Οι επιστήμονες λένε ότι τα περισσότερα σκυλιά έχουν λίγο DNA λύκου, ακόμη και τα τσιουάουα.
Μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη ρίχνει φως στην απρόσμενη γενετική συγγένεια μεταξύ των σκύλων και των άγριων λύκων, αποκαλύπτοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος των οικόσιτων σκύλων φέρει ανιχνεύσιμα ίχνη «λυκίσιου» DNA. Σύμφωνα με τα ευρήματα, που παρουσιάστηκαν από μια ερευνητική ομάδα του Smithsonian και του Αμερικανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, πάνω από το 64% των σημερινών ρατσών σκύλων έχουν κάποια μορφή πρόσφατης -όχι αρχαίας- γενετικής επιρροής από λύκους.
DNA λύκου στους σκύλους
Παρότι οι σκύλοι κατάγονται εξελικτικά από τους λύκους πριν από περίπου 20.000 χρόνια, τα νέα δεδομένα δείχνουν ότι η γενετική αυτή μίξη δεν αποτελεί απλώς προγονική κληρονομιά, επισημαίνει σε δημοσίευμά του το France24. Αντίθετα, φαίνεται πως οι λύκοι και οι σκύλοι έχουν διασταυρωθεί αρκετές φορές μέσα στην τελευταία χιλιετία. Η επικεφαλής της μελέτης, Audrey Lin, τονίζει ότι μέχρι σήμερα η κρατούσα άποψη ήταν πως ένα οικόσιτο σκυλί «δεν πρέπει» να φέρει DNA λύκου για να θεωρείται πραγματική ράτσα. Ωστόσο, η νέα ανάλυση ανατρέπει αυτή την ιδέα.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε χιλιάδες γονιδιώματα σκύλων και λύκων από δημόσιες βάσεις δεδομένων, ανακαλύπτοντας ότι ακόμη και ράτσες όπως τα μικροσκοπικά τσιουάουα φέρουν περίπου 0,2% DNA λύκου. Στον αντίποδα, οι πιο «λυκίσιες» ράτσες είναι τα τσεχοσλοβακικά και τα Saarloos λυκόσκυλα, που αγγίζουν το εντυπωσιακό 40%.
Η μελέτη καταρρίπτει επίσης τον μύθο ότι η παρουσία DNA λύκου σχετίζεται απαραίτητα με το μέγεθος ενός σκύλου. Για παράδειγμα, τα μεγαλόσωμα Saint Bernard δεν φέρουν καθόλου τέτοια γενετική επιρροή. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ο συχνότερος δίαυλος ανάμειξης υπήρξαν τα λεγόμενα «village dogs» – σκυλιά που ζουν κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς αλλά δεν έχουν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη. Το 100% αυτών των πληθυσμών έφερε προγόνους λύκους.
Ράτσα και συμπεριφορά, τι ισχύει
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σύγκριση των γενετικών ευρημάτων με τις περιγραφές χαρακτήρα των ρατσών. Οι σκύλοι με ελάχιστο DNA λύκου τείνουν να περιγράφονται ως φιλικοί, κοινωνικοί και εύκολα εκπαιδευόμενοι. Αντιθέτως,ράτσες με μεγαλύτερη επιρροή λύκου συχνά χαρακτηρίζονται ως ανεξάρτητες ή πιο επιφυλακτικές με αγνώστους. Οι ερευνητές όμως προειδοποιούν ότι αυτά είναι γενικεύσεις και κάθε σκύλος έχει τη δική του προσωπικότητα.
Τέλος, η μελέτη φωτίζει και ειδικά γονίδια που προέρχονται από λύκους και προσέφεραν εξελικτικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Πολλές θιβετιανές φυλές, όπως το Lhasa Apso, φέρουν το γονίδιο EPAS1, το οποίο σχετίζεται με προσαρμογή σε μεγάλα υψόμετρα, μια ιδιότητα που συναντάται και στους λύκους του Θιβέτ.