Έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι με υψηλή «σύνδεση με τη φύση» τείνουν να έχουν καλύτερη ψυχική υγεία και να είναι πιο περιβαλλοντικά υπεύθυνοι.
Η σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον δεν είναι καθολική, ούτε δεδομένη. Αντιθέτως, είναι ένα σύνθετο πολιτισμικό, οικονομικό και ψυχολογικό φαινόμενο, που διαφέρει δραματικά από χώρα σε χώρα. Μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε μόνο αποσπασματικά στοιχεία για τη σύνδεση των κοινωνιών με τη φύση.
Τώρα, όμως, η πρώτη παγκόσμια μελέτη για το ζήτημα μας δίνει μια πλήρη εικόνα: η Βρετανία, η χώρα του Ρομαντισμού, είναι σήμερα ανάμεσα στις πιο αποκομμένες από το φυσικό περιβάλλον χώρες του κόσμου, καταλαμβάνοντας την 55η θέση ανάμεσα σε 61 κράτη.
Στον αντίποδα, η πιο «φυσικά συνδεδεμένη» χώρα είναι το Νεπάλ - μια μικρή, βουνίσια χώρα στην καρδιά της Ασίας, όπου η καθημερινή πλευρά της ζωής, η πίστη και η πνευματικότητα συγχέονται με το φυσικό περιβάλλον, σαν μια αδιάσπαστη οντότητα.
Η έννοια της «σύνδεσης με τη φύση»
Η έννοια της «σύνδεσης με τη φύση» - ή «nature connectedness» - δεν αφορά απλώς πόσο συχνά επισκεπτόμαστε πάρκα, ή αν ποστάρουμε φωτογραφίες ηλιοβασιλέματος. Είναι μια ψυχολογική μέτρηση, που εξετάζει πόσο κοντά νιώθει κάποιος με τα άλλα έμβια όντα, πόσο ασκείται σε μια εσωτερική αίσθηση σχέσης ή ενότητας με τη φύση.
Έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι με υψηλή «σύνδεση με τη φύση» τείνουν να έχουν καλύτερη ψυχική υγεία και να είναι πιο περιβαλλοντικά υπεύθυνοι. Ανισότητα, υπερκατανάλωση και διάλυση αυτής της σύνδεσης είναι σήμερα οι τρεις βασικές αιτίες της κατάρρευσης της βιοποικιλότητας στον πλανήτη.
Στη νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Ambio, ερευνητές από τη Βρετανία και την Αυστρία - με επικεφαλής τον καθηγητή Miles Richardson του Πανεπιστημίου του Derby - ανέλυσαν δεδομένα από 57.000 συμμετέχοντες σε 61 χώρες. Το πιο καθοριστικό εύρημα; Όσο πιο «πνευματική» είναι μια κοινωνία τόσο πιο κοντά στη φύση δείχνουν να νιώθουν οι πολίτες της.
Θρησκευτικότητα, πίστη, μυσταγωγία: όλα αυτά δεν φαίνεται να απομακρύνουν από τη φύση, όπως πιστεύουν αρκετοί δυτικοί επικρατούντες λόγοι, αλλά αντίθετα συχνά καλλιεργούν μια αντίληψη ότι η φύση είναι «μεγάλη», «ιερή», μια οντότητα που μας περιβάλλει και μας ξεπερνά.
Έτσι εξηγείται γιατί χώρες όπως το Νεπάλ, το Ιράν, η Νότια Αφρική, το Μπανγκλαντές ή η Νιγηρία βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης, παρόλο που στερούνται των «πράσινων» υποδομών και της οικολογικής προπαγάνδας της Ευρώπης.
«Μια οικονομικά προσανατολισμένη κοινωνία»
Ο καθηγητής Richardson δεν εκπλήσσεται: «Έχουμε μετατραπεί σε μια υπερ-λογική, οικονομικά προσανατολισμένη κοινωνία» λέει για τη Βρετανία, «όπου σχεδόν κάθε τι μετριέται με βάση την απόδοση και το χρήμα». Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία που πιθανώς διαθέτει χιλιάδες μέλη σε περιβαλλοντικές οργανώσεις, όμως, δεν έχει συναισθηματικό δεσμό με τη φύση.
Η μελέτη εντοπίζει καθαρά πως σε κοινωνίες με υψηλά επίπεδα αστικοποίησης, υψηλό μέσο εισόδημα, εκτενή χρήση του διαδικτύου και έντονη προώθηση της επιχειρηματικότητας, η σχέση με τη φύση διακόπτεται. Εκεί όπου υπάρχουν πολιτική σταθερότητα, γρήγορες μεταφορές, ευκολίες, εξειδίκευση και σύγχρονος οικονομικός βηματισμός, η φύση παύει να θεωρείται μέρος του κόσμου μας και γίνεται «πόρος». Εργαλείο. Πεδίο ανάπτυξης. Κάτι έξω από εμάς.
Η Ολλανδία, ο Καναδάς, η Γερμανία, το Ισραήλ, η Ιαπωνία και η Ισπανία βρίσκονται κι αυτές χαμηλά, με την Ισπανία, μάλιστα, τελευταία στη λίστα. Πώς γίνεται μια χώρα με τόσα τοπία, ακτές, πεδία και ιστορία να βρίσκεται στο τέλος της κατάταξης; Η εξήγηση ίσως κρύβεται στο γεγονός πως οι χώρες αυτές έχουν επικεντρωθεί στον εκσυγχρονισμό, στις πόλεις τους, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Δεν είναι πλέον κοινωνίες που «ζουν» μέσα στη φύση, αλλά κοινωνίες που την «καταναλώνουν», ή το πολύ-πολύ τη «φωτογραφίζουν».
Από την άλλη, χώρες όπως η Κροατία, η Βουλγαρία και, σε κάποιον βαθμό, η Γαλλία διατηρούν ισχυρότερη σχέση: κυρίως γιατί ο αγροτικός τρόπος ζωής, η εθνική παράδοση και μια υφέρπουσα αίσθηση τοπικότητας επιμένουν ακόμη.
    Και όμως, η επιστροφή στη φύση δεν είναι μια ρομαντική έξοδος από το σύγχρονο. Είναι μια ανάγκη επιβίωσης. Όσο η βιοποικιλότητα καταρρέει, όσο οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν και όσο τα οικοσυστήματα γίνονται εύθραυστα, η απώλεια αυτής της σύνδεσης - της αίσθησης ότι είμαστε μέρος της φύσης και όχι εξωτερικοί παρατηρητές της - μας καθιστά αδιάφορους προς το ίδιο μας το μέλλον.
Όμως δεν φτάνει να χτίζεις πάρκα. Χρειάζεται, όπως λέει ο Richardson, «να χτίζεις ιερότητα». Να μετατρέπεις τα αστικά φυσικά τοπία όχι απλώς σε σημεία πρασίνου, αλλά σε νευραλγικά στοιχεία ταυτότητας, μνήμης, παρουσίας.
Κι αυτό, λέει, ξεκινά από την παιδική ηλικία: δραστηριότητες όπως τα forest schools στη Βρετανία ή τα wild churches που ενώνουν οικογένειες και παιδιά με την άγρια φύση, χτίζουν μια εσωτερική, πολιτισμική και πνευματική σχέση που κρατά μια ζωή.
Μια πολιτισμική στροφή
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Ο Richardson προτείνει μια πολιτισμική στροφή: να μπει η φύση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Όχι μόνο στα πάρκα, αλλά στα νοσοκομεία, στους εργασιακούς χώρους, στα σχολεία, στις επιχειρήσεις. Να γίνει η φύση «συμβατική ανάγκη» αντί για «χόμπι του Σαββατοκύριακου».
Από την ανάπτυξη πρακτικών «πράσινης ιατρικής» στο βρετανικό σύστημα υγείας - NHS (όπου οι γιατροί μπορούν να «συνταγογραφήσουν» περίπατο στο πάρκο), μέχρι την αναγνώριση της φύσης ως νομικής οντότητας (όπως συμβαίνει ήδη με ποτάμια στη Νέα Ζηλανδία και στον Καναδά), ως τον υπολογισμό της βιοποικιλότητας στις επενδύσεις των επιχειρήσεων.