Άνθρωποι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια χρειάζονται καθημερινά την εργασία οικιακών βοηθών για να μπορούν να τρώνε, να έχουν ρούχα, να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Την περίεργη αυτή συνθήκη θέλησε να προσεγγίσει επιστημονικά μία Γαλλίδα κοινωνιολόγος. Η Αλιζέ Ντελπιέρ ήθελε να κατανοήσει τα εξελιγμένα συστήματα δουλείας που χτίζουν οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου μέσα στα σπίτια τους για να ικανοποιήσουν τις εκκεντρικές ανάγκες και επιθυμίες τους. Για τον λόγο αυτό επισκέφθηκε πολυτελή διαμερίσματα στο κέντρο του Παρισιού και πολυτελή αρχοντικά στη γαλλική ριβιέρα.

Στο πλαίσιο της έρευνας, έκανε πολλές συνεντεύξεις με άτομα που εργάζονται ως εσωτερικοί βοηθοί σε διάφορα πόστα καθώς και με ευκατάστατους εργοδότες. Σε μία από αυτές άκουσε μια γυναίκα να λέει στην υπηρέτριά της: «Αναρωτιέμαι αν θα καταλάβει ποτέ ότι θέλω δύο παγάκια, όχι τρία». Άκουσε για σπίτια όπου η απόσταση μεταξύ των μαχαιροπίρουνων στο τραπέζι πρέπει να μετριέται σε χιλιοστά.
Έγινε η ίδια νταντά κι έγραψε βιβλίο
Όμως δεν σταμάτησε στις συνεντεύξεις. Η ίδια έγινε νταντά και βοηθός κουζίνας μερικής απασχόλησης για μια γυναίκα από την παριζιάνικη αριστοκρατία. Έζησε μάλιστα με την οικογένεια στην Κίνα για μερικούς μήνες ως εσωτερική βοηθός.
Το αποτέλεσμα ετών έρευνας πάνω στο θέμα είναι το βιβλίο «Υπηρετώντας τους πλούσιους - Οικιακές Βοηθοί στα σπίτια των υπερ-πλουσίων», στο οποίο εμβαθύνει στις σχέσεις αλληλεξάρτησης που αναπτύσσονται στα πολυτελή σαλόνια των γαλλικών σπιτιών, σχέσεις οι οποίες, με κάποιες παραλλαγές, απαντώνται και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Διεισδύοντας στα ενδότερα των σπιτιών πλούσιων οικογενειών, η κοινωνιολόγος ανακάλυψε πώς η οικιακή εργασία σχετίζεται με ζητήματα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, όπως η μετανάστευση και η ανισότητα. Παράλληλα, εγείρει ερωτήματα σχετικά με τα χρήματα και την εξουσία, ερωτήματα που αφορούν ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων.
«Αυτοί είναι άνθρωποι που μπορούν να κερδίσουν πολλά υπηρετώντας τους πλούσιους, αλλά που πρέπει να δείξουν στους εργοδότες τους ότι εργάζονται πολύ καλά, ότι είναι υπάκουοι, ότι υπακούουν σε όλες τις εντολές κ.λπ. Μερικές φορές, αυτό δημιουργεί ανταγωνισμό», είπε η Ντελπιέρ στην ισπανόφωνη υπηρεσία του BBC.
Πολύ καλές απολαβές με μεγάλο τίμημα
Στο βιβλίο της περιγράφει την σχέση μεταξύ πλουσίων εργοδοτών και εργαζομένων ως «χρυσή εκμετάλλευση». Η Ντελπιέρ εξηγεί αυτόν τον όρο: «Η 'χρυσή εκμετάλλευση' είναι ένα σχήμα οξύμωρο που με βοηθά να εξηγήσω ότι οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε κατάσταση εκμετάλλευσης επειδή εργάζονται απεριόριστα, αλλά επειδή εργάζονται πολύ, κερδίζουν επίσης πολλά».
Μάλιστα η ίδια αναφέρει μηνιαίες απολαβές που συχνά ξεπερνούν τις 4.000 ευρώ και ίσως φτάνουν τις 12.000 ευρώ. «Αν συγκρίνουμε αυτούς τους υπαλλήλους με τον υπόλοιπο εργαζόμενο πληθυσμό, αποτελούν μέρος των πλουσίων. Λαμβάνουν επίσης πολλά πολύ ακριβά δώρα: κινητά τηλέφωνα, ρούχα, φαγητό», σημειώνει.
Όμως το τίμημα είναι μεγάλο. Η ίδια καταθέτει πως παρότι ήταν μερικής απασχόλησης, οι εργοδότες της ζητούσαν να δουλεύει υπερωρίες. «Έτσι, οι εργαζόμενοι που εργάζονται καθημερινά στα σπίτια των πλουσίων, που κοιμούνται εκεί - επειδή αυτή είναι προϋπόθεση για να εργάζονται για τους πλούσιους - εργάζονται όλη μέρα και νύχτα», σημειώνει.

«Για παράδειγμα, οι γυναίκες που φροντίζουν τα παιδιά κοιμούνται ελάχιστα», προσθέτει. «Πρέπει να κοιμούνται στα κρεβάτια ή στα παιδικά δωμάτια, οπότε δεν κοιμούνται καλά το βράδυ. Και κατά τη διάρκεια της ημέρας πρέπει να μαγειρεύουν για τα παιδιά, να βγαίνουν έξω μαζί τους, κ.λ.π». «Είναι ένα είδος εκμετάλλευσης, επειδή δεν έχουν χρόνο να κάνουν τίποτα άλλο εκτός από τη δουλειά», παρατηρεί η Ντελπιέρ.
Εξηγώντας περαιτέρω σε τί συνίσταται η «χρυσή εκμετάλλευση» λέει: «Όσο περισσότερα χρήματα και δώρα δίνουν οι πλούσιοι στους υπαλλήλους τους, τόσο πιο νομιμοποιημένοι αισθάνονται να απαιτούν να εργάζονται ακόμη περισσότερο. Στη συνέχεια, δημιουργείται ένα είδος χρέους. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι πρέπει να εργαστούν για να αντισταθμίσουν όλα όσα έχουν λάβει - τον υψηλό μισθό, τα δώρα, τα προνόμια».
Τί εννοούμε όταν λέμε ότι οι βοηθοί είναι «μέρος της οικογένειας»
Η Ντελπιέρ μίλησε και για τα συναισθήματα που συχνά αναπτύσσονται και στις δύο πλευρές αυτής της υπό μελέτης σχέσης. «Το να λέμε ότι οι εργαζόμενοι 'είναι μέρος της οικογένειας' δεν μπορεί να γίνει κατανοητό απλώς ως υποκριτική ρητορική. Τα συναισθήματα είναι πραγματικά», υπογραμμίζει.
«Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο - επειδή θεωρούνται μέρος της οικογένειας - οι εργοδότες αισθάνονται ότι δικαιούνται να ζητούν περισσότερα από όσα θα ζητούσαν από οποιοδήποτε άλλο είδος εργαζομένου», εξηγεί.

«Δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται ως μέρος της οικογένειας, οι πλούσιοι αισθάνονται ελεύθεροι να τους χρησιμοποιούν όπως θέλουν. Αλλά ταυτόχρονα, νοιάζονται και γι' αυτούς - για την υγεία τους και των οικογενειών τους, για παράδειγμα. Έχω γνωρίσει πολλούς εργαζόμενους που ζούσαν στα σπίτια των εργοδοτών τους με τα δικά τους παιδιά, και οι πλούσιοι πληρώνουν για τη σχολική τους φοίτηση, το φαγητό, τις αμοιβές των γιατρών κ.λπ.», παρατηρεί η επιστήμονας.
Εργοδότες αλλάζουν τα ονόματα των εσωτερικών υπαλλήλων επί το… πιο γαλλικό
Παρά το γεγονός ότι αναπτύσσονται συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, οι πρώτοι συνήθως κρατούν σε κάποια απόσταση τους εργαζόμενους, με διάφορους τρόπους, σε διάφορα επίπεδα.
Ένα από αυτά, σύμφωνα με την Ντελπιέρ, είναι το χωροταξικό. «Στα σπίτια των πλουσίων, οι υπάλληλοι δεν μπορούν να κυκλοφορούν σε όλους τους χώρους. Δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την πισίνα, δεν μπορούν να πάνε στα μέρη του σπιτιού όπου οι πλούσιοι συναντιούνται με τους φίλους τους. Δεν έχουν ελευθερία κινήσεων».
Μάλιστα στα μεγαλύτερα από τα σπίτια όπου βρέθηκε «υπάρχουν ξεχωριστοί διάδρομοι για τους υπαλλήλους και τους προϊσταμένους, έτσι ώστε οι προϊστάμενοι να μην βλέπουν τους υπαλλήλους όλη την ώρα».
Ένας άλλος τρόπος που σίγουρα φέρνει τους εργαζόμενους σε δύσκολη θέση, είναι η αλλαγή των ονομάτων τους. «Αν το όνομά σου είναι Χουάν, μπορούν να σε φωνάζουν Ζοζέφ, για παράδειγμα», σημειώνει η Ντελπιέρ που παρατηρεί μια φυλετική διάκριση σε αυτή την αλλαγή ονόματος. «Όταν οι υπάλληλοι είναι ξένοι - κάτι που συμβαίνει για πολλούς στις μέρες μας - οι προϊστάμενοι αλλάζουν τα ονόματά τους σε γαλλικό όνομα».
Αναφέρει επίσης την περίπτωση εργοδοτών που δίνουν πάντα το ίδιο όνομα σε όλους τους υπαλλήλους τους. «Για παράδειγμα, η νταντά ονομάζεται πάντα Μαρία. Αν φτάσει μια νέα νταντά, θα ονομάζεται επίσης Μαρία. Είναι ένας τρόπος να καταδειχθεί η ανωτερότητα των πλουσίων έναντι άλλων ανθρώπων, οι οποίοι είναι αποπροσωποποιημένοι», παρατηρεί.
Γιατί οι εργοδότες δε φοβούνται μήπως πάθουν κάτι όπως στα «Παράσιτα»
Ο δημοσιογράφος ρωτά την Ντελπιέρ αν οι εργοδότες φοβούνται μήπως οι βοηθοί τους κάνουν κάποιο κακό, όπως συνέβη στην οσκαρική ταινία «τα Παράσιτα» του 2019. «Είναι ενδιαφέρον, γιατί σε αυτές τις ταινίες, οι υπάλληλοι παρουσιάζονται πάντα να παίρνουν εκδίκηση για όλη την κυριαρχία που υπέστησαν στα χέρια των αφεντικών τους. Αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική», απάντησε η κοινωνιολόγος.
«Δεν έχω συναντήσει κανέναν υπάλληλο που να έχει σκοτώσει τα αφεντικά του (γελά). Ναι, έχω συναντήσει κάποιες περιπτώσεις υπαλλήλων που έχουν κλέψει, αλλά αυτό είναι πολύ σπάνιο. Τις περισσότερες φορές, οι πλούσιοι δεν φοβούνται πραγματικά τους υπαλλήλους τους, επειδή γνωρίζουν ότι κατέχουν όλη την εξουσία. Ξέρουν ότι χωρίς τα χρήματά τους, οι υπάλληλοί τους δεν είναι τίποτα. Χωρίς τα σπίτια τους, οι υπάλληλοί τους δεν έχουν πού να κοιμηθούν», λέει η Γαλλίδα επιστήμονας.