Παρά το βάρος του - σχεδόν 14 κιλά - και το υπέρογκο κόστος των 2.500 δολαρίων της εποχής, το φόρεμα θεωρήθηκε τεχνολογικό θαύμα.
Το καλοκαίρι του 1893, το Σικάγο έζησε μια από τις πιο φαντασμαγορικές στιγμές της βιομηχανικής εποχής. Στην Παγκόσμια Έκθεση, την περίφημη World’s Columbian Exposition, εκατομμύρια άνθρωποι συρρέουν για να θαυμάσουν την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος: γιγαντιαία εκθεσιακά κτίρια εμπνευσμένα από την κλασική αρχαιότητα, καινοτομίες όπως ο πρώτος κινούμενος διάδρομος, το έτοιμο μείγμα για τηγανίτες, οι πρώτες ηλεκτρικές επιγραφές νέον.
Ανάμεσα σε αυτή τη γιορτή του μέλλοντος, η εταιρεία Libbey Glass Company από το Τολέδο του Οχάιο έψαχνε να βρει έναν τρόπο να ξεχωρίσει. Στον κόσμο των εκθετών, η προσοχή του πλήθους κερδιζόταν μόνο με ένα εντυπωσιακό τρικ, κι η Libbey είχε το πιο φιλόδοξο: το γυάλινο φόρεμα.
To Παλάτι των Κρυστάλλων
Η εταιρεία είχε επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στη δημιουργία ενός εντυπωσιακού περιπτέρου, του λεγόμενου «παλατιού των κρυστάλλων», με θόλο 30 μέτρων φτιαγμένο από γυαλί, που λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως καμινάδα για τον κλίβανο όπου οι επισκέπτες μπορούσαν να παρακολουθούν τη διαδικασία κατασκευής γυάλινων αντικειμένων. Παρά το θέαμα, το κοινό αρχικά δεν έδειχνε τον ενθουσιασμό που περίμεναν οι υπεύθυνοι. Έτσι, αντί να αφήνουν την είσοδο δωρεάν, χρέωσαν εισιτήριο - πρώτα δέκα, έπειτα είκοσι πέντε σεντς.
Η στρατηγική πέτυχε: ξαφνικά οι επισκέπτες σχημάτιζαν ουρές για να μπουν, με την υπόσχεση ότι το εισιτήριο μπορούσε να εξαργυρωθεί σε αναμνηστικά αντικείμενα της Libbey. Ανάμεσα σε γυάλινα κολιέ, φιγούρες, καπέλα και γραβάτες φτιαγμένες από υφαντές γυάλινες ίνες, το πραγματικό αριστούργημα ήταν το φόρεμα: μια λαμπερή τουαλέτα από νήματα γυαλιού, φτιαγμένη αποκλειστικά για την Αμερικανίδα ηθοποιό Georgia Cayvan.
Η εμφάνιση του φορέματος στην έκθεση δημιούργησε αίσθηση. Η τεχνική κατασκευής του ήταν πολύπλοκη και εντυπωσιακή: ένας εργάτης βύθιζε μια ράβδο γυαλιού στη φλόγα, τραβούσε λεπτότατα νήματα με τσιμπιδάκια και τα τύλιγε σε τροχούς. Αυτά τα ινώδη νήματα υφαίνονταν σε χειροκίνητους αργαλειούς μαζί με μετάξι, ώστε το ύφασμα να αποκτά αντοχή και ευκαμψία.
Ένα τεχνολογικό θαύμα
Στην πράξη, το γυάλινο φόρεμα δεν ήταν ένας άκαμπτος θώρακας, αλλά μια λεπτή, γυαλιστερή επιφάνεια που αντανακλούσε το φως και έδινε την αίσθηση πολυτέλειας. Παρά το βάρος του - σχεδόν 14 κιλά - και το υπέρογκο κόστος των 2.500 δολαρίων της εποχής, το φόρεμα θεωρήθηκε τεχνολογικό θαύμα.
Το ενδιαφέρον κορυφώθηκε όταν η Infanta Eulalia της Ισπανίας, που επισκέφθηκε την έκθεση, εντυπωσιάστηκε τόσο ώστε παρήγγειλε ένα δικό της φόρεμα από τη Libbey. Για την κατασκευή του εργάστηκαν πολλές εργάτριες για πάνω από 67 ώρες, ενώ η ίδια επέτρεψε στην εταιρεία να χρησιμοποιήσει το βασιλικό ισπανικό οικόσημο στις διαφημίσεις της - μια σφραγίδα έγκρισης με τεράστια εμπορική αξία.
Οι εφημερίδες της εποχής άρχισαν να γράφουν για τη νέα «επαναστατική» μόδα. Αναφορές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και τη Βιέννη μιλούσαν για γυάλινες μανσέτες, καπέλα, πέπλα, ακόμη και παπούτσια. Πολλές εφημερίδες προέβλεπαν πως σύντομα οι γυναίκες θα φορούσαν γυάλινα φορέματα στις δεξιώσεις, θα τα πλένουν απλά με σαπούνι και νερό, και θα είναι «πιο ελαφριά κι από φτερά».

Μια γυναικεία φαντασίωση
Η φαντασίωση διαδόθηκε τόσο ώστε σε πόλεις όπως το Πίτσμπουργκ, το Κλίβελαντ, το Τορόντο και το Ντιτρόιτ, πολυκαταστήματα έστηναν στις βιτρίνες τους γυάλινα φορέματα πάνω σε κούκλες, συνοδευμένα από καλούπια, σκεύη, ακόμα και τα εργαλεία της παραγωγής. Χιλιάδες άνθρωποι συνωστίζονταν για να τα δουν από κοντά, μερικοί αφιερώνοντας πάνω από είκοσι λεπτά μόνο για να θαυμάσουν ένα φόρεμα. Οι σχεδιαστές της Libbey οραματίζονταν μια νέα εποχή, όπου το γυαλί δεν θα προοριζόταν μόνο για παράθυρα και διακοσμητικά αντικείμενα, αλλά και για το σώμα.
Ωστόσο, η μόδα του γυάλινου φορέματος δεν άντεξε πολύ. Παρά τον ενθουσιασμό των μέσων ενημέρωσης, οι πρακτικές δυσκολίες ήταν ανυπέρβλητες. Το βάρος, η ευθραυστότητα, το υψηλό κόστος παραγωγής και η δυσκολία στη συντήρηση έκαναν το προϊόν απρόσιτο στο ευρύ κοινό.
Επιπλέον, το τέλος του 19ου αιώνα έφερε μια επανάσταση στις συνθετικές ίνες: το 1894 εμφανίστηκε η ρεγιόν, ενώ αργότερα ήρθε το νάιλον - υλικά πολύ φθηνότερα, πιο ανθεκτικά, με αίσθηση πολυτέλειας αλλά χωρίς τις ατέλειες του γυαλιού. Η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας στράφηκε ολοκληρωτικά σε αυτές τις νέες λύσεις, αφήνοντας τα γυάλινα φορέματα ως ένα φουτουριστικό πείραμα που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Σήμερα, ελάχιστα δείγματα αυτών των δημιουργιών έχουν διασωθεί. Το φόρεμα της Infanta Eulalia φυλάχθηκε στο Deutsches Museum στη Γερμανία, αλλά υπέστη σοβαρές φθορές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο αποθηκευτικός χώρος βομβαρδίστηκε.

Η όψιμη ανακάλυψη και μελέτη του
Στη δεκαετία του 2010, συντηρητές του Corning Museum of Glass επιχείρησαν να μελετήσουν τα εναπομείναντα ίχνη του: το ύφασμα ήταν διάτρητο από τρύπες, λερωμένο, σχεδόν αδύνατο να αποκατασταθεί. Σήμερα, εκθέσεις όπως αυτή του Corning Museum διατηρούν την ιστορία ζωντανή, παρουσιάζοντας κούκλες με αντίγραφα γυάλινων φορεμάτων, φωτογραφίες, διαφημίσεις και τεχνικές αναπαραστάσεις του πειράματος της Libbey.
Αναδρομικά, το γυάλινο φόρεμα μοιάζει λιγότερο με μια χαμένη μόδα και περισσότερο με ένα σύμβολο μιας εποχής που ονειρευόταν το αδύνατο. Η έκρηξη επιστημονικής και βιομηχανικής προόδου στο τέλος του 19ου αιώνα τροφοδοτούσε τη φαντασία σχεδιαστών και μηχανικών που πίστευαν ότι η τεχνολογία μπορούσε να ντύσει, να στολίσει, να μεταμορφώσει το ανθρώπινο σώμα. Το γυάλινο φόρεμα υπήρξε μια μεταβατική στιγμή: ένα βήμα ανάμεσα στο παρελθόν των φυσικών ινών, όπως το μετάξι και το βαμβάκι, και το μέλλον των συνθετικών υλικών που έμελλαν να κυριαρχήσουν στη μόδα.
Παρά το γεγονός ότι δεν κατέκτησε ποτέ τις πασαρέλες, το πείραμα της Libbey υπήρξε η αρχή μιας αφήγησης που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στην ιστορία της μόδας: η αναζήτηση του επόμενου μεγάλου υλικού, του επόμενου τεχνολογικού άλματος που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ντυνόμαστε.