Σύγκριση του μέσου δείκτη νοημοσύνης μαθητών του 1967 και των αρχών του 2000: «Δεν περιμέναμε τόσο μεγάλη απόκλιση»
Η απόπειρα σύγκρισης μεταξύ των μαθητών του 1967 και εκείνων των αρχών του 21ου αιώνα ξεκίνησε με την υπόθεση ότι θα καταγραφεί μια σταδιακή άνοδος του δείκτη νοημοσύνης – ως φυσικό επακόλουθο της εκπαιδευτικής προόδου και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Ωστόσο, τα ευρήματα των ερευνητών και τα συγκεντρωμένα δεδομένα ανέδειξαν μια πιο σύνθετη εικόνα, με ανατροπή των αναμενόμενων τάσεων. Το συμπέρασμα είναι σαφές: η διαφορά είναι υπαρκτή – και πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι προβλεπόταν πριν από είκοσι χρόνια.
Το «φαινόμενο Φλιν»: Mια ανοδική τάση που τώρα αμφισβητείται
Τη δεκαετία του 1980, η επιστημονική κοινότητα συμφωνούσε ότι ο μέσος δείκτης νοημοσύνης παρουσίαζε ανοδική πορεία στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες – το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε «φαινόμενο Φλιν». Επρόκειτο για μια σταθερή βελτίωση στις επιδόσεις των τεστ IQ, παρατηρούμενη από τη δεκαετία του ’50 έως και τις αρχές του ’90. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, σύγκριση μεταξύ μαθητών του 1967 και του 1982 έδειξε σαφή βελτίωση, κυρίως στους μαθητές με μακρύτερη εκπαιδευτική πορεία.
Από τις αρχές του 2000: Aντιστροφή της τάσης
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, αρκετές χώρες άρχισαν να καταγράφουν μείωση στον μέσο δείκτη νοημοσύνης των νεότερων γενεών. Στη Γαλλία, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από το Santé Magazine, ο μέσος IQ μειώθηκε από 102 το 1990 σε 98 το 2016 – μια πτώση τεσσάρων μονάδων μέσα σε λιγότερο από 25 χρόνια, ξεπερνώντας σε μέγεθος την αύξηση που καταγράφηκε σε προηγούμενες δεκαετίες.
Το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται στη Γαλλία. Στη Νορβηγία, μεγάλη έρευνα σε περισσότερους από 740.000 στρατεύσιμους έδειξε πως ο μέσος IQ κορυφώθηκε το 1975 (στους 102,3 βαθμούς) και κατόπιν υποχώρησε στους 99,4 το 1991. Οι ερευνητές κατέγραψαν πτώση περίπου 0,33 μονάδων ετησίως, μια τάση που συνεχίστηκε έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η μείωση δεν είναι αναγκαστικά γενετικής φύσης
Οι ειδικοί δεν αποδίδουν τη μείωση αυτή σε έναν μόνο παράγοντα, αλλά σε ένα σύνολο πολιτισμικών, περιβαλλοντικών και εκπαιδευτικών μεταβολών. Μεταξύ των πιο συχνών αιτιών που αναφέρονται είναι:
Αυξημένη έκθεση σε ενδοκρινικούς διαταράκτες, οι οποίοι επηρεάζουν την εγκεφαλική ανάπτυξη στα πρώτα στάδια της ζωής (πηγή: INED).
Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που έδωσαν έμφαση στην καθολική πρόσβαση στα πτυχία, συχνά εις βάρος της ποιοτικής απαιτητικότητας των σπουδών.
Μαζική χρήση οθονών ήδη από την προσχολική ηλικία, περιορίζοντας τον χρόνο λεκτικής αλληλεπίδρασης και εις βάθος ανάγνωσης.
Η περίπτωση του απολυτηρίου: Περισσότεροι τίτλοι, χαμηλότερα κριτήρια
Ενδεικτική είναι και η περίπτωση του απολυτηρίου λυκείου (baccalauréat), το οποίο παραδοσιακά αποτελούσε ένδειξη υψηλότερου γνωστικού επιπέδου. Σύμφωνα με τον ιστότοπο douance.org, ο μέσος IQ των κατόχων απολυτηρίου μειώθηκε από 100 στους 88 βαθμούς μεταξύ των αποφοίτων του 1965 και όσων γεννήθηκαν μετά το 1995 – εξέλιξη που αποδίδεται στην ευρύτερη πρόσβαση στον τίτλο, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των εκπαιδευτικών απαιτήσεων.