Ο τόπος αυτός, στα βάθη της ιταλικής υπάιθρου, δεν ήταν απλά σκηνικό συνωμοσίας· ήταν πολιτικά απομονωμένος, ένα σταυροδρόμι εξουσιών και κέντρων, όπου η τοπική αυτονομία ξένιζε τόσο τους αυτοκράτορες όσο και τους πάπες.
Το να φτάσεις σε έναν τόπο που φέρει το βάρος αιώνων μαγείας και θρύλων δεν είναι πάντοτε μια εμπειρία εντυπωσιακής αποκάλυψης. Συχνά, η πιο ανήσυχη ατμόσφαιρα κρύβεται στην καθημερινότητα, ανάμεσα στα ταπεινά σταθμά της ζωής και στα στοιχεία εκείνα που ο τόπος δεν εκθέτει ολοφάνερα, αλλά ψιθυρίζει μόνο σε όσους είναι πρόθυμοι να τον ακούσουν.
Ένας τέτοιος τόπος, επί αιώνες τυλιγμένος σε πυκνή ομίχλη ιστοριών, υποψιών και παράδοξων τελετουργιών, είναι και η ιταλική πόλη Μπενεβέντο, η οποία έχει χτίσει τη φήμη του πάνω σ’ ένα δέντρο: μια καρυδιά, σύμβολο και πεδίο δράσης για τις γυναίκες που φέρονταν να έχουν συνάψει συμφωνίες με σκοτεινές δυνάμεις και που, μία φορά τις τόσες, ξεκινούσαν από διάφορα σημεία της ιταλικής ενδοχώρας για ένα σιωπηλό, νυχτερινό σμίξιμο γεμάτο ψαλμούς, φίλτρα και μυστικά ραντεβού με το υπερφυσικό.
Η μυθική καρυδιά, το δέντρο των μαγισσών
Από τον 15ο αιώνα, πολλοί από όσους κατέθεσαν στις δίκες για μαγεία (με πιο διάσημη την περίπτωση της Ματεούτσια ντι Φραντσέσκο το 1428) μιλούσαν για ένα συγκεκριμένο δέντρο, για μια διαδρομή που τους μετέφερε πέρα από νερά και ανέμους, σε ένα σημείο όπου οι μάγισσες συγκεντρώνονταν και επιτελούσαν τελετές υπό το φως του φεγγαριού ή της φήμης τους· πιο πολύ απ’ όλα, παραδέχονταν ότι αυτό το δέντρο ήταν σύμβολο εξουσίας, τόπος μύησης και ανταλλαγής γνώσεων που δεν επιτρέπονταν στους μη μυημένους.
Το πιο ονομαστό απόσπασμα-ξόρκι - «Unguento, unguento / mandame a la noce de Benivento» - αποτυπώνει αυτόν τον ιερό, μα παραβατικό προορισμό. Όσες το χρησιμοποιούσαν πίστευαν ότι με την επάλειψη μιας ειδικής αλοιφής θα μπορούσαν να μεταφερθούν εκεί χωρίς να σηκώσουν υποψίες. Και όταν η Καθολική Εκκλησία, ανήσυχη απέναντι σε κάθε είδους ανεξέλεγκτη λατρεία ή γυναικεία δύναμη, άρχισε να επιτηρεί, να δικάζει και να καταδικάζει, η αναφορά στην καρυδιά έγινε το αντιπροσωπευτικότερο ίχνος ενοχής.
Ο τόπος δεν ήταν απλά σκηνικό συνωμοσίας· ήταν πολιτικά απομονωμένος, ένα σταυροδρόμι εξουσιών και κέντρων, όπου η τοπική αυτονομία ξένιζε τόσο τους αυτοκράτορες όσο και τους πάπες. Αυτή η αυτονομία συνέβαλε στη δημιουργία μιας ιδανικής αφήγησης για όσους ήθελαν να σπιλώσουν τον τόπο: ήταν πλούσιος, είχε μακρά ιστορία και είχε παραμείνει για αιώνες αλώβητος από την πλήρη φεουδαρχική ή εκκλησιαστική ενσωμάτωση.
Έτσι, όταν οι κυνηγοί μαγισσών του 15ου και 16ου αιώνα έψαχναν «τόπο» στον οποίο θα τοποθετούσαν τις φαντασιακές τους υποψίες, δεν είχαν παρά να δείξουν προς αυτό το σημείο στον χάρτη, μετατρέποντάς το σε μια τεράστια προβολή των ταξικών, θρησκευτικών και έμφυλων τους φοβιών.
Το σύμβολο της γυναίκας ως τροφού, θεραπεύτριας και φύλακα της γνώσης μεταστράφηκε σε απειλή, και όσες ασχολούνταν με τα βότανα, τη γυναικεία υγεία, τη μαγειρική ή την τέχνη των ριζών έγιναν ύποπτες, μεταμφιεσμένες σε δυνάμεις του κακού. Το όνομα «Janara», πιθανώς από το «Dianara», δηλαδή ακόλουθος της θεάς Ντιάνα, αλλά ειρωνικά φορτισμένο, παγιώθηκε ως προσωνύμιο αυτών των γυναικών.
Παρότι επίσημες καταδίκες για μαγεία στον ίδιο τον τόπο δεν έχουν επαληθευτεί - εν μέρει λόγω της καταστροφής αρχείων ύστερα από βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου - οι μαρτυρίες παραμένουν ζωντανές σε χιλιάδες λαϊκές διηγήσεις, σε έθιμα που δεν έχουν ακόμη εξαφανιστεί ολοκληρωτικά και σε μικρές πρακτικές καθημερινότητας που συνδέονται με το διώξιμο του «κακού ματιού» ή της κακόβουλης Janara. Ακόμη και σήμερα, πολλοί ηλικιωμένοι θα αρνηθούν να πουν το όνομά της δυνατά, γιατί πιστεύουν ότι μόνο με την πρόσκληση, δίνεις στο πνεύμα ή στην ανάμνηση τη δυνατότητα να επιστρέψει.
Αυτό το δέος προς το άγνωστο, συνδυασμένο με τη βαθιά πίστη στη λαϊκή γνώση, είναι σήμερα ζωντανό στην τοπική κουλτούρα. Ένα μουσείο έχει στηθεί στο κέντρο του Μπενεβέντο για να διασώσει και να εκθέσει την προφορική παράδοση που απειλείται με εξαφάνιση: φυλαχτά, φυτά, αποσπάσματα καταγεγραμμένων συνταγών και ξόρκια, προσευχές που ανακατεύουν τον χριστιανικό λόγο με παγανιστικό πυρήνα, όλα αυτά βρίσκονται σε βιτρίνες και πίνακες αφιερωμένους στα χέρια απλών γυναικών.
Από τις ιστορίες για παιδιά που ξυπνούν αποσφηνωμένα από κουκούλια ή ζώα που ορθώνονται με μαγικές πλεξούδες, έως τις μικρές τεχνικές εντυπωσιασμού των ανυποψίαστων αντρών (όπως μια σταγόνα από εμμηνορροϊκό αίμα στον πρωινό καφέ) - όλα αυτά αποτελούν ισχυρή παράδοση, νοερή αλλά και έμπρακτη.
Προϊόν πολιτισμικού τουρισμού
Με τον καιρό, η παράδοση αυτή μεταστοιχειώθηκε σε κάτι ακόμη: σε προϊόν πολιτισμικού τουρισμού. Το τοπικό λικέρ, από το 1860, φέρει την ονομασία «Strega» [Μάγισσα], σε λαμπρό κίτρινο χρώμα και με ετικέτες που απεικονίζουν γυναίκες να χορεύουν γύρω από τη μυθική καρυδιά.
Κι η σύζευξη μύθου και εμπορίου αποδείχτηκε επιτυχημένη: όχι μόνο ενίσχυσε την αναγνωρισιμότητα του τόπου, αλλά και ντύνει μέχρι σήμερα, σε μπουκάλια, σοκολάτες, καρτ ποστάλ, έναν ρομαντικοποιημένο, μα βαθιά ριζωμένο θρύλο. Η Ιταλία του 20ου αιώνα αγκάλιασε την εικόνα της μάγισσας όχι ως δημόσιο κίνδυνο αλλά ως σύμβολο παράδοσης κι ανεξαρτησίας, ενσωματώνοντας την στην τέχνη, στη διαφήμιση, στη λογοτεχνία (με πιο χαρακτηριστικό το Πρέμιο Στρέγκα, ένα λογοτεχνικό βραβείο που άνθισε μέσα από τις φιλοδοξίες της ίδιας οικογένειας που έφτιαξε το λικέρ).
Σ’ αυτό το οριακό σημείο ανάμεσα στο ιστορικό και το θρυλικό, βρίσκεται και το κρυφό ενδιαφέρον σύγχρονων μελετητών, συγγραφέων και ταξιδιωτών που συνεχίζουν να αναζητούν τα ίχνη των Janare, όχι πλέον ως απειλή, αλλά ως πηγή πολιτισμικής αυτογνωσίας: ποιος φτιάχνει τον μύθο των μαγισσών, και τι λέει αυτός ο μύθος για την κοινωνία που τον παράγει; Γιατί μετά από αιώνες δικών, κατηγοριών και καύσης σωμάτων, η φιγούρα μιας γυναίκας που αντιβαίνει στις επιταγές της εξουσίας προκαλεί ακόμη δέος - και συχνά θαυμασμό;
Ο θρύλος της καρυδιάς αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο από τη δεισιδαιμονία: μοιάζει να περιγράφει τον φόβο απέναντι στη γνώση που δεν πέρασε από την επίσημη ιεραρχία, τη δύναμη που πηγάζει από τη φύση και τη σοφία του σώματος, την εσώτερη δυνατότητα των «αφανών» να ανατρέψουν την καθιερωμένη τάξη.
Αυτή είναι η πιο ισχυρή κληρονομιά αυτού του τόπου: όχι οι κατάρες και τα ξόρκια αλλά η λανθάνουσα υπενθύμιση ότι η αφήγηση ανήκει πάντοτε σ’ αυτούς που επιμένουν να την κρατούν ζωντανή. Κι όσες γυναίκες, ενθάδε, παρέμειναν «μάγισσες» στα μάτια των άλλων, ήταν συχνά οι μόνες που είχαν το θάρρος να ορίζουν τη μοίρα τους αλλιώς.