Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, το iefimerida.gr συνομίλησε με την δημιουργό της ταινίας μικρού μήκους «Πορφυρή Λεμονιά», Καλλιόπη Βίλλυ Κωτούλα.
Μια ταινία που καταπιάνεται με το βαθιά επίκαιρο και επώδυνο ζήτημα των γυναικοκτονιών, φωτίζοντας με ευαισθησία και αλήθεια τις σκιές που συχνά κρύβονται πίσω από κλειστές πόρτες.
Όπως λέει η ταινία αν και δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αναδεικνύει με ευαισθησία το φαινόμενο της γυναικοκτονίας και τη σιωπή που πολλές φορές την περιβάλλει, ενώ φέρνει στο προσκήνιο τη συνενοχή και την κουλτούρα της πατριαρχίας που έχει περάσει και στις γυναίκες.
Αναλυτικά ολόκληρη η συνέντευξη:
• Πείτε μας δύο λόγια για την ταινία και για τα μηνύματα της;
Η «Πορφυρή Λεμονιά» είναι μια ταινία που επιχειρεί να φωτίσει τη σκοτεινή πραγματικότητα της γυναικοκτονίας μέσα από μια ιστορία μυθοπλασίας, που δυστυχώς αντικατοπτρίζει καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μας. Με αφορμή μια φαινομενικά καθημερινή σχέση, η ταινία αποκαλύπτει σταδιακά τους μηχανισμούς της έμφυλης βίας και τη διαδρομή που οδηγεί από τον έλεγχο και τη χειραγώγηση μέχρι την απόλυτη καταστροφή. Ένα από τα βασικά μηνύματα της ταινίας είναι ότι η γυναικοκτονία δεν εμφανίζεται ξαφνικά∙ είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιά ριζωμένης κουλτούρας πατριαρχίας, η οποία έχει περάσει όχι μόνο στους άντρες αλλά και στις ίδιες τις γυναίκες. Η ταινία αναδεικνύει την κοινωνική συνενοχή – τις σιωπές, τις δικαιολογίες, τις «καλές συμβουλές» και την ανοχή που συχνά λειτουργούν σαν προστατευτικό δίχτυ για τον θύτη και σαν παγίδα για το θύμα. Δείχνει πώς κανονικοποιούνται συμπεριφορές ελέγχου και πώς, μέσα από στερεότυπα και κοινωνικές προσδοκίες, οι γυναίκες πολλές φορές εκπαιδεύονται να υπομένουν, να συγχωρούν ή να θεωρούν την κακοποίηση «ιδιωτική υπόθεση». Η Πορφυρή Λεμονιά θέλει να ανοίξει έναν διάλογο για όλα αυτά: για την ανάγκη να αναγνωρίζουμε έγκαιρα τα σημάδια της βίας, να σπάμε τη σιωπή, να στηρίζουμε τις γυναίκες που κινδυνεύουν και να αμφισβητούμε τις κοινωνικές κατασκευές που τη δικαιολογούν. Είναι μια ταινία που, πέρα από την αφήγησή της, λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η αλλαγή ξεκινά από την επίγνωση και την ευθύνη όλων μας.
• Πώς αποφασίσατε να δημιουργήσετε αυτή την ταινία. Εχει βιογραφικά στοιχεία; Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα/μαρτυρίες ή «ακουμπά» πάνω σε γνωστά γεγονότα τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας; Πόσο δύσκολο οι εύκολο ήταν να συλλέξετε αυτό το υλικό;
Η απόφαση να δημιουργήσουμε την Πορφυρή Λεμονιά γεννήθηκε από την ανάγκη να μιλήσουμε ανοιχτά για τη γυναικοκτονία, ένα ζήτημα βαθιά κοινωνικό και εξαιρετικά επίκαιρο. Παρότι η ιστορία της ταινίας δεν βασίζεται σε συγκεκριμένα αληθινά γεγονότα ή σε μια πραγματική υπόθεση, είναι εμπνευσμένη από το κλίμα και την πραγματικότητα που όλοι πλέον γνωρίζουμε: τις επαναλαμβανόμενες περιπτώσεις έμφυλης βίας που έρχονται στο φως. Δυστυχώς, ακόμη κι αν η δική μας ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας, τα γεγονότα που περιγράφονται έχουν σίγουρα συμβεί σε πολλές γυναίκες γύρω μας. Η ταινία δεν έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Αυτό που «κουβαλά» όμως είναι η συναισθηματική εμπειρία και ευαισθησία μας πάνω στο θέμα. Για τη δημιουργία της χρειάστηκε να μελετήσουμε μαρτυρίες, κοινωνικές έρευνες και δημόσια καταγεγραμμένες υποθέσεις, όχι για να αναπαράγουμε μία συγκεκριμένη ιστορία, αλλά για να αντιληφθούμε το εύρος και το βάθος της βίας, ώστε η αφήγηση να είναι αληθινή, ανθρώπινη και υπεύθυνη. Η συλλογή του υλικού ήταν ταυτόχρονα δύσκολη και αναγκαία. Δύσκολη, γιατί η ενασχόληση με τόσο σκοτεινά και τραυματικά θέματα απαιτεί ψυχική αντοχή· και αναγκαία, γιατί μόνο έτσι μπορούσαμε να αποδώσουμε με σεβασμό την πραγματικότητα που θέλαμε να αναδείξουμε. Στόχος μας δεν ήταν να σοκάρουμε, αλλά να δημιουργήσουμε έναν διάλογο και να προσκαλέσουμε τον θεατή να σκεφτεί, να νιώσει και, ίσως, να δράσει.
•Πιστεύετε ότι η βία κατά των γυναικών και κατ επέκταση οι γυναικοκτονίες είναι ένα πρόβλημα που η Ελληνική κοινωνία και η ελληνική πολιτεία αντιμετωπίζει με την δέουσα προσοχή ή ακόμα έχουμε δρόμο μπροστά μας μέχρι να εκριζωθεί το πρόβλημα;
Όταν σκέφτομαι τη βία κατά των γυναικών και τις γυναικοκτονίες, δεν μπορώ να αποφύγω μια αίσθηση διχογνωμίας μέσα μου. Από τη μία, βλέπω μια κοινωνία που αρχίζει να αναγνωρίζει ανοιχτά ένα πρόβλημα που για χρόνια κρυβόταν πίσω από κλειστές πόρτες. Από την άλλη, δεν είμαι βέβαιος ότι έχουμε ακόμη αγγίξει το βάθος του. Η Ελλάδα έχει κάνει βήματα – σε νόμους, σε δημόσιες συζητήσεις, σε ενημέρωση. Κι όμως, κάθε φορά που ένα τέτοιο έγκλημα επαναλαμβάνεται, νιώθω σαν να επιστρέφουμε στην αρχή. Σαν να μας θυμίζει ότι οι αλλαγές δεν είναι μόνο ζήτημα θεσμών αλλά κυρίως ζήτημα νοοτροπίας. Και οι νοοτροπίες είναι οι πιο δύσκολοι «νόμοι» να αλλάξουν. Η πατριαρχική κουλτούρα που όλοι, με κάποιον τρόπο, έχουμε κληρονομήσει -άντρες και γυναίκες- δεν ξεριζώνεται εύκολα. Είναι φτιαγμένη από φράσεις, τρόπους, παραδόσεις και σιωπές. Κι όσο αυτή η κουλτούρα υπάρχει, τόσο η βία θα βρίσκει χώρο να επιβιώνει, ακόμη κι αν όλοι δηλώνουμε ότι την απορρίπτουμε. Άρα, έχουμε κάνει πρόοδο; Ναι. Επαρκεί; Όχι ακόμη. Η πραγματική αλλαγή απαιτεί μια βαθιά, συλλογική ενδοσκόπηση: να δούμε πώς στεκόμαστε απέναντι στις γυναίκες γύρω μας, απέναντι σε όσα ακούμε, απέναντι σε αυτά που για χρόνια θεωρούσαμε «φυσιολογικά». Πιστεύω πως ο δρόμος υπάρχει, αλλά πρέπει να τον περπατήσουμε με ειλικρίνεια. Με τη διάθεση όχι απλώς να καταδικάζουμε τη βία όταν συμβαίνει, αλλά να αναρωτιόμαστε τι την τροφοδοτεί πριν φτάσει ως εκεί. Κι αυτή η εσωτερική εργασία είναι ίσως η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο αναγκαία.