Για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούταν απλώς μια δραστηριότητα ψυχαγωγίας ή έκφρασης, όμως η μουσική πρακτική αποκαλύπτει σταδιακά την απροσδόκητη επίδρασή της στη λειτουργία του εγκεφάλου.
Πέρα από την αισθητική απόλαυση, φαίνεται να αναδιοργανώνει σε βάθος ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα φυσικά ερεθίσματα. Εξετάζοντας αυτή την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη μουσική και τον πόνο, οι ερευνητές ανοίγουν έναν νέο δρόμο για την κατανόηση των μηχανισμών της νευρολογικής ανθεκτικότητας.
Η μουσική εκπαίδευση μεταμορφώνει τον κινητικό χάρτη του εγκεφάλου
Ο εγκέφαλος ενός μουσικού δεν είναι «καλωδιωμένος» όπως των υπολοίπων ανθρώπων. Χρόνια εντατικής εξάσκησης σε ένα μουσικό όργανο μεταβάλλουν σε βάθος την οργάνωση των κινητικών περιοχών. Αυτές οι αλλαγές δεν περιορίζονται απλώς σε καλύτερο συντονισμό των δακτύλων ή αυξημένη δεξιοτεχνία, αλλά παρατηρούνται μέχρι και στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος χαρτογραφεί τους μύες που χρησιμοποιούνται καθημερινά.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PAIN, με τη συμμετοχή 40 ατόμων, αποκάλυψε ότι οι μουσικοί παρουσίαζαν πιο ακριβή χειρωνακτική κινητική χαρτογράφηση από τους μη μουσικούς, ακόμη και πριν από οποιαδήποτε πρόκληση πόνου. Όσο περισσότερες ώρες εξάσκησης είχαν συγκεντρώσει, τόσο πιο λεπτομερής γινόταν αυτή η χαρτογράφηση. Αυτή η προσαρμογή του κινητικού φλοιού είναι αποτέλεσμα ενός γνωστού φαινομένου στους νευροεπιστήμονες: της πλαστικότητας που εξαρτάται από τη χρήση. Η επαναλαμβανόμενη προσπάθεια μεταβάλλει μόνιμα τα νευρωνικά κυκλώματα που εμπλέκονται στη δράση.

Αυτός ο ανασχηματισμός, που είναι ορατός χάρη στη διακρανιακή μαγνητική διέγερση (TMS), δεν περιορίζεται στη κινητική λειτουργία. Θα μπορούσε επίσης να επηρεάζει και άλλες, λιγότερο αναμενόμενες, πτυχές της εγκεφαλικής φυσιολογίας, μεταξύ αυτών και την αντίληψη του πόνου. Αυτή ακριβώς την υπόθεση θέλησε να εξετάσει μια διεθνής ερευνητική ομάδα, συγκρίνοντας τις αντιδράσεις μουσικών και μη μουσικών απέναντι σε έναν παρατεταμένο, τεχνητά προκληθέντα πόνο.
Μουσική και πόνος: μια σχέση διαμορφωμένη από την εμπειρία
Για να εξερευνήσουν αυτή τη σχέση, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα πρωτόκολλο που συνίσταται στην έγχυση ενός παράγοντα νευρικής ανάπτυξης (NGF) σε έναν μυ του χεριού. Η ουσία προκαλεί έναν διάχυτο και προσωρινό πόνο, χωρίς να ενέχει κίνδυνο για τους συμμετέχοντες. Ο στόχος ήταν να μετρηθεί πώς αντιδρά ο εγκέφαλος απέναντι σε αυτό το ερέθισμα και κατά πόσο η μουσική εμπειρία επηρεάζει αυτή την αντίδραση.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Δύο ημέρες μετά την έγχυση, οι κινητικοί χάρτες των μη μουσικών είχαν συρρικνωθεί, σαν ο πόνος να διατάρασσε το κινητικό τους σχήμα. Αντίθετα, στους μουσικούς, οι χάρτες αυτοί παρέμεναν αμετάβλητοι. Ακόμη περισσότερο, οι μουσικοί δήλωναν ότι ένιωθαν λιγότερο πόνο, παρότι η διέγερση ήταν ακριβώς η ίδια.
Η εμπειρία της εκμάθησης και εκτέλεσης μουσικών κινήσεων φαίνεται να λειτουργεί ως φυσικό φίλτρο, μειώνοντας τόσο την αντίληψη του πόνου όσο και την εγκεφαλική του επίδραση. Αυτή η ανακάλυψη, αποτέλεσμα της έρευνας της Άννα Ζαμοράνο και των συνεργατών της, υποδηλώνει ότι η επαναλαμβανόμενη κινητική δραστηριότητα στο πλαίσιο της μουσικής εξάσκησης δημιουργεί μακροχρόνιο προστατευτικό αποτέλεσμα στον εγκέφαλο.

Το εύρημα αυτό συμφωνεί με άλλες πρόσφατες έρευνες σχετικά με τους βιοδείκτες ευαισθησίας στον πόνο. Σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA Neurology, ένας εγκεφαλικός δείκτης που συνδυάζει δύο σήματα, τη συχνότητα άλφα του αισθησιοκινητικού φλοιού και την διεγερσιμότητα του κινητικού φλοιού, κατάφερε να διαχωρίσει με εξαιρετική ακρίβεια τα άτομα με υψηλή ευαισθησία στον πόνο από εκείνα με χαμηλότερη. Και πάλι, η ικανότητα του εγκεφάλου να διατηρεί ένα επίπεδο κινητικής δραστηριότητας απέναντι στον πόνο φαίνεται να είναι καθοριστική.
Εξατομικευμένη ιατρική βασισμένη στο προφίλ του εγκεφάλου
Αυτές οι επιστημονικές εξελίξεις υποδεικνύουν ότι ο εγκέφαλος μπορεί να εκπαιδευτεί ώστε να αντέχει περισσότερο τον πόνο. Η μουσική, επομένως, αναδεικνύεται σε ιδανικό μοντέλο μελέτης για την κατανόηση των μηχανισμών της εγκεφαλικής ανθεκτικότητας.
Οι μουσικοί αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς τα χρόνια εξάσκησης διαμορφώνουν ένα πιο σταθερό, αποτελεσματικό και πιθανώς πιο ανθεκτικό νευρικό σύστημα απέναντι στα επώδυνα ερεθίσματα. Αυτή η ικανότητα προσαρμογής δεν πηγάζει από ένα απλό ταλέντο, αλλά από εντατική και στοχευμένη εκπαίδευση που μεταβάλλει μακροπρόθεσμα τα νευρωνικά κυκλώματα.
Η ιδέα αξιοποίησης αυτής της νευροπλαστικότητας για θεραπευτικούς σκοπούς προσελκύει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των ερευνητών. Συνδυάζοντας απεικόνιση του εγκεφάλου με μετρήσεις της φλοιϊκής διεγερσιμότητας, γίνεται πλέον εφικτό να προβλεφθεί η μετάβαση από τον οξύ στον χρόνιο πόνο. Εντοπίζοντας τα εγκεφαλικά προφίλ υψηλού κινδύνου, οι κλινικοί ιατροί θα μπορούσαν να προβλέψουν την εμφάνιση χρόνιων πόνων και να προσαρμόσουν τις θεραπείες πολύ πριν αυτοί παγιωθούν.

Η μουσική εμπειρία, μακριά από το να αποτελεί απλή διασκέδαση, αποκαλύπτει έτσι έναν συναρπαστικό δρόμο για την ιατρική. Εκθέτοντας τον εγκέφαλο σε επαναλαμβανόμενες κινητικές προκλήσεις, διαμορφώνει κυκλώματα πιο ανθεκτικά απέναντι στις αισθητηριακές «επιθέσεις». Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών θα μπορούσε στο μέλλον να επιτρέψει την ανάπτυξη εξατομικευμένων, μη φαρμακευτικών θεραπειών, βασισμένων στη στοχευμένη και επαναλαμβανόμενη διέγερση των κινητικών περιοχών του εγκεφάλου.
Μια τέτοια στρατηγική, όπως ακριβώς η μουσική εκπαίδευση, θα στηριζόταν στη συστηματικότητα, την ακρίβεια και τη δέσμευση, με σκοπό να τροποποιήσει μακροπρόθεσμα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον πόνο.