Τι έλεγε ο Σαββόπουλος για τον Σαββόπουλο στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Από τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’40 ως τις εξομολογήσεις του 2025, ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν υπήρξε απλώς ένας τραγουδοποιός.
Υπήρξε ο καθρέφτης μιας χώρας που άλλαζε ρυθμό, πολιτική και ψυχή. Ένα παιδί της μεσαίας τάξης που έφυγε από τη Νομική του Αριστοτελείου με μια κιθάρα και εκατό δραχμές στην τσέπη, για να κατέβει στην Αθήνα των μεγάλων υποσχέσεων και της βασανιστικής πείνας.
«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά σιγά»
Εκεί, μέσα σε δωμάτια χωρίς μπάνιο και μέρες χωρίς φαγητό, έστησε τη δική του μουσική γλώσσα, ένα κράμα λαϊκού, ροκ και ποίησης που έγινε πολιτισμικό φαινόμενο.
«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια. Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες… Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα του. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός» εξομολογήθηκε για πρώτη φορά μέσα από την αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» και παραδέχεται με γενναιότητα: «Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται».

Ο «Νιόνιος» δεν έμεινε ποτέ στάσιμος. Από τον ανυπότακτο φοιτητή της δεκαετίας του ’60 ως τον ώριμο στοχαστή της μεταπολίτευσης, μετέτρεψε την προσωπική του διαδρομή σε καθρέφτη των ελληνικών μεταμορφώσεων. Την εποχή που άλλοι έγραφαν ύμνους, εκείνος έγραφε αμφιβολίες. Στην προσωπική του ζωή, οι σκιές ήταν πάντα παρούσες. Η γνωριμία του με την Άσπα, τη γυναίκα που στάθηκε στο πλευρό του μια ολόκληρη ζωή, ήρθε την εποχή που όπως έχει ομολογήσει «τρέκλιζε» μέσα στους καπνούς των μπάφων και των απογοητεύσεων. Μαζί της έζησε έρωτα, συγκρούσεις, απολογισμούς, παιδιά, εγγόνια. Δεν δίστασε να παραδεχτεί δημόσια τα λάθη του, ότι χαστούκισε τα παιδιά του.
Οι δύσκολες οικογενειακές στιγμές
«Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες…”. Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου. Τα λάτρευα. Περπατούσαμε χεράκι, χεράκι, πρώτα με τον μεγάλο και λίγα χρόνια μετά με τον μικρό. Ανεβαίναμε στη μεγάλη ρόδα του λούνα παρκ και χαζεύαμε. Τους έδειχνα τα ωραία σπίτια, μετά καθόμασταν στο δασάκι να καπνίσω ένα τσιγάρο. Γυρνούσαμε σπίτι με βήμα ζωηρό. Τους μάθαινα κολύμπι, τους μάθαινα ποδήλατο. Ισορροπούσαν στο τιμόνι και η χαρά έτρεχε από τα μπατζάκια τους. Λάμπανε σαν άγγελοι. Βγαίναμε με την κιθάρα για τα κάλαντα, στολίζαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγκαλιαζόμασταν και χοροπηδούσαμε στις γιορτές».
Υπήρξαν στιγμές που η οικογένεια διαλύθηκε και ξαναχτίστηκε από την αρχή. «Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Όλα αυτά 40 χρόνια πριν. Τώρα η θάλασσα ηρέμησε».
Αυτές οι ειλικρινείς εξομολογήσεις, μακριά από την ωραιοποιημένη εικόνα του «θρύλου», είναι εκείνες που τον κάνουν ανθρώπινο, σχεδόν συγκινητικά ευάλωτο. Η ζωή του είναι μια αλληλουχία αντιθέσεων που ξετυλίγονται μέσα από τις 334 σελίδες του βιβλίου. Ο ποιητής και ο πατέρας, ο επαναστάτης και ο συντηρητικός, ο ροκ και ο λαϊκός. Έζησε την εποχή της χούντας, τραγούδησε τη μεταπολίτευση, κατέγραψε την Ελλάδα που έψαχνε ταυτότητα. Κι όταν οι εποχές άλλαζαν, εκείνος δεν έμενε πίσω, άλλαζε μαζί τους. Στις αφηγήσεις του για τα εγγόνια του, στα παραμύθια που τους έλεγε «για να τα κρατάει κοντά», φαίνεται πια ένας άνθρωπος που δεν χρειάζεται μικρόφωνα για να αφηγηθεί, αλλά απλώς ακροατές. Στο βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», άνοιξε ολοκληρωτικά την καρδιά του.
Μίλησε για την πείνα, για τις ενοχές, για τον καρκίνο που τον δοκίμασε, για τη φθορά και τη συμφιλίωση με τον εαυτό του. «Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τι έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους: – Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε. Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πιτζάμες. Με ελέγξανε: – Βγάλτε και τα εσώρουχά σας. Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα. Κι όπως ήμουν έτσι να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σαν να 'φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μου βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν. - Χρόνια πολλά, μου είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα», αναφέρει για τότε που νοσηλευόταν με καρκίνο στον πνεύμονα και κορωνοϊό. Δεν το έκανε για εντυπωσιασμό, αλλά για λύτρωση.
«Αυτό κάνω όλη μου τη ζωή, αφηγούμαι» θα πει σε παλαιότερη συνέντευξη. «Δεν έγραψα για να εξηγηθώ. Έγραψα για να θυμηθώ», γράφει. Και πράγματι, το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» δεν είναι ένα βιβλίο αυτοδικαίωσης, αλλά ένας καθρέφτης ζωής, γεμάτος ρωγμές και φως. Ο Σαββόπουλος δεν ζητά να τον κρίνουμε· ζητά να τον ακούσουμε. Όχι τον τραγουδιστή, αλλά τον άνθρωπο που έζησε, έσφαλε, αγάπησε και τραγούδησε — χύμα, όπως τα χρόνια του.