Ενώ οι ΗΠΑ βιώνουν αλλεπάλληλα κύματα απολύσεων, οι νεότεροι εργαζόμενοι δεν πανικοβάλλονται: Η γενιά Ζ -όσοι γεννήθηκαν από τα τέλη του ’90 έως τις αρχές του 2010- επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με την εργασία.
Για εκείνους, επιτυχία δεν σημαίνει να δουλεύεις αδιάκοπα, αλλά να ζεις χωρίς να σε «καταπίνει» η εργασία.
Δεν απαντούν σε επαγγελματικά μηνύματα μετά τις 17.00, δεν νιώθουν ενοχές αν πάνε για γυμναστική στη μέση της ημέρας και δεν θυσιάζουν τη διασκέδασή τους στο όνομα της παραγωγικότητας. Όπως γράφει η Wall Street Journal, αυτά που κάποτε θεωρούνταν πράξεις ανυπακοής, σήμερα αποτελούν κανόνες μιας νέας κουλτούρας εργασίας.
Η 27χρονη Νία Τζόζεφ, από το Χιούστον, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι γονείς μου έζησαν για τη δουλειά τους. Εγώ θέλω να ζήσω τη ζωή μου». Ένα βράδυ Κυριακής έμεινε σε ένα πάρτι ως τις 2 το πρωί, παρότι δούλευε την επομένη. «Ήταν η πρώτη φορά που το έκανα και κατάλαβα ότι δεν έχασα τίποτα» υποστηρίζει.
«Η απόδοση δεν μετριέται σε ώρες»
Η νέα γενιά δεν αποστασιοποιείται από τη δουλειά της, απλώς τη βλέπει αλλιώς. «Η Γενιά X, όταν φοβάται, δουλεύει περισσότερο. Η Γενιά Z πιστεύει ότι μετράει το αποτέλεσμα, όχι οι ώρες», εξηγεί η αναλύτρια Μάρσι Μέριμαν.
Σύμφωνα με έρευνα της KPMG, οι νέοι εργαζόμενοι τοποθετούν την ισορροπία ζωής πάνω από τον μισθό ή την καριέρα. Στατιστικά, οι κάτω των 35 δουλεύουν κατά μέσο όρο δύο ώρες λιγότερο την εβδομάδα σε σχέση με το 2019.
Ο 24χρονος Νταμαριάν Μπέντον το έμαθε με τον δύσκολο τρόπο. «Έφτασα να κλαίω μπροστά στον υπολογιστή. Από τότε, μετά τις 5 το απόγευμα κλείνω το λάπτοπ χωρίς τύψεις» περιγράφει.
Η πανδημία και η εργασιακή ανασφάλεια έκαναν την Generation Z να δει το επάγγελμα όχι ως ταυτότητα, αλλά ως εργαλείο. Δεν ονειρεύεται πια «μια δουλειά για όλη τη ζωή», αλλά μια ζωή με δουλειά, όχι γύρω απ’ αυτήν.
Η Νία Τζόζεφ το συνοψίζει ως εξής: «Η δουλειά δεν θα σε ελευθερώσει ποτέ. Πρέπει να ελευθερωθείς εσύ απ’ τη δουλειά».