Η αμηχανία με την οποία υποδέχθηκαν τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ τη συμφωνία Τραμπ-ΕΕ δείχνει πόσο απροετοίμαστη πιάστηκε η Ευρώπη και μας προδιαθέτει για μια νέα, δύσκολη περίοδο στις ευρω-αμερικανικές σχέσεις.
Μπορεί οι περισσότεροι να μίλησαν για «λευκό καπνό», επί της ουσίας, όμως, η συμφωνία συνιστά μια βαριά ήττα για την ΕΕ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που έκανε την τελική διαπραγμάτευση.
Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του Γάλλου πρωθυπουργού Μπαϊρού: «Είναι μια μαύρη ημέρα όταν μια συμμαχία ελεύθερων λαών μαζεύεται για να προβάλει τις αρχές της και να υπερασπίσει τα συμφέροντά της και τελικά επιλέγει την υποταγή».
Η συμφωνία προβλέπει ότι οι δασμοί που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στα εισαγόμενα ευρωπαϊκά προϊόντα αυξάνονται κατά μέσον όρο από το 4,5% που ήταν προ Τραμπ στο 15%. Ωστόσο, επειδή είχαν προηγηθεί οι απειλές του Αμερικανού προέδρου για δασμούς 40%, η συμφωνία έγινε δεκτή με… ανακούφιση. Η ΕΕ δεσμεύθηκε να αγοράζει ενεργειακά προϊόντα -κυρίως πανάκριβο υγροποιημένο φυσικό αέριο- με ρυθμό 250 δισ. ευρώ το χρόνο. Έτσι, η Ευρώπη περνάει πλέον επισήμως από το φθηνότερο ρωσικό φυσικό αέριο στο ακριβότερο αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο. Δεν είναι δύσκολο, βέβαια, να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες που θα έχει αυτό στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Υπάρχει, όμως, κι άλλο μελανό σημείο για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Θυμάστε την έκθεση Ντράγκι που εξηγούσε ότι χρειάζεται επειγόντως μεγάλη αύξηση επενδύσεων στην ΕΕ; Προφανώς ξεχάστηκε, γιατί η Φον ντερ Λάιεν συμφώνησε με τον Τραμπ το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να κάνει η ΕΕ επενδύσεις ύψους 600 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η ΕΕ έχει ήδη δεσμεύσει αυξημένα κονδύλια για την Άμυνα, τα περισσότερα από τα οποία θα καταλήξουν στην αμερικανική πολεμική βιομηχανία, αντιλαμβάνεται ότι ο Τραμπ είναι ο μεγάλος νικητής στην αντιπαράθεσή του με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Η ευρωπαϊκή χώρα που πρωτίστως πανηγυρίζει για τη συμφωνία Τραμπ-Φον ντερ Λάιεν είναι η Γερμανία. Το Βερολίνο θεωρεί ότι ωφελείται γιατί η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία αντιμετώπιζε δασμούς 27,5% από τις ΗΠΑ και το 15% είναι προφανώς καλύτερο.
Το θέμα, όμως, είναι ότι η Φον ντερ Λάιεν, ως πρόεδρος της Κομισιόν, διαπραγματεύτηκε με το «πράσινο φως» του Βερολίνου και για θέματα που παραμένουν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών (ενεργειακά, αμυντικά, επενδυτικά).
Το ερώτημα πλέον είναι σε ποιο βαθμό θα εφαρμόσουν όλα τα κράτη-μέλη τη συμφωνία. Αν δεν συμβεί αυτό, έχει προβλεφθεί η δυνατότητα του Τραμπ να επιβάλει υψηλότερους δασμούς, επικαλούμενος ευρωπαϊκή ασυνέπεια.
Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία για τους δασμούς αναδεικνύει σε ένα ακόμη μείζον θέμα την… ασυμφωνία εντός ΕΕ για ζητήματα υψίστης σημασίας. Το είδαμε να συμβαίνει στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας, που οι Ευρωπαίοι διχάστηκαν πριν ακόμη γίνει πρόεδρος ο Τραμπ, το είδαμε στο θέμα της αύξησης των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, όπου η Ισπανία ζήτησε και πήρε εξαίρεση, το βλέπουμε τώρα στο Παλαιστινιακό ζήτημα, όπου ο Μακρόν ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους τον Σεπτέμβριο.
Ο πάλαι ποτέ ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας -βασικός πυλώνας ισχύος στην ΕΕ- μοιάζει σήμερα με το πιο σύντομο ανέκδοτο.
Όταν ο Γάλλος πρωθυπουργός αποκαλεί επισήμως «υποταγή» στον Τραμπ αυτό που η Γερμανίδα πρόεδρος της ΕΕ θεωρεί επιτυχημένη συμφωνία, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πού βρισκόμαστε.
Γαλλία-Γερμανία δύσκολα θα συμπλεύσουν στην αντιμετώπιση της κρίσης στη Μέση Ανατολή, ενώ στην Ουκρανία είναι φανερό ότι περιμένουν την επόμενη κίνηση του Τραμπ. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη παραπαίει μπροστά στο «φαινόμενο» Τραμπ και δύσκολα μπορεί κανείς να προβλέψει την επόμενη μέρα.
Για την Ελλάδα ασφαλώς αυτό δεν είναι διόλου ευνοϊκό. Πέρα από τη στρατηγική μας σχέση με τις ΗΠΑ, έχουμε ανάγκη από μια ισχυρή Ευρώπη με ενιαία φωνή. Το θέμα των δασμών δεν μας επηρεάζει ιδιαίτερα, τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, όμως, είναι καθοριστικής σημασίας. Η Γαλλία είναι ο κύριος σύμμαχός μας στην ΕΕ έναντι των τουρκικών προκλήσεων. Όταν ο Μακρόν αρχίσει να πιέζει για την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους ποιον θα επιλέξουμε να δυσαρεστήσουμε; Τον Μακρόν ή τον Νετανιάχου; Κι αν η πιο φιλο-ισραηλινή κυβέρνηση στην Ευρώπη είναι σήμερα η Γερμανία, πόσο εύκολο είναι να συνταχθούμε μαζί της στο Μεσανατολικό, όταν είναι η χώρα που στηρίζει την Τουρκία με το Eurofighter; Μας περιμένουν δύσκολες και κρίσιμες αποφάσεις!