Μια μυστική πόλη σχεδόν 300 στρεμμάτων, μεγαλύτερη από την Πομπηία, με τοίχους, πύργους, πολεοδομικά τετράγωνα και βιοτεχνικούς θύλακες.
Παρά πολύ βαθιά μέσα στα υψίπεδα του Ουζμπεκιστάν, εκεί όπου ο αέρας σχεδόν δεν υπάρχει και τα καλοκαίρια μπορούν να φέρουν χιόνι, μια έκταση που επί αιώνες έμοιαζε αφιλόξενη και άδεια αποδεικνύεται πως έκρυβε ένα από τα μεγαλύτερα αρχαιολογικά μυστήρια της Κεντρικής Ασίας.
Στο Tugunbulak, γύρω στα 2.000 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, μια διεθνής ομάδα αρχαιολόγων πιστεύει ότι εντόπισε τη μυθική Marsmanda, τη «χαμένη πόλη του σιδήρου» του Δρόμου του Μεταξιού. Μια μητρόπολη που, σύμφωνα με αραβικές πηγές του 10ου αιώνα, παρήγαγε σίδηρο περιζήτητο σε όλη την ευρασιατική ενδοχώρα, αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε εντοπιστεί.
Μια πόλη μεγαλύτερη από την Πομπηία
Η πρόσβαση στην περιοχή απαιτεί επίπονη διαδρομή μέσα από απότομα φαράγγια και δρόμους που μοιάζουν να κρέμονται πάνω σε βράχους. Κι όμως, στη μέση αυτής της ερημικής ζώνης, οι αρχαιολόγοι βλέπουν ευθείες, ορθογώνια σχήματα, ίχνη τειχών που απλώνονται για εκατοντάδες μέτρα. Τα drone επιβεβαιώνουν το αδιανόητο: μια πόλη σχεδόν 300 στρεμμάτων, μεγαλύτερη από την Πομπηία, με τοίχους, πύργους, πολεοδομικά τετράγωνα και βιοτεχνικούς θύλακες.
Πώς μια εγκατάσταση δημιουργήθηκε σε τόσο μεγάλο υψόμετρο
Η έκπληξη δεν είναι μόνο το μέγεθος, αλλά και το ότι μια τέτοια εγκατάσταση δημιουργήθηκε σε τόσο μεγάλο υψόμετρο. Σήμερα μόνο λίγοι βοσκοί αντέχουν τους χειμώνες εδώ. Πριν από χίλια χρόνια όμως, η περιοχή έσφυζε από ζωή. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν καμίνια, τεράστιες ποσότητες σκουριάς, λίθους με ορατά σφαιρίδια σιδήρου.
Οι κάτοικοι -πιθανότατα τουρκικοί πληθυσμοί της εποχής- έλιωναν τοπικά μεταλλεύματα και κατασκεύαζαν λεπίδες, άροτρα, περόνες και περίτεχνα βέλη. Τα προϊόντα αυτά έφταναν σε οάσεις και εμπορικά κέντρα όπως η Σαμαρκάνδη και η Μπουχάρα· ήταν η σιδερένια ραχοκοκαλιά μιας οικονομίας που ένωνε την Κίνα με τη Μεσόγειο.
Αυτό που κάνει το Tugunbulak ακόμη πιο συναρπαστικό είναι ότι δεν ήταν μια απομονωμένη κοινότητα. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αποτελούσε μέρος ενός εκτενούς δικτύου ανταλλαγών ανάμεσα σε νομάδες και εγκατεστημένους πληθυσμούς.
Για δεκαετίες η κυρίαρχη θεωρία ήθελε τους νομάδες «αρπακτικά», περιφερειακούς παράγοντες στους οποίους απλώς κατέληγαν τα προϊόντα των μεγάλων πόλεων. Όμως εδώ, στα βουνά που θεωρούσαμε εμπόδιο, αποκαλύπτεται μια εντελώς διαφορετική εικόνα: νομάδες οργανωμένοι, με τεχνογνωσία, με βιοτεχνικές δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας.
Μια κοινωνία εναλλακτικής αστικοποίησης που άνθησε χωρίς μόνιμα αγροτικά τοπία, αξιοποιώντας την εποχική κινητικότητα των ποιμενικών ομάδων.
Μια στρατιωτικά οργανωμένη κοινότητα
Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως και μια μικρότερη, δορυφορική εγκατάσταση: το Tashbulak, μόλις τρία μίλια πιο πέρα. Εκεί βρέθηκαν σπίτια, εργαστήρια, λεπτή κεραμική και ένα εκτεταμένο μουσουλμανικό νεκροταφείο με 650 ταφές, οι παλαιότερες από τον 8ο αιώνα.
Το Tashbulak αποδεικνύεται προάστιο της μεγαλύτερης πόλης. Οι κάτοικοί του ίσως ανήκαν στις ίδιες κοινότητες που μετέφεραν τα προϊόντα σιδήρου στα χαμηλότερα αστικά κέντρα, παίρνοντας σε αντάλλαγμα σιτηρά, φρούτα και προϊόντα που δεν μπορούσαν να παραχθούν στα υψίπεδα.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα όμως προήλθε από έναν λάκκο μέσα σε ένα κτίσμα του 6ου αιώνα: τον τάφο ενός πολεμιστή με το άλογό του και αντικείμενα από σίδηρο, μπρούντζο και οστέινα βέλη.
Οι ερευνητές εντόπισαν και νομίσματα από τον 7ο αιώνα, μαζί με μια ξύλινη θήκη που περιείχε ίχνη κάνναβης. Όλα συγκλίνουν στην εικόνα μιας στρατιωτικά οργανωμένης κοινότητας, πιθανότατα συνδεδεμένης με τις τουρκικές φυλές που κυριάρχησαν στην Κεντρική Ασία μεταξύ 6ου και 8ου αιώνα.
Η καρδιά μιας ημινομαδικής οικονομίας
Ήταν λοιπόν η Marsmanda μια αυτόνομη τουρκική μητρόπολη; Ή μια πόλη που προσλάμβανε Τούρκους πολεμιστές; Οι ειδικοί ακόμη διαφωνούν.
Όμως το σύνολο των ενδείξεων -η απουσία ζωροαστρικών ναών, η έντονη μεταλλουργική δραστηριότητα, ο τουρκικός χαρακτήρας του πολεμιστή- ενισχύει την ιδέα ότι εδώ βρισκόταν η καρδιά μιας ημινομαδικής οικονομίας, δεμένης άρρηκτα με τον Δρόμο του Μεταξιού.
Η πόλη φαίνεται πως εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1050, πιθανότατα λόγω κλιματικής κρίσης, εξάντλησης των καυσίμων για τις καμίνους ή νέων εμπορικών ανταγωνιστών. Έμεινε όμως για αιώνες θαμμένη, σχεδόν αόρατη· μια «μεσαιωνική Rust Belt» ξεχασμένη στις σκιές των βουνών.
Σήμερα, οι ερευνητές επιστρέφουν κάθε καλοκαίρι ελπίζοντας να εντοπίσουν το διοικητικό κέντρο και να κατανοήσουν πώς συνυπήρχαν νομάδες, τεχνίτες και αγρότες σε αυτό το ασυνήθιστο, υψίπεδο οικοσύστημα.
Κάθε κομμάτι κεραμικής, κάθε στρώμα σκωρίας, κάθε χορταριασμένη γραμμή στο έδαφος φέρνει στο φως μια ιστορία πολύπλοκη, απρόσμενη και σημαντική: ότι ο Δρόμος του Μεταξιού δεν ήταν μόνο πεδιάδες και καραβάνια, αλλά και βουνά όπου σφυρηλατήθηκαν οι μυστικοί κρίκοι ενός από τα σημαντικότερα εμπορικά δίκτυα της ανθρωπότητας.