Όποια από τις τρεις θεωρίες κι αν προτιμήσει κανείς, καμία δεν ακυρώνει το βασικό θαύμα: ότι οι άνθρωποι της Αιγύπτου κατάφεραν να οικοδομήσουν κάτι που μοιάζει να ανήκει στο μέλλον.
Περισσότερο από τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια χρόνια πριν, στις όχθες του Νείλου, οι Αιγύπτιοι έχτισαν κάτι που έμοιαζε να αγγίζει τον ουρανό. Η Μεγάλη Πυραμίδα του Χούφου [«Χέοπα» ελληνιστί], ύψους σχεδόν 150 μέτρων και αποτελούμενη από δυόμισι εκατομμύρια λίθους, εξακολουθεί να στέκει σαν ένα μνημείο της ανθρώπινης ευφυΐας και του μυστηρίου.
Χωρίς σίδηρο, χωρίς μηχανές, χωρίς τροχαλίες ή γερανούς, ένα πλήθος εργατών κατόρθωσε να ανασηκώσει εκατομμύρια τόνους πέτρας και να τους τακτοποιήσει με μαθηματική ακρίβεια, τόσο ώστε ούτε λεπίδα δεν χωρά ανάμεσα στους αρμούς.
Οι τρεις επικρατούσες θεωρίες
Το πώς συνέβη αυτό παραμένει ένα από τα πιο επίμονα αινίγματα της ιστορίας. Μέσα στους αιώνες, αρχαιολόγοι, μηχανικοί και οραματιστές έχουν προτείνει δεκάδες θεωρίες· όμως τρεις από αυτές έχουν καταφέρει να επικρατήσουν στη συζήτηση: η θεωρία των ραμπών, η θεωρία της εσωτερικής ράμπας και η θεωρία της υδραυλικής ανύψωσης. Καθεμία προσπαθεί να εξηγήσει πώς ένα αρχαίο βασίλειο, βασισμένο σε χαλκό και ανθρώπινα χέρια, κατάφερε κάτι που και σήμερα θα απαιτούσε βιομηχανική δύναμη και ψηφιακή ακρίβεια.
Οι βοηθητικές ράμπες
Η πρώτη και πιο διαδεδομένη εξήγηση είναι αυτή των ραμπών. Σύμφωνα με αυτή, οι εργάτες έφτιαχναν τεράστιες επιχωματώσεις για να σύρουν πάνω τους τους λίθους, μετατρέποντας την ανύψωση σε οριζόντια μετατόπιση. Οι εκδοχές της θεωρίας αυτής είναι τρεις. Η πρώτη, η ευθύγραμμη ράμπα, φαντάζεται ένα μονολιθικό μονοπάτι που ξεκινούσε από το έδαφος και ανέβαινε ως την κορυφή της πυραμίδας. Το πλεονέκτημά της είναι η απλότητα: ένα ενιαίο σύστημα που ταιριάζει με τη γνώση των Αιγυπτίων για τη μηχανική.
Όμως το μειονέκτημα είναι εξίσου εντυπωσιακό: η ράμπα αυτή θα έπρεπε να είναι σχεδόν τόσο μεγάλη όσο η ίδια η πυραμίδα, απαιτώντας υλικά και εργασία που ίσως υπερέβαιναν τα διαθέσιμα μέσα της εποχής. Η δεύτερη εκδοχή προτείνει μια ζιγκ-ζαγκ ράμπα που ανέβαινε γύρω από τις πλευρές του μνημείου, μειώνοντας την ανάγκη για τεράστιους όγκους χώματος και επιτρέποντας πιο σταδιακή πρόσβαση. Παρ’ όλα αυτά, το στρίψιμο των ογκωδών λίθων σε κάθε στροφή θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο.
Η τρίτη και πιο «κομψή» εκδοχή είναι η σπειροειδής ράμπα: μια κατασκευή που περιέτρεχε το μνημείο καθώς αυτό υψωνόταν, διατηρώντας την πρόσβαση σε όλα τα επίπεδα. Είναι ένα μοντέλο που αποδίδει μια εικόνα ομαλής προόδου, όμως μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν σαφή αρχαιολογικά ίχνη μιας τέτοιας δομής.
Οι θεωρίες των ραμπών, όσο πειστικές και αν είναι στη μηχανική τους λογική, πάσχουν από την απουσία απτών αποδείξεων. Κι όμως, η απλότητά τους εξακολουθεί να τις κάνει αγαπημένες στους μελετητές που βλέπουν την κατασκευή της πυραμίδας ως έργο μαζικής οργάνωσης, ιδρώτα και ευφυούς σχεδιασμού.

Ανέγερση από μέσα προς τα έξω
Η δεύτερη θεωρία, προτεινόμενη από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ζαν-Πιερ Ουντέν, μεταφέρει το βάρος της από το εξωτερικό στο εσωτερικό του μνημείου.
Σύμφωνα με αυτή, η πυραμίδα ανεγειρόταν «από μέσα προς τα έξω» χάρη σε μια εσωτερική σπειροειδή ράμπα που ανέβαινε σταδιακά γύρω από τον πυρήνα της. Οι εργάτες τοποθετούσαν τους λίθους ανεβαίνοντας μέσα από στενά περάσματα που έκρυβαν τον μηχανισμό ανύψωσης στο εσωτερικό της δομής.
Η θεωρία αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι εξηγεί γιατί δεν έχουν βρεθεί μεγάλοι εξωτερικοί όγκοι ραμπών γύρω από τη Γκίζα, ενώ ταυτόχρονα προτείνει μια λύση συμβατή με την αιγυπτιακή αγάπη για την εσωτερική γεωμετρία και τη μυστικότητα. Από την άλλη πλευρά, προϋποθέτει έναν εξαιρετικά ακριβή σχεδιασμό, καθώς οποιοδήποτε λάθος στην κλίση ή στη γεωμετρία της εσωτερικής διαδρομής θα οδηγούσε σε καταστροφή.
Ο Ουντέν υποστήριξε ότι η τομογραφική απεικόνιση της Μεγάλης Πυραμίδας αποκάλυψε κενά και ασυνέχειες που ίσως να αποτελούν τα ίχνη αυτής της εσωτερικής σπειροειδούς πορείας. Αν αυτό ισχύει, τότε η πυραμίδα δεν είναι απλώς μνημείο, αλλά ένας τεράστιος μηχανισμός κατασκευής, κρυμμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα - μια ιδέα που γοητεύει όποιον βλέπει στους Αιγυπτίους όχι μόνο τεχνίτες, αλλά και πρωτομηχανικούς της ιστορίας.

Με το νερό ως οδηγό
Η τρίτη θεωρία, η πιο ριζοσπαστική και ίσως πιο ποιητική, στρέφεται στο στοιχείο που όριζε ολόκληρο τον αιγυπτιακό πολιτισμό: το νερό. Κατά αυτήν, οι λίθοι μεταφέρονταν μέσω καναλιών που συνέδεαν το λατομείο με το εργοτάξιο, χρησιμοποιώντας την άνωση για να κινούνται επάνω στο νερό.
Επειδή ο Νείλος βρισκόταν τότε πιο κοντά στη Γκίζα, είναι πιθανό ότι υπήρχε ένα ολόκληρο δίκτυο πλωτών διαδρομών που έφερνε τις πέτρες σχεδόν ως τη βάση της πυραμίδας. Το πρώτο στάδιο, λοιπόν, της ανέγερσης δεν ήταν η ανύψωση αλλά η πλεύση. Μια παραλλαγή της θεωρίας προχωρά ακόμη παραπέρα: προτείνει ότι νερό χρησιμοποιήθηκε και για την ανύψωση των λίθων, μέσα από θαλάμους όπου οι εργάτες ρύθμιζαν τη στάθμη του νερού ώστε οι πέτρες να «επιπλέουν» προς τα επάνω: η θεωρία της άντωσης.
Η ιδέα αυτή είναι ελκυστική γιατί εναρμονίζεται με την προχωρημένη γνώση των Αιγυπτίων στην υδραυλική και την άρδευση· ωστόσο, δεν έχουν βρεθεί ίχνη ενός τέτοιου μηχανισμού και, προς το παρόν, η υπόθεση παραμένει περισσότερο υποθετική παρά αποδεδειγμένη. Παρόλα αυτά, η θεωρία της άντωσης εισάγει έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης: βλέπει την πυραμίδα όχι ως όγκο που σκαρφαλώνεται, αλλά ως πλοίο που επιπλέει, μια κατασκευή που νικά τη βαρύτητα όχι με δύναμη αλλά με ισορροπία.
Κοινός παρονομαστής και των τριών θεωριών είναι η αναγνώριση της εξαιρετικής τεχνικής και οργανωτικής ικανότητας των Αιγυπτίων. Η μαθηματική τους ακρίβεια συγκλονίζει ακόμη και σήμερα: οι πλευρές της Μεγάλης Πυραμίδας αποκλίνουν λιγότερο από μισή μοίρα από τον αληθινό βορρά, ενώ οι διαφορές στο μήκος των πλευρών της βάσης είναι ελάχιστες.

Γνώση αστρονομίας και γεωδαισίας
Μια τέτοια ακρίβεια απαιτεί προχωρημένη γνώση αστρονομίας και γεωδαισίας. Η επιλογή των υλικών μαρτυρά επίσης βαθιά κατανόηση των ιδιοτήτων της πέτρας: ασβεστόλιθος για το σώμα, γρανίτης για τους θαλάμους, γύψος για το κονίαμα που συνδέει τα πάντα με αντοχή και ευκαμψία. Δεν ήταν μόνο η φυσική δύναμη που έστησε τις πυραμίδες, αλλά μια σύνθεση επιστήμης, θρησκείας και κοινωνικής οργάνωσης.
Το έργο αυτό απαιτούσε όχι μόνο τεχνίτες, αλλά και μετρητές, αρχιτέκτονες, αστρονόμους, συντονιστές εργασιών και εργάτες που συνεργάζονταν σε ρυθμούς στρατιωτικής πειθαρχίας. Η πυραμίδα δεν είναι, λοιπόν, μόνο μνημείο του Φαραώ· είναι το αποτύπωμα μιας κοινωνίας που κατάφερε να μετατρέψει την ανθρώπινη τάξη σε γεωμετρική τελειότητα.
Όποια από τις τρεις θεωρίες κι αν προτιμήσει κανείς, καμία δεν ακυρώνει το βασικό θαύμα: ότι μέσα σε μια εποχή όπου ο χρόνος μετρούσε με τον ήλιο και τα εργαλεία με το χέρι, οι άνθρωποι της Αιγύπτου κατάφεραν να οικοδομήσουν κάτι που μοιάζει να ανήκει στο μέλλον.
Ίσως, τελικά, η απάντηση δεν βρίσκεται σε μια μόνο τεχνική, αλλά σε έναν συνδυασμό ραμπών, πλωτών διαδρομών και εσωτερικών διαδρόμων. Ίσως η ίδια η πυραμίδα να είναι το αποτέλεσμα μιας διαδοχής λύσεων, μιας μακραίωνης προσπάθειας να υψωθεί η γη προς τον ουρανό. Και ίσως γι’ αυτό, χιλιάδες χρόνια μετά, εξακολουθεί να μας κοιτάζει σιωπηλή, σαν να γνωρίζει κάτι που εμείς ακόμη ψάχνουμε να μάθουμε: πως το αληθινό μυστικό της δεν είναι το πώς χτίστηκε, αλλά το πώς εξακολουθεί να μας κάνει να αναρωτιόμαστε.