Επίσημα τέλος στη μήνυση ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε καταθέσει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζάστιν Μπαλντόνι εναντίον της πρώην συμπρωταγωνίστριάς του, Μπλέικ Λάιβλι.
Ο Μπαλντόνι απέτυχε να τηρήσει την προθεσμία για την υποβολή αναθεωρημένης προσφυγής, γεγονός που οδήγησε τον δικαστή να κλείσει οριστικά την υπόθεση.
Οι δύο ηθοποιοί, που πρωταγωνίστησαν στην ταινία It Ends with Us (2024), βρίσκονται αντιμέτωποι σε μια έντονη νομική αντιπαράθεση από τον Δεκέμβριο του 2024, όταν η Λάιβλι κατηγόρησε τον Μπαλντόνι για σεξουαλική παρενόχληση και δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον της.
Σε απάντηση, ο Μπαλντόνι είχε κινηθεί νομικά εναντίον της Λάιβλι, του συζύγου της, Ράιαν Ρέινολντς, της εκπροσώπου Τύπου τους και της New York Times, καταθέτοντας αγωγή για εκβιασμό, συκοφαντική δυσφήμηση και παραβίαση προσωπικών δεδομένων.
Σύμφωνα με το BBC, η υπόθεσή του απορρίφθηκε αρχικά τον Ιούνιο, ωστόσο του δόθηκε η δυνατότητα να καταθέσει τροποποιημένη αγωγή, κάτι που, όπως διαπίστωσε ο δικαστής, δεν έκανε.
Ο Λίμαν δήλωσε ότι είχε επικοινωνήσει με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στις 17 Οκτωβρίου, προειδοποιώντας τα ότι θα προχωρήσει σε τελική απόφαση.
Από την πλευρά της, μόνον η Λάιβλι απάντησε, ζητώντας να εκδοθεί η τελική απόφαση αλλά να παραμείνει ενεργό το αίτημά της για αποζημίωση νομικών εξόδων, αίτημα που ο δικαστής αποδέχθηκε.
Η αρχική αγωγή της Λάιβλι κατά του Μπαλντόνι παραμένει σε εξέλιξη.
Μετά την απόρριψη της μήνυσης του Μπαλντόνι τον Ιούνιο, οι δικηγόροι της Λάιβλι είχαν χαρακτηρίσει την απόφαση «ολοκληρωτική νίκη και πλήρη δικαίωση».
Από την άλλη, ο νομικός εκπρόσωπος του Μπαλντόνι απάντησε τότε ότι η «προβλέψιμη δήλωση νίκης της Λάιβλι είναι ψευδής» και ότι, «με τα γεγονότα με το μέρος μας, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε».
Ο ίδιος είχε προσθέσει πως, παρότι το δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες περί δυσφήμησης, «μας επέτρεψε να τροποποιήσουμε τέσσερις από τις επτά αξιώσεις κατά της κυρίας Λάιβλι, παρουσιάζοντας νέα στοιχεία και πιο στοχευμένες κατηγορίες».
Ωστόσο, σύμφωνα με τη νεότερη δικαστική απόφαση, οι τροποποιημένες αυτές αξιώσεις δεν κατατέθηκαν ποτέ.
Στην αιτιολόγησή του, ο δικαστής Λίμαν είχε εξηγήσει ότι η μήνυση του Μπαλντόνι βασιζόταν σε δύο κύριες κατηγορίες: ότι η Λάιβλι «του έκλεψε την ταινία» απειλώντας να μην τη στηρίξει δημοσίως, και ότι εκείνη -μαζί με άλλους- διέδωσε ψευδώς πως ο Μπαλντόνι την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά.
Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση, ο Μπαλντόνι και η εταιρεία παραγωγής του, Wayfarer, «δεν απέδειξαν επαρκώς ότι οι απειλές της Λάιβλι συνιστούσαν παράνομο εκβιασμό και όχι νόμιμη διαπραγμάτευση ή αναθεώρηση των όρων συνεργασίας».
Παράλληλα, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται δυσφήμιση, καθώς «η πλευρά της Wayfarer δεν απέδειξε ότι η Λάιβλι είναι υπεύθυνη για οποιεσδήποτε δηλώσεις πέρα από εκείνες που περιλαμβάνονται στην αγωγή της», δηλώσεις που θεωρούνται νομικά ισχυρές.
Τέλος, ο δικαστής απέρριψε και τη μήνυση ύψους 250 εκατομμυρίων δολαρίων κατά της New York Times, κρίνοντας ότι δεν υπήρξαν αποδείξεις για «κακόβουλη πρόθεση» από την εφημερίδα.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Times εξέτασαν τα διαθέσιμα δεδομένα και δημοσίευσαν, έστω με δραματοποιημένο τρόπο, όσα πίστευαν ότι είχαν συμβεί. Δεν υπήρχε προφανές κίνητρο να υιοθετήσουν την εκδοχή της Λάιβλι», σημείωσε ο δικαστής.