Το σχέδιο της Αμερικής να χρησιμοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη ως πολιτικό όπλο.
Η τεχνητή νοημοσύνη έχει πάψει να αποτελεί απλώς ένα τεχνολογικό θαύμα ή μια υπόσχεση επιστημονικής προόδου. Στην Ουάσιγκτον, πλέον, αντιμετωπίζεται ως στρατηγικό εργαλείο εξουσίας.
Η πρόσφατη παρουσίαση του εθνικού σχεδίου «Winning the AI Race: America’s AI Action Plan», στις 23 Ιουλίου 2025, σήμανε μια νέα εποχή, όπου η τεχνολογία αναβαθμίζεται σε γεωπολιτικό όπλο.
Η τριπλή στρατηγική των ΗΠΑ
Σύμφωνα με το προ ημερών ρεπορτάζ του Observer, αλλά και με παράλληλες αναλύσεις από διεθνείς πηγές, η αμερικανική κυβέρνηση θέτει την τεχνητή νοημοσύνη στο κέντρο μιας τριπλής στρατηγικής: επιτάχυνση της καινοτομίας, δόμηση εθνικών υποδομών και άσκηση διεθνούς πολιτικής ισχύος μέσα από την τεχνολογία.
Oι διαστάσεις του αμερικανικουύ σχεδίου
Η πρώτη διάσταση του σχεδίου επικεντρώνεται στην αφαίρεση κάθε ρυθμιστικού εμποδίου που θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάπτυξη εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης. Το κράτος θέλει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου οι επιχειρήσεις, και ειδικά οι αμερικανικές, θα μπορούν να αναπτύσσουν και να λανσάρουν προϊόντα με ελάχιστη γραφειοκρατία, έχοντας παράλληλα προνομιακή πρόσβαση σε κρατικές συμβάσεις και χρηματοδοτήσεις.
Η δεύτερη διάσταση αφορά την οικοδόμηση της υλικής βάσης της ΤΝ: τεράστια data centers, επαρκή παροχή ενέργειας και ανασχεδιασμό της βιομηχανίας ημιαγωγών, με στόχο την αυτάρκεια και την τεχνολογική υπεροχή.
Η τρίτη διάσταση είναι η πιο πολιτικά φορτισμένη. Η Ουάσιγκτον προωθεί την ιδέα ενός διεθνούς δικτύου «δημοκρατικών κρατών» που θα υιοθετούν την αμερικανική τεχνολογική στοίβα - από hardware και λογισμικό μέχρι πλαίσια διακυβέρνησης - αποκλείοντας ανταγωνιστές όπως η Κίνα.
Αυτή η προσέγγιση μετατρέπει την τεχνητή νοημοσύνη σε μοχλό διπλωματίας και πολιτικής πίεσης. Η διάθεση της τεχνολογίας γίνεται επιλεκτική, ενώ παράλληλα δημιουργούνται μηχανισμοί για τον αυστηρό έλεγχο της διάδοσής της. Η κυβέρνηση εξετάζει μέτρα όπως η ενσωμάτωση συστημάτων εντοπισμού σε προηγμένα chips, ώστε να μπορούν να παρακολουθούνται ακόμη και μετά την εξαγωγή τους.
Ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν τη δυνατότητα απομακρυσμένης απενεργοποίησης κρίσιμων εξαρτημάτων, αν αυτά βρεθούν σε «μη φιλικά χέρια».
Στο Κογκρέσο, νομοσχέδια όπως το Chip Security Act φιλοδοξούν να ενσωματώσουν αυτούς τους περιορισμούς στη νομοθεσία, θεσμοθετώντας έτσι μια μορφή τεχνολογικού ελέγχου που μέχρι πρόσφατα συναντούσαμε μόνο σε στρατιωτικά προγράμματα.

Η στρατιωτική διάσταση του σχεδίου είναι εξίσου καθοριστική. Το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη «εικονικών πεδίων δοκιμών» για τα συστήματα ΤΝ, προσομοιώνοντας σενάρια μάχης ή κυβερνοεπιθέσεων.
Ταυτόχρονα, φορείς όπως το υπουργείο Εμπορίου και το Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας καλούνται να αξιολογούν συνεχώς τα ρίσκα που συνεπάγονται νέες εφαρμογές της ΤΝ - από τη δυνατότητα επιθέσεων στον κυβερνοχώρο μέχρι την ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής με τη βοήθεια αλγορίθμων.
Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι αναλυτές επαναφέρουν την ιδέα της «αμοιβαίας αποτροπής» με όρους τεχνητής νοημοσύνης, το λεγόμενο Mutual Assured AI Malfunction (MAIM), όπου κάθε επιθετική ενέργεια θα μπορούσε να προκαλέσει αυτοματοποιημένα αντίποινα μέσω αντίστοιχων τεχνολογιών.
Η αναλογία με τον Ψυχρό Πόλεμο δεν είναι τυχαία. Όπως τότε η πυρηνική ισχύς λειτουργούσε ως αποτρεπτικός μηχανισμός, έτσι τώρα η τεχνητή νοημοσύνη προσλαμβάνει ρόλο στρατηγικής ισορροπίας. Ωστόσο, η αυτοματοποίηση διαδικασιών που μέχρι σήμερα απαιτούσαν ανθρώπινη κρίση, ιδίως σε τομείς όπως η πυρηνική άμυνα, προκαλεί έντονη ανησυχία σε ειδικούς, που προειδοποιούν για τον κίνδυνο λανθασμένων αποφάσεων με ανεπανόρθωτες συνέπειες.
Το αμερικανικό σχέδιο δεν κινείται σε κενό αέρος. Αντιπαρατίθεται ευθέως στη στρατηγική της Κίνας, η οποία βλέπει την τεχνητή νοημοσύνη ως κρατικά ελεγχόμενη υποδομή με στόχο την παγκόσμια οικονομική και πολιτική της ισχύ.
Η διαφορά φιλοσοφίας είναι σαφής: η Ουάσιγκτον προβάλλει την τεχνολογία ως κινητήρα μιας ελεύθερης αγοράς και φορέα «δημοκρατικών αξιών», ενώ το Πεκίνο την αντιμετωπίζει ως μέρος μιας κεντρικά ελεγχόμενης εθνικής στρατηγικής. Αυτή η σύγκρουση αντίληψης τροφοδοτεί έναν αγώνα δρόμου για την κατοχύρωση των παγκόσμιων προτύπων και της ρυθμιστικής ισχύος στην επόμενη ψηφιακή εποχή.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η κυβέρνηση επιχειρεί να συνδυάσει την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα με την κατοχύρωση της εθνικής ασφάλειας. Έργα όπως η πρωτοβουλία ATOM (American Truly Open Models) στοχεύουν να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος της χώρας στον χώρο των ανοιχτών μοντέλων ΤΝ, ανταγωνιζόμενα την ταχέως αυξανόμενη κινεζική παρουσία στον ίδιο τομέα.
Παράλληλα, εξετάζονται συνεργασίες με συμμάχους για την από κοινού ανάπτυξη και διαμοιρασμό κρίσιμων τεχνολογιών, δημιουργώντας ένα πλέγμα αλληλεξάρτησης που δυσχεραίνει την είσοδο τρίτων παικτών.
Η πολιτικοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης εγείρει, βεβαίως, και ηθικά ερωτήματα. Όταν η τεχνολογία χρησιμοποιείται ως μέσο αποκλεισμού ή ελέγχου, πού τελειώνει η άμυνα και πού αρχίζει η επιβολή; Πώς διασφαλίζεται ότι η πρόσβαση στην ΤΝ δεν θα μετατραπεί σε προνόμιο λίγων, με τις υπόλοιπες χώρες να εξαρτώνται τεχνολογικά από έναν μικρό κύκλο ισχυρών;
Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά, ιδίως καθώς το σχέδιο της Ουάσιγκτον φαίνεται να προτάσσει την ασφάλεια και την υπεροχή έναντι της παγκόσμιας ισότητας στην πρόσβαση.
Σε κάθε περίπτωση, το America’s AI Action Plan σηματοδοτεί μια αποφασιστική στροφή. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι πλέον μόνο ένα πεδίο καινοτομίας ή ένας χώρος όπου η αγορά μπορεί να αναδείξει τους καλύτερους. Είναι πλέον εργαλείο πολιτικής, στοιχείο άμυνας και μέσο διαμόρφωσης διεθνών ισορροπιών.
Όπως οι αγωγοί πετρελαίου και οι θαλάσσιες οδοί υπήρξαν κάποτε σύμβολα οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος, έτσι τώρα οι αλγόριθμοι, τα data centers και τα chips γίνονται τα νέα σύνορα της γεωπολιτικής. Και σε αυτό το νέο πεδίο ανταγωνισμού, η Αμερική δηλώνει αποφασισμένη όχι απλώς να συμμετάσχει, αλλά να ηγηθεί.