Τέσσερις ειδικοί μελετητές του έργου του, από το Hans Christian Andersen Centre του Πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας, προτείνουν για τις γιορτές τέσσερα κείμενα που δεν είναι τα «αναμενόμενα» χριστουγεννιάτικα.
Αν νομίζεις ότι ξέρεις τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, μάλλον τον ξέρεις όπως τον μάθαμε οι περισσότεροι: μέσα από «τη Μικρή Γοργόνα», «τα Καινούργια Ρούχα του Αυτοκράτορα», «το Ασχημόπαπο» και εκείνη τη γυαλιστερή, σχεδόν παιδική εκδοχή του παραμυθιού που ταιριάζει τέλεια σε στολίδια, κάρτες και οικογενειακές προβολές.
Όμως ο Άντερσεν δεν ήταν μόνο ο «ευγενικός» αφηγητής της εορταστικής θαλπωρής. Ήταν ένας συγγραφέας που έβαζε μέσα στις μικρές ιστορίες του έναν πυρήνα υπαρξιακού άγχους, μαύρου χιούμορ και αφηγηματικής ανατροπής – κάτι που, αν το διαβάσεις σήμερα, μοιάζει πιο σύγχρονο απ’ όσο περιμένεις από έναν Δανό του 19ου αιώνα.
Βαθιά παιχνιδιάρης αλλά και αμείλικτα ειλικρινής
Τέσσερις ειδικοί μελετητές του έργου του, από το Hans Christian Andersen Centre του Πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας, προτείνουν για τις γιορτές τέσσερα κείμενα που δεν είναι τα «αναμενόμενα» χριστουγεννιάτικα. Κοινό τους στοιχείο: δείχνουν έναν Άντερσεν βαθιά παιχνιδιάρη αλλά και αμείλικτα ειλικρινή, έναν συγγραφέα που μπορεί να ξεκινήσει με ένα κλασικό παραμυθιακό μοτίβο και να το στρίψει τόσο, ώστε να καταλήξει να μιλά για απώλεια, πίστη, ταυτότητα και την ίδια τη φύση της πραγματικότητας.
Πρώτη επιλογή, «Η Ιστορία μιας Μητέρας» (1847), που η Ane Grum-Schwensen χαρακτηρίζει «φανταστική ιστορία με όλες τις σημασίες της λέξης». Στην επιφάνεια έχει όλα τα αναγνωρίσιμα υλικά: μια μάνα-πρωταγωνίστρια που φεύγει από το σπίτι, δοκιμασίες, βοηθούς και στο τέλος τον απόλυτο αντίπαλο, τον Θάνατο. Μόνο που εδώ οι βοηθοί ζητούν σκληρό τίμημα, ο αντίπαλος γίνεται σχεδόν οδηγός, και η δομή του παραμυθιού υπονομεύεται εκ των έσω.
Η ιστορία δεν είναι απλώς συγκινητική· είναι ενοχλητικά ανθρώπινη: δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας γονιός για να προστατεύσει το παιδί του και πώς, κάποια στιγμή, η απόγνωση συγκρούεται με το αμετάκλητο. Η μελετήτρια υπογραμμίζει κάτι που βαραίνει: ο Άντερσεν δεν υπήρξε ποτέ γονιός, κι όμως αποδίδει τη γονική οδύνη με τέτοια ακρίβεια που μοιάζει βιωματική. Και η ίδια η διαδικασία γραφής κουβαλά το ηθικό φορτίο: ο συγγραφέας πάλεψε με το τέλος, πέρασε από μια πιο παρηγορητική εκδοχή και κατέληξε σε ένα πιο ανοιχτό, σχεδόν τρομακτικό κλείσιμο, όπου το παιδί οδηγείται «στην άγνωστη χώρα» – μια επιλογή που αποφεύγει τη ζαχαρωμένη λύτρωση.
Δεύτερη πρόταση, «Ο Κομήτης» (1869), από τον Holger Berg, είναι μια ιστορία που ξεκινά ήσυχα, σχεδόν ταπεινά: ένα παιδί φυσά σαπουνόφουσκες, ενώ η μητέρα του, στο φως του κεριού, προσπαθεί να διαβάσει σημάδια για το πόσο θα ζήσει. Η παιδική χαρά και η δεισιδαιμονία συνυπάρχουν στο ίδιο δωμάτιο. Περνούν δεκαετίες, το παιδί γίνεται ηλικιωμένος δάσκαλος και διδάσκει ιστορία, γεωγραφία, αστρονομία χωρίς να σκοτώσει το θαύμα· αντίθετα, η γνώση το βαθαίνει. Όταν ο περιοδικός κομήτης επιστρέφει, ο Άντερσεν μετατρέπει ένα παλιό συλλογικό άγχος –τον φόβο ότι ένας κομήτης θα χτυπήσει τη Γη– σε στοχασμό για τον χρόνο, την επανάληψη και το τι συμβαίνει στη συνείδηση όταν το σώμα τελειώνει. Ο Berg δείχνει πώς ο Άντερσεν βρίσκει την «ανακάλυψή» του στη μορφή: κλείνει την ιστορία κυκλικά, σχεδόν όπως άνοιξε, με μια ιδέα που μοιάζει απλή αλλά βαριά: «Όλα επιστρέφουν». Κι όμως, στο τελευταίο βήμα, ανοίγει μια χαραμάδα: η ψυχή, υπονοεί, μπορεί να έχει «πορεία πολύ μεγαλύτερη» από την τροχιά του κομήτη.
Τρίτη, «Η Σκιά» (1847), που ο Jacob Bøggild την αποκαλεί σε ένα επίπεδο «το πιο σκοτεινό παραμύθι» του Άντερσεν. Εδώ ο άνθρωπος της γνώσης –ο «μαθημένος», χωρίς καν όνομα– βλέπει τη σκιά του να αποσπάται, να αποκτά αυτονομία, να επιστρέφει αργότερα και να τον χειραγωγεί μέχρι να ανταλλάξουν ρόλους, ώστε ο ίδιος ο άνθρωπος να καταλήξει σκιά της σκιάς του. Το φινάλε είναι ωμά ανατρεπτικό: η σκιά θριαμβεύει με όρους κλασικού παραμυθιού, παντρεύεται πριγκίπισσα και ο «κύριος» εκτελείται. Κι όμως, η ιστορία δεν είναι μόνο ζόφος. Ο Άντερσεν παίζει κωμικά με την κυριολεξία: μια σκιά είναι «ελαφριά στα πόδια» και γι’ αυτό γίνεται υπέροχος χορευτής· τα αδύνατα παρουσιάζονται σαν αυτονόητα, δημιουργώντας ένα παράξενο μείγμα γέλιου και ανατριχίλας. Ο Bøggild επιμένει ότι εδώ ο Άντερσεν κάνει κάτι τεχνικά μεγαλειώδες: αναστρέφει τους κανόνες του παραμυθιού σε όλα τα επίπεδα και δείχνει συνείδηση είδους που συχνά δεν του αναγνωρίζεται.
Τέταρτη επιλογή, «Η Πριγκίπισσα και το Μπιζέλι», από τη Sarah Bienko Eriksen, έρχεται με μια σχεδόν ειρωνική παρατήρηση: είναι τόσο διάσημο που πολλοί δεν το διαβάζουν πραγματικά. Κι όμως είναι μόλις ~350 λέξεις και λειτουργεί σαν εργαστήριο για το τι σημαίνει «πραγματικό». Ο πρίγκιπας ψάχνει μια «αληθινή» πριγκίπισσα, οι λέξεις «αληθινή/πραγματική» επαναλαμβάνονται πεισματικά, και όταν μια υποψήφια εμφανίζεται μέσα στην καταιγίδα, το κάστρο αποφασίζει να τη δοκιμάσει με έναν εξωφρενικό τρόπο: είκοσι στρώματα, είκοσι παπλώματα και στο βάθος ένα ταπεινό μπιζέλι. Η πριγκίπισσα ξυπνά «μελανιασμένη» – άρα είναι «αληθινή». Μόνο που η ιστορία σαρκάζει το ίδιο το τεστ: αποδεικνύει τη δική της ευαισθησία, όχι τη δική τους ικανότητα διάκρισης. Και μετά ο Άντερσεν κάνει την πιο μεταμοντέρνα κίνηση: χαρίζει στο μπιζέλι δικό του επίλογο, το βάζει σε βασιλικό μουσείο «όπου μπορεί ακόμη να το δει κανείς – εκτός αν το έχει πάρει κάποιος». Είναι ένα κλείσιμο που τρυπά τη φούσκα του παραμυθιού και πετά το “τεκμήριο” στον πραγματικό κόσμο, εκεί όπου τα πολύτιμα κλέβονται και η αλήθεια δεν εγγυάται τίποτα.
Αν τα Χριστούγεννα είναι η εποχή της επανάληψης –ίδιες ημερομηνίες, ίδιες συνήθειες, ίδιες ιστορίες– ίσως αυτή να είναι και η καλύτερη στιγμή να διαβάσεις τον Άντερσεν αλλιώς: όχι ως διακοσμητικό μύθο, αλλά ως συγγραφέα που ήξερε να βάζει μέσα στο θαύμα μια μικρή, κοφτερή λεπίδα. Αυτές οι τέσσερις ιστορίες δεν υπόσχονται «ζεστό» happy end. Υπόσχονται κάτι πιο σπάνιο: να σε κάνουν να αναρωτηθείς τι είναι αγάπη, τι είναι ψυχή, τι είναι ταυτότητα και πόσο εύκολα το «πραγματικό» γλιστρά από τα χέρια μας—σαν σαπουνόφουσκα.