Η γεωπολιτική τρικυμία που περιβάλλει το νησί Παλάου θυμίζει ότι, στη σύγχρονη παγκόσμια σκακιέρα, τα μικρά κράτη δεν είναι ποτέ πραγματικά μικρά.
Στο Παλάου (σωστότερα: Παλού, στην γλώσσα των ντόπιων), ένα νησιωτικό σύμπλεγμα με πληθυσμό μικρότερο των 20.000 κατοίκων, η καθημερινότητα μυρίζει αλάτι και τροπικά φρούτα, αλλά κάτω από την ήρεμη επιφάνεια της λιμνοθάλασσας κυματίζει ένα από τα πιο περίπλοκα γεωπολιτικά παιχνίδια του 21ου αιώνα.
Στην καρδιά του δυτικού Ειρηνικού, το Παλού βρίσκεται πάνω στη λεγόμενη «Δεύτερη Αλυσίδα Νησιών», την γεωστρατηγική γραμμή που οι ΗΠΑ θεωρούν κρίσιμη για την ανάσχεση της κινεζικής στρατιωτικής επέκτασης. Από αυτή τη λεπτή ζώνη ελέγχου μπορούν να επιτηρούν κινήσεις ναυτικών δυνάμεων, να στηρίζουν κάθε σενάριο άμυνας της Ταϊβάν και να προστατεύουν τις θαλάσσιες αρτηρίες που ενώνουν Ιαπωνία, Γκουάμ και Αυστραλία. Για την Ουάσιγκτον, το Παλού δεν είναι απλώς νησιωτικός παράδεισος με κοράλλια, αλλά βασικός κρίκος στη δομή αποτροπής απέναντι στο Πεκίνο.
Αυτό το στρατηγικό βάρος εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ ενισχύουν ραγδαία την παρουσία τους. Υπό το Σύμφωνο Ελεύθερης Σύνδεσης, το νησί παραχωρεί αποκλειστική στρατιωτική πρόσβαση στην Ουάσιγκτον με αντάλλαγμα οικονομική στήριξη και δικαίωμα εργασίας στις ΗΠΑ για τους κατοίκους του.
Ένα τεράστιο πρόγραμμα στρατιωτικών υποδομών
Αυτή η σχέση επιτρέπει σήμερα ένα τεράστιο πρόγραμμα στρατιωτικών υποδομών: αναβάθμιση του λιμανιού Malakal για είσοδο μεγαλύτερων πολεμικών σκαφών, δημιουργία του συστήματος υπερ-ραντάρ Tacmor, εκτεταμένες προσαρμογές αεροδιαδρόμων και εγκαταστάσεις επιτήρησης που επιτρέπουν στις ΗΠΑ να «βλέπουν» βαθιά στην Κινεζική Θάλασσα. Η παρουσία αυτή παρουσιάζεται ως αμυντική, αλλά για πολλούς ντόπιους μοιάζει σαν προετοιμασία για μια σύγκρουση που δεν επέλεξαν.
Η Κίνα, από την πλευρά της, δεν επιχειρεί άμεση στρατιωτική διείσδυση αλλά μια συνδυαστική πίεση, διπλωματική και οικονομική. Το Παλού είναι από τις λίγες χώρες που αναγνωρίζουν ακόμη την Ταϊβάν ως κυρίαρχο κράτος, και αυτό αμφισβητεί το θεμέλιο της κινεζικής πολιτικής του «ενός κράτους».
Το Πεκίνο φέρεται να χρησιμοποίησε μαζικό τουρισμό από το 2015 έως το 2017 ως μοχλό επηρεασμού: εκατοντάδες χιλιάδες Κινέζοι επισκέπτες πλημμύρισαν τις ακτές, ώσπου ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, τα ταξιδιωτικά πακέτα προς το Παλού σταμάτησαν.
Η οικονομία κατέρρευσε σε λίγους μήνες και το μήνυμα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, ήταν σαφές: «αναγνώριση Ταϊβάν ίσον απώλεια τουρισμού». Το Πεκίνο αρνείται την κατηγορία πολιτικής εργαλειοποίησης, όμως η αλληλουχία γεγονότων αποκάλυψε πόσο ευάλωτη είναι μια μικρή οικονομία σε εξωτερική πίεση.
Οι επενδύσεις στον ρόλο των συμπληρωματικών πιόνιων
Εκεί όπου ο τουρισμός λειτουργεί ως υπόγεια γλώσσα δύναμης, οι επενδύσεις επιτελούν τον ρόλο των συμπληρωματικών πιόνιων. Κινέζικες εταιρείες αγόρασαν ή μίσθωσαν εκτάσεις γύρω από κρίσιμα στρατιωτικά σημεία, συμπεριλαμβανομένων περιοχών κοντά στο Tacmor και στο διεθνές αεροδρόμιο. Προτάθηκαν ξενοδοχειακά συγκροτήματα, θέρετρα και υποδομές πολυτελείας που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, αλλά έμειναν ως χαρτογραφικό δεδομένο στη σκιά των αμερικανικών εγκαταστάσεων.
Οι ΗΠΑ προειδοποιούν ότι αυτές οι εκτάσεις θα μπορούσαν να αποκτήσουν στρατηγικό ρόλο σε περίπτωση σύγκρουσης για την Ταϊβάν. Το Παλού βρίσκεται έτσι στο σπάνιο σημείο όπου η γη δεν είναι απλά περιουσία, αλλά πιθανή υποδομή διπλής χρήσης.
Την ίδια στιγμή, το νησί έχει γίνει καταφύγιο για παράλληλα κινεζικά δίκτυα εγκληματικότητας, ακριβώς επειδή δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα. Το κενό δικαιοδοσίας αφήνει χώρο σε παράνομες επιχειρήσεις, καζίνο, ψηφιακές απάτες και κυκλώματα διακίνησης. Το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη επιβάλει κυρώσεις σε επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιήθηκαν στο Παλού, όμως η γεωπολιτική πίεση καθιστά δύσκολη την ισορροπία μεταξύ ανοίγματος της οικονομίας και προστασίας της εθνικής ασφάλειας.
Ένα καθημερινό σύννεφο πάνω από το κεφάλι τους
Για τους κατοίκους, η εμπλοκή των υπερδυνάμεων δεν είναι θεωρητικό ζήτημα αλλά καθημερινό σύννεφο. Από τη μια πλευρά, οι ΗΠΑ υπόσχονται προστασία εάν ο Ειρηνικός γίνει πεδίο σύγκρουσης για την Ταϊβάν. Από την άλλη, η κινεζική αγορά τουρισμού παραμένει ο πιο γρήγορος τρόπος ανάκαμψης. Το αποτέλεσμα είναι ένας λαός χωρισμένος ανάμεσα στο οικονομικό ρεαλιστικό και το γεωπολιτικό υπαρξιακό. Πολλοί υπογράφουν πλέον αιτήματα που ζητούν από την Ουάσιγκτον να παρουσιάσει επίσημο σχέδιο εκκένωσης σε περίπτωση πολέμου, δείχνοντας τη βαθιά ανησυχία ότι το νησί τους θα μετατραπεί σε διασταύρωση πυρών.
Το Παλού λοιπόν δεν είναι απλώς «πιόνι» αλλά ταυτόχρονα κόμβος και τρόπαιο. Για την Κίνα, είναι πιθανός δίαυλος ανάσχεσης της Ταϊβάν και ανατροπής της αμερικανικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας στον Ειρηνικό. Για τις ΗΠΑ, είναι το σημείο όπου κρίνεται το μέλλον της στρατηγικής ανάσχεσης και η βιωσιμότητα του συνασπισμού που στηρίζει την Ταϊβάν. Για την Ταϊβάν, τέλος, είναι ίσως το πιο αφοσιωμένο σύμβολο διεθνούς αναγνώρισης. Και όμως, για τους κατοίκους, το Παλού είναι πρώτα τόπος: κοράλλια, νησίδες, ψαράδες, καταδυτικά σκάφη που πλέον σκουριάζουν ακίνητα στον κόλπο.
Η γεωπολιτική τρικυμία που το περιβάλλει θυμίζει ότι, στη σύγχρονη παγκόσμια σκακιέρα, τα μικρά κράτη δεν είναι ποτέ πραγματικά μικρά. Είναι σημεία όπου οι μεγάλες δυνάμεις φυτεύουν σημαίες επιρροής, ακροβολούνται με οικονομικές παροχές ή στρατιωτικές βάσεις, και φανερώνουν ότι κάθε νησί, όσο μικρό κι αν μοιάζει, μπορεί να γίνει πεδίο δοκιμής για το ποιος θα διαμορφώσει την τάξη του Ειρηνικού τις επόμενες δεκαετίες.