Αντί να παλεύουμε με τη συμπεριφορά των νηπίων μας, αξίζει να ανοίγουμε χώρο για κατανόηση. Όσο πιο πολύ ερμηνεύουμε το «γιατί» πίσω από την πράξη, τόσο λιγότερο απειλητική είναι στην καθημερινότητά μας.
Όσοι έχουν ζήσει με ένα παιδί μικρότερο των τριών ετών γνωρίζουν πως η καθημερινότητα με ένα νήπιο είναι σαν να συνυπάρχεις με έναν μικρό εξερευνητή που ζει σε έναν ολότελα δικό του πλανήτη. Ένα πλανήτη όπου τα δικά σου «ναι» ακούγονται σαν «όχι», τα δικά σου «όχι» σαν «τρέξε τώρα!», όπου το «δικό μου» σημαίνει «όλα όσα υπάρχουν στο πεδίο της όρασής μου είναι δικά μου».
Και όμως, μέσα σε αυτό το χάος, οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι μόνο λογικές - είναι ζωτικές. Όπως μας υπενθυμίζει μιλώντας στο NPR ο παιδιατρικός ψυχολόγος Ρότζερ Χάρισον, όλα όσα κάνουν τα παιδιά μέχρι τριών ετών - είτε γκρινιάζουν, είτε φωνάζουν «όχι», είτε καταρρέουν από το πουθενά στο πάτωμα - δεν είναι απειλές προς την υπομονή των γονιών τους, αλλά κομμάτια μιας ενστικτώδους εξελικτικής διαδικασίας: χτίζουν τη δική τους ταυτότητα.
Οι ταχείες μεταπτώσεις είναι κρίσιμες
Ο Χάρισον επισημαίνει ότι οι ταχείες μεταπτώσεις στη συμπεριφορά και τα συναισθήματα είναι δομικές στη ζωή ενός παιδιού από 12 μηνών έως 36 μηνών. Αυτά τα ξαφνικά «όχι» σε πράγματα που την προηγούμενη μέρα ήταν λατρεμένα, αυτά τα ξεσπάσματα θυμού που μοιάζουν χωρίς λόγο, είναι στην πραγματικότητα τα πρώτα βήματα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Στην ηλικία των 2 ή 3, για πρώτη φορά, το παιδί συνειδητοποιεί: «εγώ δεν είμαι η μαμά ή ο μπαμπάς, εγώ είμαι κάτι ξεχωριστό». Και με αυτή την ανακάλυψη, γεννιέται η ανάγκη να διαπιστώσει τα όριά του.
Τα συνεχόμενα «όχι»
Ένα από τα πιο συχνά - και παρεξηγημένα - παραδείγματα αυτής της διαδικασίας είναι το "ΟΧΙ!". Το μικρό παιδί δεν είναι απλώς αρνητικό, δεν προσπαθεί επίτηδες να μας προκαλέσει. Αντιθέτως, αυτό το «όχι» συχνά είναι η πρώτη κραυγή αυτοδιάθεσης. Το παιδί, όταν λέει «όχι» σε πράγματα που υποτίθεται ότι θέλει, δεν προσπαθεί να κάνει τη ζωή μας δύσκολη.
Αντιθέτως, δοκιμάζει μιλώντας για πρώτη φορά με το «εγώ». Όπως εξηγεί ο Χάρισον: «Το παιδί λέει: δες με! Έχω άποψη! Μπορώ να αποφασίσω!» Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να υποκύπτουν σε κάθε τέτοιο «όχι», αλλά αντίθετα, να το κατανοούν όχι σαν πρόκληση, αλλά σαν ευκαιρία για καθοδήγηση. Παρότι το «όχι» είναι συχνό, δεν είναι το μόνο παράδοξο της νηπιακής ηλικίας.
Όλα είναι «δικά του»
Άλλο παράδειγμα: η εμμονή με το «δικό μου». Το παιδί που μόλις έμαθε αυτή τη λέξη θέλει να την εφαρμόσει παντού: στο ποτήρι του, στο παιχνίδι του άλλου παιδιού, στο τηλέφωνο του γονιού, στην... καρέκλα της καφετέριας. Εδώ η εξήγηση είναι εξίσου ανακουφιστική: δεν πρόκειται για εγωκεντρισμό όπως τον εννοούμε στην ενήλικη ζωή, αλλά για εξερεύνηση των ορίων.
Με το «δικό μου», το παιδί επεκτείνει πρώτα φαντασιακά, έπειτα βιωματικά, τον έλεγχο στο περιβάλλον του. Με αυτό τον τρόπο αποφασίζει από ποιους κύκλους πραγμάτων και ανθρώπων αποτελείται ο κόσμος του. Όπως σημειώνει ο Χάρισον, «το χτίσιμο της προσωπικότητας περνά από την αίσθηση ιδιοκτησίας».
Γιατί κάνει επικίνδυνα πράγματα;
Κι έπειτα έρχεται το «γιατί κάνει πράγματα που του είπαμε να μην κάνει;» Εδώ η απάντηση είναι απλή και, ίσως, λίγο επώδυνη: τα νήπια δεν κατανοούν την έννοια της άρνησης. Αν τους λες «ΜΗΝ τρέχεις στο χολ», αυτό που ακούν είναι «ΤΡΕΧΕ ΣΤΟ ΧΟΛ!» Το παιδί, ιδίως πριν τα 3, δεν έχει ακόμα νοητική ωριμότητα να κατανοήσει την έννοια της αφαίρεσης, του «μη» και του «όχι» όταν αυτά λειτουργούν προστατευτικά.
Όπως λένε οι ειδικοί, το παιδί χρειάζεται να ακουμπήσει πάνω σε ξεκάθαρες θετικές προτάσεις, όχι αόριστες απαγορεύσεις. Δεν αρκεί να του πεις «μη χτυπάς την πόρτα», πρέπει να του δείξεις τι μπορεί να κάνει: «Βάλε το χέρι σου απαλά έτσι». Δεν αρκεί να πεις τι δεν θέλεις. Πρέπει να πεις τι θέλεις - με σαφήνεια και ηρεμία.
Η εξερεύνηση του αισθητηριακού κόσμου
Άλλη χαρακτηριστική συμπεριφορά: η έκρηξη ενέργειας ή η παράξενη ανάγκη να γλείψουν κάτι, να σπάσουν κάτι, να χοροπηδήσουν ξανά και ξανά. Και εδώ, η ψυχολογία δεν βλέπει χάος, αλλά εξερεύνηση του αισθητηριακού κόσμου. Το παιδί μαζεύει δεδομένα για τον εαυτό του και για την πραγματικότητα: τι γεύση έχει αυτό; τι ήχο κάνει; τι γίνεται αν το ρίξω από ψηλά;
Η Layne Deyling Cherland, εκπαιδευτικός με τεράστια εμπειρία στους πρώτους κύκλους της σχολικής ηλικίας, σημειώνει: «Η παραξενιά τους είναι ένας ολόκληρος επιστημονικός τρόπος να καταλάβουν ποιοι είναι, πού τελειώνει το σώμα τους και πού αρχίζει ο κόσμος». Αυτό που μοιάζει παράλογο είναι στην πραγματικότητα η αρχή της λογικής τους.
Οι μεταβάσεις
Κι έπειτα, η μεγάλη μάχη: οι μεταβάσεις. Από το παιχνίδι στο μπάνιο, από το μπάνιο στο φαγητό, από το φαγητό στον ύπνο. Αν για έναν ενήλικο αυτά μοιάζουν απλές ακολουθίες, για ένα παιδί είναι βαθύ ρήγμα: χάνει τον έλεγχο, χάνει τη ροή του.
Όπως λέει η Jamie Glowacki, ειδική στην συμπεριφορά των νηπίων, «τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν ελέγχουν τίποτα και κάποια πράγματα πρέπει να τους τα ξαναδώσεις». Πώς; Με μικρές επιλογές, ναι ή ναι. «Θες να φας από το μπλε πιάτο ή το κόκκινο;» «Θες να ανέβεις στη σκάλα μία τελευταία φορά ή να σε πάρω αγκαλιά για να φύγουμε;» Αυτό δεν είναι διαπραγμάτευση - είναι εκπαίδευση στην αυτορρύθμιση, στη λήψη αποφάσεων, σε έναν μικρό βαθμό ελευθερίας μέσα στον ασφαλή κόσμο που του χτίζουμε.
Τι μας διδάσκει ο Χάρισον και οι άλλοι ειδικοί; Ότι, αντί να παλεύουμε με τη συμπεριφορά, αξίζει να ανοίγουμε χώρο για κατανόηση. Όσο πιο πολύ ερμηνεύουμε το «γιατί» πίσω από την πράξη, τόσο λιγότερο απειλητική είναι στην καθημερινότητά μας.
Το παιδί δεν αντιστέκεται σε εμάς. Μαθαίνει τον εαυτό του. Και, παρά τα νεύρα, τις εκρήξεις και την κούραση, υπάρχει κάτι τρυφερό σε αυτό: είμαστε εκεί, θεατές και οδηγοί, στον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος ανακαλύπτει μέσα σε έναν κόσμο αχαρτογράφητο ποιος είναι.
Για τα παιδιά αυτής της ηλικίας, τα πάντα είναι πρώτη φορά. Για εμάς - αν το επιτρέψουμε - προσφέρουν ξανά την ευκαιρία να δούμε τον κόσμο μέσα από έναν φακό πιο καθαρό, πιο αυθόρμητο. Το παιδί είναι ο μαθητής, αλλά και ο δάσκαλος. Κι εμείς είμαστε εκεί, όχι μόνο για να επιβιώσουμε από αυτή την άτακτη περίοδο, αλλά και για να την απολαύσουμε: γιατί, όσο κι αν μοιάζει παράλογο, ποτέ ξανά στη ζωή μας δεν θα έχουμε τόση άβολη, απρόβλεπτη, ανόθευτη ανάπτυξη.