Σε μια νέα εποχή εξοπλισμών έχει εισέλθει η Δύση με τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς να καλπάζουν και τη διπλωματία να υποχωρεί, σημειώνει σε μακροσκελή ανάλυσή του το Politico.
Σε έναν κόσμο πιο ασταθή από ποτέ οι παγκόσμιες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς αυξάνονται με ρυθμούς που δεν έχουν παρατηρηθεί από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η επένδυση στη διπλωματία και τη διεθνή βοήθεια συρρικνώνεται δραστικά.
Η τάση αυτή -όχι μόνον στη Δύση, αλλά και στους αντιπάλους της - εγείρει ανησυχίες ότι η αποδυνάμωση της «ήπιας ισχύος» μπορεί να επιφέρει πολιτικές, οικονομικές και ανθρωπιστικές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το 1958, ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Χάρολντ Μακμίλαν είχε παρατηρήσει ότι «το να μιλάς είναι καλύτερο από το να πολεμάς»., υπογραμμίζοντας την αξία της διπλωματίας. Οι εμπειρίες του ως στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ως πρωθυπουργός σε μια εποχή πυρηνικών απειλών, όπως η κρίση των πυραύλων στην Κούβα, τον καθιστούν πρόσωπο που κατανοούσε βαθιά και τις δύο πλευρές του θέματος: την πολεμική βία και τη δύναμη της διαπραγμάτευσης.
Παρόμοια, ο Τζον Φ. Κένεντι, πρόεδρος των ΗΠΑ κατά την κρίσιμη περίοδο της ατομικής έντασης, γνώριζε τόσο την αξία της διπλωματίας όσο και τις συνέπειες της σύγκρουσης.
Σήμερα, όπως επισημαίνει ο Άντριου Μίτσελ, πρώην υπουργός της βρετανικής κυβέρνησης, η μνήμη αυτής της σοφίας φαίνεται να χάνεται, ενώ η διεθνής πολιτική απαιτεί ακριβώς τέτοια εμπειρία. Η θεωρία που υποστηρίζει ότι οι πολεμικές συγκρούσεις επαναλαμβάνονται περίπου κάθε 85 χρόνια, λόγω της απώλειας ιστορικής μνήμης των προηγούμενων γενεών, καθιστά την τρέχουσα περίοδο ιδιαίτερα ανησυχητική.
Η στροφή της Δύσης προς την άμυνα
Η τάση για στρατιωτική υπεροχή συνοδεύεται από τη μείωση της «ήπιας ισχύος».
Το 2024, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 9,4%, φτάνοντας το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ, σύμφωνα με το Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI).
Παράλληλα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ανέφερε μείωση 9% στη διεθνή αναπτυξιακή βοήθεια από τους πλουσιότερους δωρητές – κυρίως χώρες της Δύσης- , με περαιτέρω προβλεπόμενες μειώσεις που μπορεί να φτάσουν έως 17%. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία ενδέχεται να μειώσουν ταυτόχρονα την διεθνή αναπτυξιακή βοήθεια για δύο συνεχόμενα έτη.
Κίνδυνοι από τη συρρίκνωση της «ήπιας ισχύος» της Δύσης
Τη μετατόπιση αυτή συνοδεύει η συρρίκνωση των διπλωματικών σωμάτων. Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ μείωσε προσωπικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατά περισσότερους από 1.300 υπαλλήλους,. Στην Ευρώπη, χώρες όπως η Ολλανδία, η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ανακοινώσει περικοπές στο διπλωματικό τους προσωπικό, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητα των κρατών να διατηρήσουν σχέσεις με κρίσιμες περιοχές.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι η υποχώρηση της διπλωματίας και της βοήθειας αφήνει χώρο σε χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία να επεκτείνουν την επιρροή τους, ιδιαίτερα σε Αφρική και Ασία. Αυτό θα μπορούσε να αντιστρέψει δεκαετίες οικοδόμησης σχέσεων και να μετατρέψει φιλικές χώρες σε αντίπαλες. Όπως σημειώνει ο Σιπριέν Φαμπρ του ΟΟΣΑ, «οι χώρες θυμούνται ποιοι έμειναν και ποιοι έφυγαν».
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών προκύπτει από φόβους ασφάλειας αλλά και γεωπολιτικούς υπολογισμούς. Στην Κίνα, ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξήθηκε κατά 7%, ενώ η Ρωσία κατέγραψε άνοδο 38% μεταξύ 2023 και 2024. Στην Ευρώπη, η άνοδος των αμυντικών δαπανών υπερβαίνει το 17%, κυρίως εξαιτίας της ανησυχίας για τη Ρωσία, ενώ η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ απαιτεί υψηλότερα ποσοστά δαπανών για άμυνα.
Παράλληλα, η περικοπή της διεθνούς βοήθειας έχει άμεσες ανθρωπιστικές συνέπειες. Οι μειώσεις των κονδυλίων της USAID που ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση Τραμπ προβλέπεται να οδηγήσουν σε εκατομμύρια πρόωρους θανάτους, κυρίως παιδιών, στις πιο φτωχές περιοχές του κόσμου. Στην Ευρώπη, χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Σουηδία μειώνουν τους προϋπολογισμούς για ανάπτυξη, επιλέγοντας να χρηματοδοτήσουν την άμυνα.
Το «τέλος της διπλωματίας»
Η μετατόπιση αυτή προκαλεί αντιδράσεις. Στη Βρετανία, ο υπουργός Διεθνούς Ανάπτυξης παραιτήθηκε, προειδοποιώντας για ζημιές στη διεθνή φήμη της χώρας. Στην ΕΕ, αξιωματούχοι εκφράζουν ανησυχία για τη συρρίκνωση των διπλωματικών δυνατοτήτων ενώ παράλληλα οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί αυξάνονται.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η υποχώρηση της «ήπιας ισχύος» μπορεί να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη αστάθεια, καθώς οι στρατιωτικές λύσεις από μόνες τους δεν μπορούν να διασφαλίσουν ειρήνη.
Όπως σημειώνει ο Άντριου Μίτσελ, «η ανάπτυξη είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της άμυνας». Η επένδυση στη διπλωματία και στην ανάπτυξη συμβάλλει στην πρόληψη των συγκρούσεων, στη διαχείριση κρίσεων και στην ανοικοδόμηση μετά από πολέμους. Απουσία αυτής της ισορροπίας, οι μεγάλες δυνάμεις κινδυνεύουν να δημιουργήσουν έναν κόσμο όπου η στρατιωτική ισχύς υπερισχύει της διπλωματικής διαχείρισης και όπου οι εντάσεις μπορεί να μετατραπούν σε ανοιχτές συγκρούσεις.
Η πρόκληση για τις κυβερνήσεις της Δύσης
Η τρέχουσα τάση υπογραμμίζει μια κεντρική πρόκληση για τις κυβερνήσεις της Δύσης: πώς να συνδυάσουν την ανάγκη για ασφάλεια με τη διατήρηση διεθνών δεσμών και ανθρωπιστικών δεσμεύσεων. Η επιλογή να «πουλήσουν ειρήνη και να αγοράσουν πόλεμο», όπως την περιγράφουν πολλοί αναλυτές, είναι μια στρατηγική που μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, αλλά κρύβει μακροπρόθεσμο ρίσκο για την παγκόσμια σταθερότητα.
Σε μια εποχή όπου η γεωπολιτική ένταση αυξάνεται, η διεθνής κοινότητα καλείται να βρει τρόπους να επανεξετάσει την ισορροπία μεταξύ στρατιωτικής ισχύος και διπλωματικής επιρροής, ώστε να αποφευχθούν τα λάθη των προηγούμενων γενεών και να διαφυλαχθεί η ειρήνη σε μια παγκόσμια σκηνή που γίνεται ολοένα και πιο αβέβαιη.