Ένα ιταλικό παλάτσο έγινε καταφύγιο για τραγουδιστές που θέλουν να ξαναβρούν την ανάσα τους, τη φυσικότητα και την ομορφιά που χάνονται πίσω από την πίεση του θεάματος και τη μανία για δύναμη και όγκο.
Στην καρδιά της ιταλικής επαρχίας, εκεί όπου οι λόφοι γέρνουν προς την Αδριατική και τα παλιά παλάτια φέρουν τα σημάδια αιώνων, ένα κτίριο στην πόλη Οσίμο απέκτησε έναν ασυνήθιστο προορισμό. Δεν στεγάζει πια ούτε ευγενείς ούτε γραφειοκράτες, αλλά τις πιο εύθραυστες και πολύτιμες φωνές της όπερας. Το παλάτσο έγινε καταφύγιο για τραγουδιστές που θέλουν να ξαναβρούν την ανάσα τους, τη φυσικότητα και την ομορφιά που χάνονται πίσω από την πίεση του θεάματος και τη μανία για δύναμη και όγκο.
Οι δύο γυναίκες που το διαχειρίζονται
Οι δύο γυναίκες που το διαχειρίζονται, η Λίζα Πάγκλιν και η Μαριάννα Μπρίλα, συνταξιούχες σοπράνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι απλώς δασκάλες: είναι φύλακες μιας παράδοσης που λίγο έλειψε να σβήσει. Γνωρίστηκαν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, μια συνάντηση σχεδόν τυχαία, με τη Λίζα καθισμένη στο πάτωμα να μελετά παρτιτούρες και τη Μαριάννα να περνά καλοντυμένη, αναζητώντας την αίθουσα διδασκαλίας της διάσημης δασκάλας Μάργκαρετ Χάρσοου.
Από εκείνη τη στιγμή έδεσαν οι πορείες τους, κι αργότερα, όταν η καριέρα τους έφτανε στα μεγάλα λυρικά θέατρα της Βιέννης και της Νέας Υόρκης, η αμφιβολία άρχισε να φωλιάζει. Κάτι στη φωνή τους δεν λειτουργούσε όπως έπρεπε, οι μηχανισμοί πίσω από τον ήχο είχαν βαρύνει, και η φυσική ροή της μουσικής άρχιζε να χάνεται. Αντί να συνεχίσουν, σταμάτησαν.
Η απόφαση δεν ήταν εύκολη· όμως αφιερώθηκαν στη μελέτη της ίδιας της φωνής, ξεσκονίζοντας παλιές ηχογραφήσεις, διαβάζοντας θεωρητικά κείμενα, συναντώντας δασκάλους και ειδικούς, ώσπου να βρουν μια νέα αφετηρία. Η Μαριάννα, με υποτροφία Fulbright, βρέθηκε στην Ιταλία για να αναζητήσει τις ρίζες του bel canto· η Λίζα πέρασε από Ρώμη, Μιλάνο, Φλωρεντία, κι οι δύο μαζί τελικά στάθηκαν στην Οσίμο. Εκεί, μέσα σ’ ένα παλάτσο που οι ντόπιοι σήμερα αποκαλούν «καταφύγιο των φωνών», θεμελίωσαν το New Voice Studio.
Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, το μέρος έχει αποκτήσει μυθικό χαρακτήρα: απόφοιτοι ωδείων και καταξιωμένοι τραγουδιστές, ακόμα και σταρ με αμοιβές πέντε ψηφίων, φτάνουν στον λόφο για να ξαναχτίσουν από την αρχή το όργανο που είναι η φωνή τους. Οι μέθοδοι τους στηρίζονται σε τρεις λέξεις: αυθορμητισμός, ομορφιά, ελευθερία. Σε μια εποχή που το τραγούδι γίνεται όλο και πιο προσχεδιασμένο, που κυριαρχεί η εμμονή με την ένταση και τον όγκο, εκείνες επιμένουν πως η φωνή πρέπει να αναπνέει φυσικά. Όχι περισσότερος αέρας, αλλά ο σωστός αέρας· μια κουταλιά της σούπας, λένε, αρκεί, αρκεί να διοχετευθεί όπως κάνουν τα βρέφη χωρίς να το σκέφτονται.

Η προσέγγισή τους θεωρήθηκε επαναστατική, μα κέρδισε τον σεβασμό μάνατζερ και μαέστρων. Οι περισσότεροι έχουν δει καριέρες να λάμπουν για λίγο και ύστερα να καταρρέουν, ακριβώς επειδή η φωνή καταπονείται. Οι δύο δασκάλες θυμούνται το φεστιβάλ Ροσσίνι στην Πεζάρο, όταν ο μαέστρος Αλμπέρτο Τσέντα τις κάλεσε να διδάξουν. Είδε νέους τραγουδιστές να εντυπωσιάζουν στις ακροάσεις, αλλά να μην αντέχουν μια ολόκληρη όπερα. Υπερβολική δύναμη, λαχανιάσματα, φάλτσα, και κυρίως έλλειψη έκφρασης. Ακόμα κι αν οι υπότιτλοι βοηθούσαν το κοινό να παρακολουθεί την πλοκή, η μουσική έχανε το κύριο συστατικό της: τη γοητεία του legato, εκείνο το απαλό, συνεχές κύλισμα που ενώνει τις λέξεις σε μια αναπνοή. Οι δύο γυναίκες βλέπουν εδώ την απόδειξη μιας μακράς παρακμής. Το παλιό cantabile all’italiana σταδιακά εξαφανίστηκε, αντικαταστάθηκε από θεωρίες που έδιναν έμφαση στη δύναμη και στην αντήχηση, κι έτσι χάθηκε η λεπτότητα που απαιτούσαν οι συνθέτες.
Η κρίση αυτή εξηγεί και το γιατί οι πραγματικές «ντίβες» σπανίζουν σήμερα. Στις σκηνές του παρελθόντος, μια Τεμπάλντι ή μια Κάλλας συνδύαζαν τεχνική ασφάλεια με χάρισμα, εμφάνιση, μουσικότητα και αυτοπεποίθηση. Σήμερα το μείγμα αυτό μοιάζει δυσεύρετο. Η Μαριάννα θυμάται μια τυχαία συνάντηση με την Κάλλας σε ένα μικρό ασανσέρ στη Νέα Υόρκη· όταν τη ρώτησε αν θα δίδασκε ξανά, εκείνη απάντησε αρνητικά. Αυτό ήταν, λέει, το μεγάλο δράμα της όπερας: όσοι τραγουδούσαν καλύτερα δεν μπόρεσαν να μεταδώσουν το μυστικό τους στους επόμενους. Έτσι, οι δύο Αμερικανίδες πήραν επάνω τους την ευθύνη να αναβιώσουν ό,τι απέμεινε από εκείνη την παράδοση.

Στο στούντιο της Οσίμο έχουν περάσει σχεδόν πενήντα καλλιτέχνες, ο καθένας με διαφορετικές ανάγκες, όλοι όμως βγαίνουν κερδισμένοι. Δεν ανακοινώνουν ονόματα, γιατί οι φωνητικές κακώσεις εξακολουθούν να θεωρούνται αδυναμία· ωστόσο κάποιοι, όπως η Ρακέλ Αντουέσα ή ο Νάτσο Καστεγιάνος, έχουν μιλήσει δημόσια για την εμπειρία τους. Εκτός από τα σεμινάρια, εδώ και χρόνια εφαρμόζουν και διαδικτυακή παρακολούθηση, που επιταχύνει τη θεραπεία.
Το 2012, ένα άρθρο της Λίζα Πάγκλιν σχετικά με τις εγχειρήσεις της Αντέλ προκάλεσε διεθνή συζήτηση· έφτασε μάλιστα η τραγουδίστρια ένα βήμα πριν καταφύγει στις ίδιες. Η κριτική τους ήταν σαφής: το σύστημα που καταστρέφει τις φωνές είναι το ίδιο που προσφέρει χειρουργικά μπαλώματα, περιμένοντας τον επόμενο τραυματισμό. Η αληθινή αποκατάσταση δεν έρχεται απ’ έξω, αλλά από μέσα. Η μέθοδος τους δεν προσθέτει βάρος, αλλά αφαιρεί τα «πετραδάκια» που εμποδίζουν τη ροή. Γι’ αυτό και στο τέλος καταλήγουν σε μια φράση σχεδόν παράδοξη: «Η καλύτερη τεχνική είναι η απουσία τεχνικής».
Η Οσίμο, με τις ανηφόρες της και τα αγάλματα των ακέφαλων ανδρών, έγινε το φόντο μιας ιστορίας που μοιάζει με αλληγορία. Δύο γυναίκες που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με τη φθορά της φωνής τους έστησαν εδώ ένα εργαστήριο αναγέννησης. Δεν επιδιώκουν να δημιουργήσουν υπερήρωες της όπερας, αλλά να θυμίσουν ότι το τραγούδι είναι πρώτα από όλα ανθρώπινο, μια πράξη φυσική, σχεδόν παιδική. Σε μια εποχή όπου τα πάντα μετρώνται σε ντεσιμπέλ και διάρκεια, εκείνες ξαναδίνουν στην ανάσα την αξία που της αναλογεί. Και ίσως αυτό να είναι το πραγματικό μάθημα του παλατιού της Οσίμο: ότι η φωνή, όπως και η ζωή, βρίσκει την ομορφιά της όταν δεν την πιέζεις, αλλά την αφήνεις να κυλήσει ελεύθερη.