Αντισυνταγματική χαρακτήρισε το ΣτΕ την αναστολή ΑΦΜ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
Σύμφωνη με το γράμμα του νόμου, αλλά μάλλον κόντρα στην κοινή λογική και σίγουρα όχι σε αρμονία με την αίσθηση των πολλών, ότι στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής η ερμηνεία των διατάξεων δεν μπορεί να είναι στενή, η απόφαση του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας της απενεργοποίησης ή αναστολής του ΑΦΜ, σίγουρα δεν ήταν κάτι που ανέμεναν στο ΥΠΕΘΟ και την ΑΑΔΕ, ειδικά από τη στιγμή που η χρήση της διάταξης είναι λελογισμένη και στοχευμένη στις περιπτώσεις απάτης ΦΠΑ με ενδοκοινοτικές συναλλαγές, δηλαδή σε απάτες τύπου carousel.
Το 2024 οι ΥΕΔΔΕ ολοκλήρωσαν 156 έρευνες ΦΠΑ, καλύπτοντας τον ετήσιο στόχο των 155 ερευνών, ενώ η εντοπισθείσα παραβατικότητα ανήλθε σε 80,8% (έναντι ετήσιου στόχου 70%). Από τη διενέργεια των ανωτέρω ερευνών προέκυψαν 126 περιπτώσεις εντοπισμού εξαφανισμένων εμπόρων, που συνδέονται με ενδοκοινοτική απάτη στον ΦΠΑ και ακολούθησε η διαδικασία απενεργοποίησης του κοινοτικού τους ΑΦΜ.
Κατά το 2024, τα προσδιορισθέντα διαφυγόντα έσοδα από τις περιπτώσεις εντοπισμού εξαφανισμένων εμπόρων ανήλθαν σε 18,9 εκατ. Ευρώ, που ήταν και το χαμηλότερο των τελευταίων ετών. Η χειρότερη χρονιά ήταν το 2021, όταν τα διαφυγόντα έσοδα από τέτοιες απάτες, έφτασαν τα 38 εκ ευρώ.
Τι προβλέπει ο νόμος
Ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας ήρθε να θωρακίσει θεσμικά τις ελεγκτικές Αρχές, απέναντι στο τσουνάμι των περιπτώσεων απάτης με ΦΠΑ, που κατέκλυσαν την Ευρώπη. Σχεδόν σε καθημερινή βάση, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δημοσιοποιεί τέτοιες περιπτώσεις, όπου με την εμπλοκή διεθνών κυκλωμάτων κάνουν φτερά εκατομμύρια ευρώ ΦΠΑ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον νόμο, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να αναστέλλει τη χρήση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίηση αυτού, εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι:
- ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή
- διαπράττει φοροδιαφυγή ή
- παραβιάζει ή παραποιεί ή επεμβαίνει κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών ή
- έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτησή του ή έχει εγγράφει στο φορολογικό μητρώο περισσότερες φορές.
Ο φορολογούμενος έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις.
Τι είναι αυτό, που “είδε” το ΣτΕ και έκρινε αντισυνταγματικές τις επίμαχες διατάξεις; «Η αναστολή χρήσης ή η απενεργοποίηση του ΑΦΜ λόγω φοροδιαφυγής συνιστά βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του εν λόγω φορολογούμενου, φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία κατ’ ουσίαν ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας. Η ρύθμιση του νόμου δεν περιέχει την αναγκαία, λόγω της σημασίας του ρυθμιζόμενου ζητήματος, ουσιαστική ρύθμιση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πλαίσιο, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, με την πρόβλεψη των αναγκαίων εγγυήσεων και τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ για τη ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων σε περίπτωση φοροδιαφυγής, εφόσον δεν τίθενται όρια στην αρμοδιότητά του».
Το «παράθυρο»
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το «παράθυρο», που σύμφωνα με νομικούς κύκλους, μπορεί να διασώσει την εν λόγω διάταξη.
Επί της ουσίας, το ΣτΕ λέει ότι η αναστολή ΑΦΜ είναι ένα “βαρύ” μέτρο, για το οποίο δεν υπάρχουν σαφείς προβλέψεις για το πώς ενεργοποιείται π.χ. ύψος φοροδιαφυγής, αλλά απλώς προβλέπεται “λευκή” επιταγή στον Διοικητή της ΑΑΔΕ να ορίζει με Απόφαση του τις όποιες προϋποθέσεις.
Η εκτίμηση είναι ότι με νομοτεχνική βελτίωση των ισχυουσών διατάξεων, μπορούν να εκλείψουν οι λόγοι της αντισυνταγματικότητας και η αναστολή ΑΦΜ να παραμείνει στο “οπλοστάσιο” της ΑΑΔΕ απέναντι σε κραυγαλέες περιπτώσεις φοροδιαφυγής.