Πλήθος νομικών ζητημάτων εγείρονται με τους αποκαλούμενους παλαιοημερολογίτες ιερείς.
Οι παλαιοημερολογίτες ιερείς από τη στιγμή που δεν εντάσσονται στην κατά το αρ. 3 του Συντάγματος «Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού» και δεν διοικούν σύμφωνα με τις διατάξεις του «Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και τη Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928», διαπράττουν το αδίκημα της αντιποίησης Αρχής (αρ. 175 Ποινικού Κώδικα).
Μάλιστα στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου αναφέρεται ρητά ότι «…η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα…».
Η παραπλάνηση έχει οδηγήσει αρκετές φορές σε ακυρώσεις γάμων, βαπτίσεων και άλλων Μυστηρίων, με παρεπόμενες επιπτώσεις σε ζητήματα κληρονομικά, οικονομικά, αναγνώρισης τέκνων κ.λπ.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος είχε εκδώσει σχετική εγκύκλιο, κάνοντας λόγο «για φαινόμενα εξαπάτησης όσον αφορά γάμους που τελούνται σε ''ιδιωτικούς ναούς'', όπως στα κτήματα διοργάνωσης γάμων».
Οι άδειες γάμου
Προϋπόθεση για να θεωρείται έγκυρος ένας γάμος είναι να εκδοθούν άδειες από την ενορία που ανήκει κάποιος και αν θέλει να τελέσει σε άλλη ενορία τον γάμο του να έχει άδειες και από την άλλη ενορία.
Οι εκδηλώσεις σε «κτήματα», επειδή δεν αναγνωρίζεται ορθόδοξο τελετουργικό εκτός ιερού ναού, γίνονται κατά βάση από παλαιοημερολογίτες που είτε δεν έχουν χειροτονηθεί είτε είναι δόκιμοι (διάκοι) και δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα.
Η ΔΙΣ υπογράμμιζε ακόμη ότι «οι ενδιαφερόμενοι νεόνυμφοι ή γονείς συνήθως μαθαίνουν την αλήθεια κατά την καταχώριση της τέλεσης του ''μυστηρίου'' στο Ληξιαρχείο, δηλαδή ότι αυτό θα καταχωρισθεί στο Μητρώο Πολιτών ως γάμος ή βάπτισμα άλλης θρησκευτικής κοινότητας που δεν έχει εκκλησιολογική σχέση (κοινωνία) με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος».
Στο θέμα αυτό υπάρχουν πολύ μεγάλες παγίδες. Μπορεί, για παράδειγμα, οι φορείς της επίσημης Εκκλησίας να αναζητήσουν «παράθυρο» θρησκευτικής εγκυρότητας του Μυστηρίου σε «ιδιωτικές εκκλησίες», όμως εάν ασκηθούν ένδικα μέσα κατά του γάμου ή της βάπτισης το δικαστήριο, κρίνοντας με γνώμονα τη νομολογία, ενδέχεται να το απορρίψει, όπως άλλωστε έχει συμβεί.
Αστικός Κώδικας
Σύμφωνα με το άρθρο 1368 Αστικού Κώδικα, ο θρησκευτικός γάμος τελείται με ιερολογία από ιερέα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα, εφόσον αυτοί οι κανόνες δεν αντίκεινται στην ελληνική έννομη τάξη.
Η νομολογία έχει κρίνει ότι αν ο ιερέας ήταν απλώς τιμωρημένος ή σε αργία αλλά δεν είχε αποβληθεί της ιεροσύνης του τότε ο γάμος είναι έγκυρος. Επίσης, αν ο ιερέας ήταν παλαιοημερολογίτης και τέλεσε τον γάμο κατά το τυπικό της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας και πάλι ο γάμος έχει κριθεί ως έγκυρος. Όμως, αν ο ιερέας δεν είχε χειροτονηθεί ποτέ ή είχε καθαιρεθεί ή δεν είχε δικαίωμα να τελεί γάμους, π.χ. επειδή ήταν απλός διάκονος που δεν είχε την ικανότητα τέλεσης Μυστηρίων και όχι επίσκοπος ή πρεσβύτερος, τότε ο γάμος είναι ανυπόστατος.
Επιπτώσεις
Πρώτη συνέπεια είναι ότι τα παιδιά που έχουν γεννηθεί από έναν τέτοιο γάμο θεωρούνται παιδιά εκτός γάμου. Δεύτερη επίπτωση είναι ότι οι σύζυγοι δεν θεωρούνται σύζυγοι και δεν έχουν ο ένας έναντι του άλλου δικαίωμα και υποχρέωση διατροφής και συμβίωσης, ούτε κληρονομεί ο ένας σύζυγος τον άλλο σε περίπτωση θανάτου. Επίσης, αν η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου ο άλλος σύζυγος δεν έχει αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα αυτά κατά το άρθρο 1400 Αστικού Κώδικα. Τρίτη επίπτωση είναι ότι προκύπτουν και φορολογικά θέματα. Τέταρτη, ότι δεν δικαιούνται τα επιδόματα που προβλέπει για τους έγγαμους η εργατική νομοθεσία, όπως επίδομα γάμου, γονικές άδειες για τον πατέρα κ.λπ.