Η σαρωτική νίκη του Ζοράν Μαμντάνι δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», καθώς εξέφρασε κάτι που αναζητούσε για καιρό ένα κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας.
Όταν προς τα τέλη του Οκτώβρη η Kέιτλαν Κόλινς, ανταποκρίτρια του CNN στον Λευκό Οίκο, ρωτούσε, κατά τη διάρκεια του CNN town hall την Νεουορκέζα βουλευτή Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ και τον βετεράνο γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, εάν ο θρυλικός γερουσιαστής της Νέας Υόρκης και ηγέτης της πτέρυγας των «Δημοκρατικών» Τσάκ Σούμερ πρέπει να αισθάνεται απειλή από μια ενδεχόμενη κάθοδο της Κορτέζ στις εκλογές για την Γερουσία, σίγουρα δεν περίμενε πως η αντίδραση τους σε μεγάλο βαθμό θα συμπύκνωνε τον λόγo της σαρωτικής νίκης του Ζοράν Μαμντάνι στις δημαρχιακές εκλογές της Νέας Υόρκης.
“Nobody cares”,“Let’s talk about that issue” , «κανείς δεν νοιάζεται, ας μιλήσουμε για το θέμα » αναφώνησαν σχεδόν με μια φωνή οι δυο πολιτικοί.
Με τον Μπέρνι να ανταπαντά με έντονο ύφος προς την δημοσιογράφο πως τη στιγμή που η Αμερική αντιμετωπίζει μια μεγάλη συντηρητική στροφή, τη στιγμή που ο αμερικανός Πρόεδρος δεν αποδέχεται την κλιματική κρίση, τη στιγμή που οξύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και η στεγαστική κρίση, είναι καλύτερα να μιλήσουμε για αυτά τα κρίσιμα ζητήματα και όχι για το πολιτικό μέλλον μιας πολιτικού.
Η αφοπλιστική απάντηση του γερόλυκου πολιτικού μπορεί φαινομενικά να μοιάζει ασύνδετη με τα γεγονότα της Νέας Υόρκης, ωστόσο εάν προσπαθήσει να αναλύσει κανείς με μια πιο αιρετική ματιά τους λόγους της σαρωτικής νίκης του 34χρονου μετανάστη, θα μπορούσε πιθανά να χρησιμοποιήσει μια φράση. Ο Ζοράν επιτέλους «μίλησε για το θέμα». Μίλησε για τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της αμερικανικής μητρόπολης, μακριά από την κομματική γραφειοκρατία, τις πολιτικές ίντριγκες, τη διαφθορά και τα ιδεολογήματα που οδήγησαν το κόμμα των «Δημοκρατικών» το τελευταίο διάστημα στην πολιτική απομόνωση. Στην πραγματικότητα μίλησε για κάτι που μια μερίδα της κοινωνίας περίμενε για καιρό. Με καθαρό πολιτικό μήνυμα, κατάφερε να εκφράσει ένα κοινωνικό ρεύμα με αντι-τραμπικά χαρακτηριστικά που έχει διαμορφωθεί εδώ και καιρό στις ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, όμως κατάφερε και κάτι σημαντικότερο. Αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό και τον δίαυλο επικοινωνίας των «Δημοκρατικών» με την μεσαία τάξη που είχε χαθεί, επαναφέροντας στην ρητορική του τις πραγματικές κοινωνικές προτεραιότητες.
Πάνω από όλα, ο νέος δήμαρχος της αμερικανικής μεγαλούπολης, σε μεγάλο βαθμό κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου απέφυγε την ανέξοδη ρητορική των συνθημάτων και παρουσίασε δημόσια ένα ολιστικό σχέδιο για την πόλη που μεγάλωσε, ένα όραμα για την Νέα Υόρκη των επόμενων χρόνων που δημιούργησε ελπίδα σε όσους ένιωθαν πως δεν τους περιλαμβάνει. Το σημαντικότερο όμως είναι πως εμφανίστηκε μπροστά στους ψηφοφόρους με την αυτοπεποίθηση ότι ξέρει τι κάνει και ότι μπορεί να τα καταφέρει. Χωρίς να εγκαταλείψει τις αρχές και τις αξίες που πρεσβεύει, επέλεξε να μην αναλωθεί απλά σε μια ακατάστατη συνθηματολογία και σ'έναν άκρατο δικαιωματισμό. Επέλεξε να απευθυνθεί με ένα καθαρό μήνυμα στην προεκλογική του καμπάνια η οποία έδειξε φρεσκάδα στα πολιτικά μηνύματα και προμήνυε πως κάτι καινούργιο είναι εδώ.
Στον αντίποδα παρουσίασε ένα πειστικό και κοστολογημένο σχέδιο, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, που υπόσχεται στους Νεοϋορκέζους πως θα κάνει την ζωή τους καλύτερη. Ο νέος δήμαρχος παρουσίασε ένα φιλόδοξο σχέδιο για την μείωση του κόστους στέγασης, με βασικό στόχο να κάνει την πόλη πιο προσιτή στους κατοίκους της. Το πρόγραμμα του Μαμντάνι εστιάζει στην κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική ισότητα, με μέτρα όπως αύξηση φόρων στους πλουσιότερους και τις μεγάλες εταιρείες, πάγωμα των ενοικίων σε σταθεροποιημένες κατοικίες, και ενίσχυση της δημόσιας στέγασης. Επιπλέον, υποστηρίζει τη δημιουργία ενός δικτύου κοινωνικών παντοπωλείων με φθηνότερα προϊόντα για τους κατοίκους, καθώς και δωρεάν παιδική φροντίδα και δωρεάν μετακίνηση σε λεωφορεία.
Το υψηλό κόστος στέγασης για το οποίο παραπονιούνται συνέχεια οι Νεοϋορκέζοι , με το μέσο ενοίκιο για ένα μικρό διαμέρισμα να προσεγγίζει τα 5.000 δολάρια, σε συνδυασμό με τις αναποτελεσματικές δημόσιες μεταφορές αλλά και το συνολικότερο κόστος ζωής στην πόλη που δεν «κοιμάται ποτέ» να έχει γίνει ανυπόφορο δημιούργησαν μια πραγματική πολιτική πλατφόρμα που ο Μαμντάνι κατάφερε να εκφράσει. Εξάλλου, η γείωση με την κοινωνία αποτελούσε διαχρονικά το στρατηγικό πλεονέκτημα των προοδευτικών κομμάτων, ένα πλεονέκτημα που εγκαταλείφθηκε από τους «Δημοκρατικούς» με τα γνωστά αποτελέσματα των περαμένων εκλογών.
Παράλληλα, ο διχαστικός λόγος που καλλιεργεί ο Αμερικανός πρόεδρος συστηματικά το τελευταίο διάστημα λειτούργησε ως επιταχυντής. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παλιό κλισέ της δημοσιογραφίας που παραμένει όμως αξίωμα για την φυσική, άρα και για την ζωή, κάθε δράση φέρνει αντίδραση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ζορχάν μπόρεσε να συσπειρώσει στο πρόσωπο του όσους έβλεπαν πως η Αμερική στην οποία μεγάλωσαν δεν είναι πια η ίδια.
Σε όλους όσοι θεωρούν πως δεν υπάρχει άλλος χρόνος για να σπαταληθεί και πως άμεσα χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα δημοκρατικό ανάχωμα που θα συγκρατήσει την Αμερική από την αναχρονιστική διολίσθηση που έχουν επιφέρει οι πολιτικές Τραμπ.
Αυτές οι πολιτικές είναι το λιγότερο ανυπόφορες για όσους υπερηφανεύονταν πως ζούσαν στην πιο φιλελεύθερη και ολοκληρώμενη δημοκρατία του πλανήτη, σε ένα κράτος δικαίου και θεσμών που μετατρέπεται σταδιακά σε μια authoritarian Δημοκρατία, του ενός ανδρός.
Δεν είναι τυχαίο πως παρότι η ελίτ του κόμματος των «Δημοκρατικών» ήταν στην αρχή επιφυλακτική απέναντι στον Μαμντάνι, η προοπτική να έχει βρεθεί στο πρόσωπο του ένας wanna be αντίπαλος με αξιώσεις που θα αντιμετωπίσει το φαινόμενο Τράμπ τους άλλαξε τη γνώμη.
Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του πρώην πρόεδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, που στήριξε ανοικτά τον Μαμντάνι. Τον επαίνεσε για την προεκλογική του εκστρατεία και το όραμά του για μια νέα μορφή πολιτικής που βάζει στο επίκεντρο τα προβλήματα των πολιτών, ειδικά το υψηλό κόστος διαβίωσης.
Ο Ομπάμα μάλιστα προσφέρθηκε να γίνει άτυπος σύμβουλός του, αναγνωρίζοντας τη σημασία και την πρωτοτυπία του πολιτικού του εγχειρήματος. Αυτή η υποστήριξη από μια τόσο ισχυρή πολιτική προσωπικότητα όπως ο Ομπάμα προσέδωσε στο Μαμντάνι επιπλέον κύρος και βοήθησε να ξεπεράσει τις αντιδράσεις της επιχειρηματικής ελίτ.
Σε μια εποχή που οι μεγιστάνες της Νέας Υόρκης και η επιχειρηματική ελίτ εξέφρασαν έντονη αντίθεση στον Ζοράν Μαμντάνι, καθώς θεώρησαν το σχέδιο του για τη μείωση του κόστους στέγασης ως ριζοσπαστικό, ο ίδιος κατάφερε να πείσει για το αντίθετο.
Ωστόσο, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι πολλαπλές και σημαντικές. Πρώτον, η ισχυρή αντίσταση από την επιχειρηματική ελίτ και τους μεγιστάνες της Νέας Υόρκης, που βλέπουν τις πολιτικές του ως απειλή στα οικονομικά τους συμφέροντα. Η αντίδραση αυτή δημιουργεί έναν έντονο πολιτικό και οικονομικό πόλεμο που μπορεί να επηρεάσει την υλοποίηση των μέτρων του. Παράλληλα, πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης για κοινωνική δικαιοσύνη και της διατήρησης της οικονομικής βιωσιμότητας της πόλης, ώστε να μην προκαλέσει φυγή επιχειρήσεων ή μείωση των επενδύσεων.
Επιπλέον, ο Μαμντάνι καλείται να αντιμετωπίσει τις πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες και τις αντιστάσεις στο εσωτερικό του δημοτικού μηχανισμού, που συχνά επιβραδύνουν τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Η επιτυχία του εξαρτάται επίσης από την ικανότητά του να ενώνει τις κοινωνικές ομάδες της πόλης και να διαχειρίζεται τις διαφορετικές προτεραιότητες των πολιτών.
Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, η στήριξη από σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, και η ενίσχυση από τα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης μπορούν να αποδειχθούν καθοριστικά για την πορεία του έργου του. Το στοίχημα του Μαμντάνι είναι μεγάλο: να μεταμορφώσει τη Νέα Υόρκη σε μια πόλη πιο δίκαιη, προσιτή και βιώσιμη για όλους, χωρίς να χαθεί η δυναμική και η παγκόσμια σημασία της.