«Ναι» στην «πράσινη» μετάβαση, αλλά όχι σε βάρος της εγχώριας βιομηχανίας και της κοινωνικής συνοχής.
Αυτό ήταν το μήνυμα που εξέπεμψε η Αθήνα για δεύτερη ημέρα προς τις Βρυξέλλες, διαπιστώνοντας ότι οι αποφάσεις για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, δεν συνδυάζονται με τις αναγκαίες, γενναίες παρεμβάσεις για την άρση των στρεβλώσεων που έχουν καταγραφεί τόσο στη λειτουργία της Κοινής Αγοράς Ενέργειας, όσο και στον σχεδιασμό της «πράσινης» μετάβασης.
Μετά τον αρμόδιο υπουργό Σ. Παπασταύρου, που επεσήμανε ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η διχοτόμηση της Ευρώπης, με χαμηλές τιμές ρεύματος στα δυτικά και κεντρικά και σταθερά υψηλές τιμές στα ανατολικά της ηπείρου, τη σκυτάλη πήρε ο πρωθυπουργός, ο οποίος ουσιαστικά έβαλε στο τραπέζι την επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων της “πράσινης” μετάβασης, έτσι ώστε να μην καταλήξει σε Βατερλό για τα ίδια τα κράτη- μέλη και τους πολίτες τους.
Σημαντική παράμετρος σε αυτήν την παρέμβαση είναι οι επιπτώσεις στη βιομηχανία, καθώς πέρα από τη βιωσιμότητα τους αυτή καθ’ αυτή, είναι προφανές ότι τα σταθερά υψηλά ενεργειακά κόστη θα ανατροφοδοτήσουν τον κύκλο των πληθωριστικών πιέσεων, δηλαδή εν τέλει θα "πνίξουν" τα νοικοκυριά.
Οι επιπτώσεις στη βιομηχανία
«Η απανθρακοποίηση είναι ζωτικής σημασίας, αλλά δεν συνιστά τον μοναδικό στόχο. Εάν πρέπει να αποδεχτούμε ορισμένες εκπομπές για κάπως μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ώστε να σώσουμε τις βιομηχανίες μας ή να διατηρήσουμε την κοινωνική συνοχή, ας έχει», ήταν η επισήμανση του πρωθυπουργού, σε μια συγκυρία όπου οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αναμένουν τις τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης για το πώς θα απορροφηθούν τα σταθερά υψηλά ενεργειακά κόστη.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΒΙΚΕΝ, την τελευταία πενταετία, οι τιμές στην ελληνική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παραμένουν σταθερά έως και 40% υψηλότερες σε σχέση με το μέσο όρο των τιμών στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ όπως προκύπτει από τους υπολογισμούς του ΣΕΒ, η ακριβή ενέργεια αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα της βιομηχανίας, καθώς για πολλές επιχειρήσεις φτάνει ως και το 60% του λειτουργικού τους κόστους!
Υπάρχει προοπτική στον ορατό ορίζοντα να δούμε “βύθιση” της χονδρικής τιμής του ρεύματος, άρα και άμβλυνση των επιπτώσεων στην εγχώρια βιομηχανία; Μάλλον όχι. Κατ' αρχάς, οι προβλέψεις για την τιμή του φυσικού αερίου δεν επιτρέπουν αισιοδοξία ότι θα δούμε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από τα σημερινά. Αντιθέτως, η ταχεία απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο μπορεί βραχυπρόθεσμα να πιέσει ανοδικά τις τιμές. Επιπλέον, απέχουμε πολύ από τις αναγκαίες επενδύσεις για αποθηκευτικούς χώρους ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές.
Ήδη, τα σημάδια από τις χονδρικές τιμές του Οκτωβρίου επιβεβαιώνουν το πρόβλημα. Ως σήμερα, η μέση τιμή διαμορφώνεται στα 118,14 ευρώ, έναντι 92,77 ευρώ τον Σεπτέμβριο και 73,15 ευρώ τον Αύγουστο, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τον περσινό Οκτώβριο η χονδρική τιμή του ρεύματος ήταν 90,06 ευρώ.
Αυτό που έχει ζητήσει η αγορά από την κυβέρνηση είναι να “πατήσει” σε μοντέλα άλλων χωρών και συγκεκριμένα της Ιταλίας, προκειμένου να ανακουφίσει περίπου 400 ενεργοβόρες επιχειρήσεις από τα υψηλά ενεργειακά κόστη.
Η μελέτη συζητήθηκε σε ευρεία σύσκεψη, ωστόσο αποφάσεις δεν ελήφθησαν, εξ ου και η υπόσχεση παρεμβάσεων- αλλά χωρίς λεπτομέρειες- από τον πρωθυπουργό στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ. Σύμφωνα με πληροφορίες, δύο είναι τα “αγκάθια” που καθυστερούν τη λήψη αποφάσεων. Το πρώτο έχει να κάνει με το ετήσιο, πλην όμως προσωρινό, κόστος της “επιδότησης”, που μπορεί να ξεπερνά τα 280 εκ ευρώ. Το δεύτερο, έχει να κάνει με την πρόθεση/διάθεση της κυβέρνησης να ανοίξει την περίμετρο των σχετικών διευκολύνσεων πέρα από τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η άμμος από την κλεψύδρα αδειάζει.
Το ιταλικό μοντέλο
Το «Energy Industrial Reset», δηλαδή το ελληνικό " όχημα" στήριξης των βιομηχανιών, σχηματοποιήθηκε από την εταιρία Grant Thornton για λογαριασμό του ΣΕΒ και μπορεί να εφαρμοστεί είτε αμέσως είτε και αναδρομικά από τον Ιούλιο του 2025, ενώ εκτιμάται ότι εφόσον
ακολουθεί το σχεδιασμό του ιταλικού μοντέλου, δεν απαιτεί κοινοποίηση σχήματος ενίσχυσης προς τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν.
Το σχήμα βασίζεται σε ένα μηχανισμό που προσφέρει ένα «ενεργειακό δάνειο» στις επιλέξιμες βιομηχανίες της Υψηλής και της Μέσης Τάσης, της τάξης των 10 TWh/έτος για 3 έτη σε σταθερή τιμή 60 ευρώ/MWh για το 100% της καταναλισκόμενης ενέργειας στην Υψηλή Τάση και για το 80% στις επιλέξιμες μονάδες της Μέσης Τάσης. Τα δάνειο αυτό επιστρέφεται σε βάθος 20ετίας, με τους ωφελούμενους να πρέπει να επιστρέψουν την διπλάσια ενέργεια από αυτή που δανείστηκαν, στηρίζοντας νέες ΑΠΕ της τάξης των ~1,75 GW σε φωτοβολταϊκά και αιολικά.