Μετά τα «icks», τα «beige flags» και τις «situationships», έφτασαν νέοι, ακόμη πιο παράξενοι όροι: από το «throning» μέχρι το «Banksying», από το «Shrekking» μέχρι το «ZIP coding» και το «monkey barring».
Παρά το ότι ο έρωτας παραμένει μια αρχέγονη ανθρώπινη εμπειρία, οι τρόποι με τους οποίους τον περιγράφουμε αλλάζουν με καταιγιστικούς ρυθμούς, αντανακλώντας την αστάθεια και τη ρευστότητα του σύγχρονου ραντεβού.
Η ψηφιακή εποχή, με τα απεριόριστα swipe, τις πολλαπλές επιλογές και την αυξανόμενη δυσκολία να ειπωθούν συναισθήματα καθαρά και απλά, έχει γεννήσει μια νέα κατηγορία γλωσσικής δημιουργικότητας: όρους που προσπαθούν να αποτυπώσουν μικρο-τραύματα, ασυνεννοησίες, αυταπάτες και τακτικές αποστασιοποίησης. Η ανάγκη αυτή, όπως λένε ειδικοί των σχέσεων, δεν είναι τυχαία.
Ταξινομώντας και κατανοώντας
Όσο πιο περίπλοκα γίνονται τα ερωτικά παιχνίδια, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη να τα ονομάσουμε, να τα ταξινομήσουμε και τελικά να τα κατανοήσουμε. Έτσι, μετά τα «icks», τα «beige flags» και τις «situationships», έφτασαν νέοι, ακόμη πιο παράξενοι όροι: από το «throning» μέχρι το «Banksying», από το «Shrekking» μέχρι το «ZIP coding» και το «monkey barring».
Το κυνικό «throning»
Το «throning» αποτυπώνει ίσως με τον πιο κυνικό τρόπο το πώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μπολιάσει την ερωτική ζωή με έναν άτυπο ταξικό κώδικα. Πρόκειται για το φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος βγαίνει ραντεβού με άτομα υψηλότερου κοινωνικού status μόνο και μόνο για να ενισχύσει το δικό του προφίλ. Το ραντεβού γίνεται έτσι ένας θρόνος, ένα βάθρο που ανεβάζει τον «θρονέ» ψηλότερα από εκεί που θα στεκόταν μόνος του.
Η επιβεβαίωση δεν πηγάζει από τη σύνδεση, αλλά από την εικόνα του ζευγαριού προς τα έξω: ποιοι είναι παρόντες, ποιοι βλέπουν, τι αναρτάται. Το αποτέλεσμα, συχνά, είναι μια καρδιά που σπάει πριν καν προλάβει να χτυπήσει σε φυσιολογικό ρυθμό: όταν κάποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για τον κοινωνικό σου κύκλο παρά για εσένα τον ίδιο, η κατάληξη είναι περίπου προδιαγεγραμμένη.
Όταν δεν σου αρέσει εμφανισιακά ο άλλος
Από την άλλη πλευρά, το «Shrekking» αφορά τους ανθρώπους που —με την ελπίδα ότι η καλοσύνη ή η συναισθηματική σταθερότητα θα αντισταθμίσει την έλλειψη έλξης— επιλέγουν να βγουν με άτομα που δεν τους αρέσουν εμφανισιακά. Η ονομασία προέρχεται από το παραμύθι της Φιόνα και του Σρεκ: η ιδέα ότι, αν ρίξεις λίγο τις προσδοκίες σου, ίσως βρεις έναν σύντροφο που θα σε λατρεύει.
Ωστόσο η πραγματικότητα, συχνά, είναι πιο σκληρή: η ελπίδα πως «κάποιος λιγότερο ελκυστικός» θα φερθεί καλύτερα δεν επιβεβαιώνεται. Πολλοί που «Shrek-άρουν» διαπιστώνουν τελικά ότι και ο «ogre» μπορεί να πληγώσει, αφήνοντάς τους προδομένους από μια στρατηγική που πίστεψαν ότι θα τους προστατέψει.
Ακόμη πιο σκοτεινός είναι ο όρος «Banksying». Εδώ, ο παραλληλισμός με τον διάσημο street artist είναι εύγλωττος: όπως τα έργα του Μπάνκσι εμφανίζονται ξαφνικά και συχνά αυτοκαταστρέφονται, έτσι και το «Banksying» περιγράφει το σταδιακό, αθόρυβο συναισθηματικό «ξεκόλλημα» από μια σχέση.
Ο ένας σύντροφος αποσύρεται, βήμα-βήμα, χωρίς να πει κουβέντα· αφήνει την ψυχή του αλλού, αλλά το σώμα παραμένει παρόν μέχρι η στιγμή του χωρισμού να φανεί σχεδόν αναπόφευκτη. Όταν τελικά ανακοινωθεί το τέλος, ο «Banksy-er» έχει ήδη προ πολλού αποχωρήσει εσωτερικά, ενώ ο άλλος μένει αποσβολωμένος μπροστά στα συντρίμμια — όπως το κοινό κοιτούσε άναυδο τον πίνακα που αυτο-τεμαχίστηκε αφού πωλήθηκε σε δημοπρασία. Αυτή η αθόρυβη αποσύνδεση δεν είναι απλώς απάθεια· είναι μια φόρμα συναισθηματικής διαφυγής, ένας τρόπος να αποφευχθεί η ευθύνη και η αλήθεια.
Μια παράμετρος καθαρά γεωγραφική
Το «ZIP coding» εισάγει μια παράμετρο καθαρά γεωγραφική. Στην πιο ήπια εκδοχή του σημαίνει ότι κάποιος επιλέγει να γνωρίζει άτομα μόνο εντός ενός πολύ στενού ακτίνα — πρακτικό ίσως, αλλά συχνά περιοριστικό. Στην πιο ακραία εκδοχή, όμως, «ZIP coding» σημαίνει ότι κάποιος θεωρεί τον εαυτό του δεσμευμένο μόνο όσο βρίσκεται εντός της περιοχής του συντρόφου.
Μόλις φύγει, όλα παύουν: μια σχέση ανάλογη με τις εποχικές δουλειές, με ημερομηνία λήξης και χαλαρή ηθική. Πρόκειται για φαινόμενο που αναδεικνύει την εμμονή της εποχής με το άμεσο, το εύκολο, το «δίπλα μου τώρα». Όπως λένε οι ειδικοί, η αγάπη δεν είναι εφαρμογή διανομής — κι όμως, πολλοί την αντιμετωπίζουν ως τέτοια.
Τέλος, το «monkey barring» θυμίζει παιδική χαρά, αλλά μόνο κατ’ όνομα. Περιγράφει την τάση ανθρώπων να μην αφήνουν μια σχέση μέχρι να σιγουρευτούν ότι έχουν πιάσει ήδη την επόμενη. Ουσιαστικά πρόκειται για συναισθηματικό «κράτημα από κλαδί σε κλαδί», μια άρνηση να βρεθεί κανείς μόνος, μια απόπειρα να έναλλάσσονται δεσμοί χωρίς ποτέ να υπάρξει πραγματική διακοπή.
Η εξάπλωση αυτού του φαινομένου, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους, σχετίζεται με την ψευδαίσθηση άπειρων επιλογών που προσφέρουν οι εφαρμογές: το ατελείωτο swipe δημιουργεί την εντύπωση ότι υπάρχει πάντα κάτι καλύτερο δύο κλικ παρακάτω.
Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών
Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των νέων όρων είναι, με κάποιο τρόπο, η απόσταση: η απόσταση από τον εαυτό, η απόσταση από τον άλλον, η απόσταση από την ευθύνη. Όσο η τεχνολογία επιτρέπει στους ανθρώπους να προβάλλουν εικόνες αντί για εσωτερικότητα, να φιλτράρουν τον πόνο τους ως χιούμορ ή να κάνουν ghosting με νέους τρόπους, τόσο θα πολλαπλασιάζονται οι λέξεις που προσπαθούν να περιγράψουν αυτή την αστάθεια.
Ο κόσμος του dating το 2025 είναι ένα τοπίο γεμάτο όρους που ακούγονται αστείο, σχεδόν γλυκά — αλλά συχνά κρύβουν πίσω τους μια κοινωνία πιο μόνη, πιο αγχωμένη και πιο αμήχανη απέναντι στη συναισθηματική εγγύτητα από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η δημιουργικότητα αυτών των όρων ίσως φανερώνει ένα μικρό σημάδι ελπίδας: τουλάχιστον προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι μας συμβαίνει. Και η κατανόηση, ιστορικά, ήταν πάντα το πρώτο βήμα για να αλλάξει κάτι.