Με την κυβέρνηση μειοψηφίας στη Γαλλία να οδεύει προς την έξοδο την ερχόμενη Δευτέρα κλιμακώνονται οι φόβοι για το χρέος της δεύτερης μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.
Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει την αναγκαία πλειοψηφία για να περάσει τον προϋπολογισμό, που προβλέπει μαζικές περικοπές δαπανών για το 2026 προκειμένου να μειωθεί το κρατικό χρέος της Γαλλίας, ελάχιστοι αμφιβάλλουν πλέον ότι οι ώρες του Φρανσουά Μπαϊρού στο πρωθυπουργικό μέγαρο Ματινιόν είναι μετρημένες.
Αβέβαιο είναι τι θα ακολουθήσει από πολιτικής άποψης, αν δηλαδή θα καταφέρει ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν να διορίσει σύντομα νέο πρωθυπουργό -επικεφαλής άλλης μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, ή αν θα διαλυθεί η Εθνοσυνέλευση και θα κληθούν ξανά οι Γάλλοι στις κάλπες.
Από οικονομικής άποψης οι εξελίξεις επηρεάζουν το βουνό χρέους της Γαλλίας, το οποίο έχει εκτιναχθεί σε κάπου 3,35 τρισεκατομμύρια ευρώ – δηλαδή περίπου στο 113% του ΑΕΠ, με το ποσοστό να αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω στο 125% έως το 2030.
Η Γαλλία «βασίλισσα του χρέους» στην Ευρώπη
Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας είναι τόσο υψηλή που μόνον εκείνη της Ελλάδας και της Ιταλίας την ξεπερνούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού (από 5,4% έως 5,8% φέτος) είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ένωσης.
Οι δραστικές εξοικονομήσεις είναι αναπόφευκτες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ για μείωση του ελλείμματος στο 3%, αλλά λόγω των σφοδρών αντιδράσεων της αντιπολίτευσης στις περικοπές, τα ασφάλιστρα κινδύνου των γαλλικών ομολόγων έχουν αυξηθεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Την ώρα που το επιτόκιο των γερμανικών κρατικών ομολόγων κυμαίνεται γύρω στο 2,7%, των γαλλικών πλησιάζει το 3,5% με αποτέλεσμα να εκφράζονται φόβοι ακόμη και για τη σταθερότητα του ευρώ, σε περίπτωση που η δημοσιονομική κατάσταση στη Γαλλία ξεφύγει από τον έλεγχο.
Ανησυχίες για την ευρωζώνη
Για τον οικονομολόγο Φρίντριχ Χάινεμαν του Κέντρου ΖΕW Leibnitz γι ατην Ευρωπαϊκή Οικονομική Έρευνα στο Μανχάιμ της Γερμανίας, οι ανησυχίες είναι βάσιμες καθώς «η ευρωζώνη δεν είναι σταθερή αυτή τη στιγμή», αν και ο ίδιος «δεν ανησυχεί» για μια κρίση χρέους τους ερχόμενους μήνες, όπως λέει στη DW.
«Θα πρέπει, ωστόσο, να αναρωτηθούμε προς τα που πάει όλο αυτό όταν μια μεγάλη χώρα όπως η Γαλλία, που βλέπει να αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια η σχέση του χρέους προς το ΑΕΠ, αντιμετωπίζει τώρα περαιτέρω πολιτική αποσταθεροποίηση», σημειώνει.
Χρέος σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σωρεύουν κι άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ιαπωνία που θα εκδώσουν νέα ομόλογα το φθινόπωρο για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους, ένας βασικός λόγος που τελούν υπό πίεση οι διεθνείς αγορές ομολόγων.
Σύμφωνα με τον Χάινεμα ο μόνος λόγος που οι αγορές δεν υπεραντιδρούν ώστε να αυξηθούν ακόμη περισσότερα τα spread των γαλλικών ομολόγων είναι η ελπίδα ότι θα παρέμβει η ΕΚΤ και θα αγοράσει γαλλικά ομόλογα για να σταθεροποιήσει την αγορά. «Αλλά αυτή η ελπίδα ίσως να μην έχει βάση, αφού η ΕΚΤ θα πρέπει να προσέχει να μην υπονομεύσει την αξιοπιστία της», τονίζει.
Πρόκειται για ένα μακροχρόνιο πολιτικό δίλημμα, που αντιμετωπίζουν διαδοχικές κυβερνήσεις στη Γαλλία: κάθε φορά που προτείνουν μέτρα λιτότητας ή οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τα κόμματα της αριστεράς και η ακροδεξιά αντιδρούν και κινητοποιούν τους οπαδούς τους. Τα συνδικάτα έχουν ήδη κηρύξει γενική απεργία για τις 10 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες μετά την κρίσιμη ψηφοφορία στη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Υπό πίεση η Κομισιόν και η ΕΚΤ
Η Γαλλία δαπανά τώρα 67 δισ. ευρώ ετησίως μόνο για πληρωμές τόκων και τελεί υπό πίεση επειδή έχει δεσμευτεί να μειώσει σταδιακά το έλλειμμά της σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ.
Αλλά ο Χάινεμαν αποδίδει επίσης μέρος της ευθύνης στην τακτική της Κομισιόν, που όπως λέει, «βοήθησε στη δημιουργία αυτού του χάους. Συνέχισε να κάνει τα στραβά μάτια, αναφορικά με τη Γαλλία στο πλαίσιο πολιτικών συμβιβασμών, που καθοδηγούνταν από τον φόβο της ενίσχυσης των λαϊκιστών», υπογραμμίζει προσθέτοντας ότι «η Γαλλία έχει ήδη χρησιμοποιήσει μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού της χώρου».
Επιτακτική ανάγκη για μεταρρυθμίσεις
Σύμφωνα με τον Γερμανό οικονομολόγο, όπως και η πατρίδα του, χρειάζεται και η Γαλλία επειγόντως σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας αλλά και περικοπές δαπανών. Η εναλλακτική λύση θα ήταν η αύξηση των φόρων σε μια χώρα που ήδη επιβάλλει βαριά φορολογικά βάρη τόσο στους πολίτες όσο και στις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου ο ίδιος είναι επιφυλακτικός ως προς το κατά πόσον μπορεί να επιτευχθεί στη Γαλλία διακομματική συναίνεση για τη μείωση του χρέους.
«Με τους λαϊκιστές τόσο στην αριστερά όσο και στη δεξιά να κερδίζουν έδαφος, δεν βλέπω να συμβαίνει αυτό. Το κέντρο συρρικνώνεται. Γι' αυτό είμαι απαισιόδοξος για τη Γαλλία και δεν βλέπω λύση», λέει.
Για τον Άντριου Κένινγκχαμ, επικεφαλής οικονομολόγο για την Ευρώπη στην Capital Economics με έδρα το Λονδίνο, οι κίνδυνοι για άλλες ευρωπαϊκές αγορές παραμένουν προς το παρόν διαχειρίσιμοι. «Μέχρι στιγμής, τα προβλήματα φαίνεται να περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ίδια τη Γαλλία, εφόσον η κλίμακα του γαλλικού ζητήματος δεν αυξηθεί πολύ», ανέφερε σε σημείωμα προς τους πελάτες. Αλλά προειδοποίησε για σενάρια όπου η κρίση στη Γαλλία θα μπορούσε να κλιμακωθεί σημαντικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο διάχυσής της.
«Άλλωστε, η Γαλλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, με βαθείς εμπορικούς και οικονομικούς δεσμούς με τους γείτονές της, και είναι επίσης μια κορυφαία πολιτική δύναμη της ΕΕ», λέει ο Κένινγκχαμ, τονίζοντας ότι μια κρίση στη Γαλλία θα μπορούσε επομένως να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. «Δεν αναμένουμε μια κρίση αυτού του μεγέθους τα επόμενα ένα έως δύο χρόνια. Αλλά αν συμβεί, η μετάδοση θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος — ένας κίνδυνος που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ», σημειώνει.
Κακή συγκυρία για πολιτική κρίση
Η αναταραχή στη Γαλλία σημειώνεται σε μια περίοδο που η ΕΕ βρίσκεται σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ για την εμπορική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων φόρων στους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς που πρότεινε η Γαλλία.
Είναι μια κακή χρονικά στιγμή για την ΕΕ να εμφανίζεται αποδυναμωμένη από το πολιτικό αδιέξοδο στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της. Για τον Χάινεμαν πολλοί πολιτικοί παράγοντες στη Γαλλία είναι «κατά βάθος τραμπιστές», ειδικά στην αριστερά και τη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος. «Θα μπορούσαν να αυξήσουν την πίεση στην Κομισιόν να αντιδράσει στους δασμούς του Τραμπ με ευρωπαϊκούς δασμούς», προειδοποιεί ο Γερμανός οικονομολόγος, κάτι που θα «αύξανε τον κίνδυνο ενός πραγματικού εμπορικού πολέμου» και θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κρίση χρέους της χώρας.