύσης και την απληστία των ανθρώπων.
Επαναπροβολή:
Τα Παιδιά του Παραδείσου (Les Enfants Du Paradis)
Σκηνοθεσία: Μαρσέλ Καρνέ
Παίζουν: Αρλετί, Ζαν Λουί Μπαρό, Πιέρ Μπρασέρ, Πιερ Ρενουάρ, Μαρία Κασαρές, Γκαστόν Μοντό
Περίληψη: Στο Παρίσι του 19ου αιώνα, τέσσερις άντρες —ένας μίμος, ένας ηθοποιός, ένας εγκληματίας και ένας αριστοκράτης— ερωτεύονται την ίδια γυναίκα, τη μυστηριώδη Γκαράνς.
Μια από τις πιο ποιητικές ταινίες όλων των εποχών, που γυρίστηκε κρυφά μέσα στο κατεχόμενο από τους Ναζί Παρίσι, κυκλοφορεί σε επανέκδοση.
Παρίσι, 1840, Λεωφόρος του Εγκλήματος. Μέσα στο πολύβουο πλήθος που συνωστίζεται γύρω από τα θεάματα, μια ελεύθερη γυναίκα, η Γκαράνς, γίνεται το αντικείμενο του πόθου ενός πρωτοπόρου, αλλά και συνεσταλμένου μίμου, του Μπαπτίστ. Εκείνος την ερωτεύεται παράφορα και με μια εξαιρετική παντομίμα τη γλιτώνει από τη φυλακή. Ένας τέτοιος έρωτας όμως δεν είναι εφικτός. Η γοητευτική Γκαράνς προσελκύει πολλούς άντρες δίπλα της και ο ρομαντικός Μπαπτίστ δεν δέχεται τίποτα άλλο πέρα από την απόλυτη αφοσίωση.
Σύντομα τους δύο τους χωρίζουν άλλοι έρωτες. Ο Λασνέρ, ο Φρεντερίκ Λεμαίτρ και ο πάμπλουτος κόμης Εντουάρ διεκδικούν την Γκαράνς, ενώ η πιστή και ερωτευμένη Ναταλί τον Μπαπτίστ. Φαίνεται πως οι ζωές τους είναι καταδικασμένες να εξελίσσονται παράλληλα. Όμως, το πάθος του Μπαπτίστ παραμένει άσβεστο και φουντώνει περισσότερο όσο περνά ο καιρός.
Το εμβληματικό μελόδραμα του Μαρσέλ Καρνέ θεωρείται από πολλούς ως η κορυφαία στιγμή του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού. Μέσα από ένα πολύπλοκο ερωτικό τρίγωνο (ή μάλλον πεντάγωνο), ο Καρνέ και ο Ζακ Πρεβέρ υφαίνουν μια τοιχογραφία πάθους, φιλοδοξίας και μοίρας, με φόντο το «Παράδεισο» — το ψηλότερο διάζωμα του θεάτρου, όπου το κοινό των απλών ανθρώπων γελά και κλαίει πιο δυνατά από όλους.