Ένας διευθύνων σύμβουλος εργοστασίου στη Λουιζιάνα έγινε πραγματικός «Άγιος Βασίλης» για τους εργαζομένους του.
Ο λόγος για τον Γκράχαμ Γουόκερ, ο οποίος μοίρασε μπόνους συνολικής αξίας 240 εκατ. δολαρίων σε 540 υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης. Η κίνηση αυτή έγινε μετά την πώληση της εταιρείας Fibrebond έναντι 1,7 δισ. δολαρίων.
Ο πρώην CEO, δήλωσε στη Wall Street Journal ότι δεν θα δεχόταν να πουλήσει την εταιρεία αν ο αγοραστής (η Eaton) δεν δεσμευόταν να διαθέσει το 15% του τιμήματος στους εργαζομένους, παρότι κανείς τους δεν είχε μετοχές. Η συμφωνία ολοκληρώθηκε νωρίτερα φέτος και οι εργαζόμενοι έλαβαν κατά μέσο όρο περίπου 443.000 δολάρια ο καθένας, κατανεμημένα σε πέντε χρόνια. Όσοι είχαν πολλά χρόνια υπηρεσίας έλαβαν ακόμη περισσότερα.
Ο 46χρονος Γουόκερ, επέμεινε ότι ο όρος αυτός ήταν αδιαπραγμάτευτος, καθώς πίστευε ότι χωρίς αυτόν πολλοί εργαζόμενοι - που είχαν στηρίξει την εταιρεία σε περιόδους ακμής, κρίσης και σχεδόν κατάρρευσης - θα έφευγαν.
Τον Ιούνιο, οι εργαζόμενοι άρχισαν να λαμβάνουν σφραγισμένους φακέλους με τα ποσά των μπόνους τους. Πολλοί συγκινήθηκαν, άλλοι νόμιζαν ότι ήταν φάρσα, ενώ μερικοί έμειναν άφωνοι.
Μία εργαζόμενη, η Λέσια Κι, που δουλεύει στην εταιρεία από το 1995 και ξεκίνησε με 5,35 δολάρια την ώρα, ξέσπασε σε κλάματα όταν είδε το ποσό. Χρησιμοποίησε το μπόνους για να αποπληρώσει το στεγαστικό της και να ανοίξει μια μπουτίκ ρούχων. «Πριν ζούσαμε από μισθό σε μισθό. Τώρα μπορώ να ζήσω», είπε.
Ένας άλλος υπάλληλος χρησιμοποίησε τα χρήματα για να πάει ολόκληρη την οικογένειά του στο Κανκούν του Μεξικό. Άλλοι εργαζόμενοι χρησιμοποίησαν τα χρήματα για ταξίδια, αποπληρωμή χρεών, αγορά αυτοκινήτων, δίδακτρα ή ενίσχυση της σύνταξής τους. Μία βοηθός διευθύντρια, η Χονγκ «TT» Μπλάκγουελ, 67 ετών, πήρε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια και συνταξιοδοτήθηκε αμέσως. Αγόρασε στον σύζυγό της ένα Toyota Tacoma και κράτησε τα υπόλοιπα για τη σύνταξή της. Παρότι πλήρωσε σχεδόν 100.000 δολάρια σε φόρους, είπε ότι το καθαρό ποσό άλλαξε τη ζωή της.
Στην πόλη Μίντεν των 12.000 κατοίκων, η εισροή χρημάτων είχε άμεσο αντίκτυπο στην τοπική οικονομία: αυξημένη κατανάλωση, αποπληρωμή χρεών, ανακαινίσεις και αγορές που είχαν καθυστερήσει για χρόνια.
Ποια ήταν η εταιρεία Fibrebond
Η Fibrebond ιδρύθηκε το 1982 από τον πατέρα του Γουόκερ, με 12 εργαζομένους που κατασκεύαζαν καταφύγια για ηλεκτρολογικό και τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό. Άκμασε τη δεκαετία του ’90, αλλά σχεδόν κατέρρευσε όταν το εργοστάσιο κάηκε το 1998. Η οικογένεια συνέχισε να πληρώνει τους εργαζομένους ακόμη και όταν η παραγωγή είχε σταματήσει, κάτι που θεωρείται θεμέλιο της κουλτούρας αφοσίωσης της εταιρείας.
Στις αρχές του 2000, η κρίση του dot-com (η οικονομική κρίση που επηρέασε πολλές τεχνολογικές εταιρείες) έριξε τη βάση πελατών σε μόλις τρεις, οδηγώντας σε απολύσεις που έκοψαν το προσωπικό από περίπου 900 άτομα σε 320. Ο Γκράχαμ Γουόκερ και ο αδελφός του ανέλαβαν την εταιρεία, πούλησαν περιουσιακά στοιχεία, μείωσαν χρέη και αναζήτησαν νέα αγορά. Η μεγάλη ανατροπή ήρθε όταν επένδυσαν 150 εκατ. δολάρια για να στραφούν στην κατασκευή μονάδων ισχύος για data centers, μια κίνηση που αποδείχθηκε χρυσή, καθώς η ζήτηση εκτοξεύτηκε στην πανδημία.
Οι πωλήσεις αυξήθηκαν σχεδόν 400% σε πέντε χρόνια, προσελκύοντας αγοραστές. Ο Γουόκερ έθεσε σε όλους την ίδια προϋπόθεση: το 15% της τιμής πώλησης να πάει στους εργαζομένους. Όταν τον ρώτησαν γιατί 15%, απάντησε: «Είναι περισσότερο από 10%».
Παρά τις προειδοποιήσεις των συμβούλων ότι η απαίτηση αυτή θα μπορούσε να δυσκολέψει τη συμφωνία ή να προκαλέσει μηνύσεις από πρώην εργαζομένους, ο Γουόκερ επέμεινε. Τα μπόνους δομήθηκαν ως «πριμ παραμονής», καταβαλλόμενα ετησίως για πέντε χρόνια, ώστε οι περισσότεροι υπάλληλοι να παραμείνουν στην εταιρεία και να λάβουν το πλήρες ποσό — μια ρύθμιση που ο Γουόκερ θεωρούσε κρίσιμη για τη σταθερότητα των λειτουργιών μετά την πώληση.