Οι γυναίκες αυτές ήταν οι λεγόμενοι «άγγελοι του θανάτου», ικανές να αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές και έγιναν αντικείμενο φόβου, περιέργειας και ηθικού πανικού. Ακολουθούν μερικές ανατριχιαστικές ιστορίες.
Ο 16ος αιώνας, εποχή της δυναστείας των Τυδώρ στην Αγγλία, είναι ευρύτερα γνωστός για τις θρησκευτικές αναταράξεις, τις πολιτικές ίντριγκες και τις βασιλικές εκτελέσεις. Ωστόσο, μία λιγότερο φωτισμένη, αλλά ιδιαίτερα αποκαλυπτική πλευρά του πολιτισμικού τοπίου της περιόδου είναι η εμμονή της κοινωνίας εκείνης της εποχής με τις γυναίκες δολοφόνους.
Οι γυναίκες αυτές - οι πρώτες serial killers της ιστορίας - ήταν οι λεγόμενοι «άγγελοι του θανάτου»: γυναίκες που θεωρούνταν ικανές να αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές, συχνά μέσα στον ίδιο τον οικιακό χώρο. Και έγιναν αντικείμενο φόβου, περιέργειας και ηθικού πανικού. Πέρα από τα ιστορικά γεγονότα, το φαινόμενο αντανακλά ευρύτερες ανησυχίες της εποχής γύρω από το φύλο, την εξουσία, και τη βία.
Εξουσία και φόβος στο θρόνο των Τυδώρ
Η περίοδος των Τυδώρ (1485–1603) χαρακτηρίζεται από έντονο πολιτικό αυταρχισμό και κοινωνικές ανακατατάξεις. Η Αννά Μπολέυν, η δεύτερη σύζυγος του Ερρίκου Η', εκτελέστηκε για προδοσία, μοιχεία και μαγεία — κατηγορίες που συνδύαζαν την πολιτική με τον σεξισμό. Οι γυναίκες στη δημόσια ζωή ήταν πάντα ύποπτες: ή ήταν αγίες ή επικίνδυνες. Η εικόνα της «γυναίκας που δηλητηριάζει το θύμα της» δεν προέκυψε τυχαία. Αντικατόπτριζε τη βαθιά δυσπιστία της πατριαρχικής κοινωνίας απέναντι στην εσωτερική δύναμη της γυναίκας, ιδιαίτερα όταν αυτή δεν περιοριζόταν στους καθορισμένους ρόλους της μητέρας και της υπάκουης συζύγου.
Δηλητήριο και οικιακή βία
Οι γυναίκες του 16ου αιώνα, σε μια εποχή όπου η άμεση φυσική βία θεωρούνταν ανδρικό προνόμιο, κατηγορούνταν συχνά για χρήση «θηλυκών» μέσων βίας: δηλητήρια, μαγικά φίλτρα, υπνωτικά και ύπουλες μεθόδους. Οι πιο γνωστές υποθέσεις αφορούσαν συζύγους που φέρονταν να σκοτώνουν τους άνδρες τους, υπηρέτριες που δηλητηρίαζαν αφέντες, καθώς και μαίες που θεωρούνταν ύποπτες για «ανεξήγητους» θανάτους βρεφών. Αυτές οι υποθέσεις, αν και συχνά χωρίς αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, τροφοδοτούσαν μια λαϊκή αφήγηση όπου η γυναίκα γινόταν φορέας μιας γνήσιας ιδιωτικής αλλά και δημόσιας απειλής πίσω από το προσωπείο της αγνότητας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Μάργκαρετ Ντέιβις, μιας γυναίκας που κατηγορήθηκε ότι δηλητηρίασε και τους τρεις συζύγους της. Η υπόθεση της Ντέιβις συνδυάζει όλα τα βασικά στοιχεία των αφηγήσεων εκείνης της εποχής: επαναλαμβανόμενοι γάμοι (ύποπτοι από μόνοι τους), ξαφνικοί θάνατοι ανδρών, και η φήμη της ως «γυναίκας με μια φοβερή γνώση περί επικίνδυνων βοτάνων». Δεν είναι ξεκάθαρο αν υπήρχαν αποδείξεις ή αν η φήμη της στηρίχθηκε μόνο στον φόβο και τη δεισιδαιμονία.
Ή, ας πούμε, πάρτε για παράδειγμα την Esther Ives, η οποία κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε με τον εραστή της για να δολοφονήσει τον σύζυγό της. Αυτός – ο εραστής – ήταν αυτός που στραγγάλισε τον άντρα. Το όνομά του ακούστηκε ακόμη και από έναν μάρτυρα, ενώ το θύμα πάλευε για τη ζωή του. Ωστόσο, στην ιστορία που έγινε γνωστή ευρύτερα κατόπιν, η Esther ήταν η πρωταγωνίστρια. Αυτή ήταν η συνωμότρια, η αποπλανήτρια, η αιτία όλων. Το όνομά της εμφανίστηκε στους τίτλους των εφημερίδων της εποχής. Ο εραστής – αυτός που πραγματικά διέπραξε το φόνο – δεν εμφανίστηκε πουθενά.

Ο ειδεχθής φόνος του Τόμας Μπιστ
Έτσι, στα εγκλήματα και στον Τύπο, οι γυναίκες της εποχής των Τυδώρ υπόκειντο σε εντελώς διαφορετικά κριτήρια. Δεν ήταν ίσες, δεν ήταν δίκαιες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν... συναρπαστικές. Ας δούμε για παράδειγμα τον φόνο του Τόμας Μπιστ. Αν ψάχνετε μια ιστορία που να πληροί όλα τα κριτήρια ενός σκανδάλου της εποχής των Τυδώρ – λαγνεία, προδοσία και ένα κοφτερό όπλο – θα δυσκολευτείτε να βρείτε καλύτερη από τον φόνο του Μπιστ.
Ο Τόμας ήταν, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ένας αξιοπρεπής και ευσεβής σύζυγος που ζούσε στο χωριό Worcestershire στις αρχές της δεκαετίας του 1580. Είχε γη, σύζυγο και έναν υπηρέτη ονόματι Κρίστοφερ Τόμσον. Τίποτα δεν φαινόταν ιδιαίτερα παράξενο, μέχρι που, φυσικά, η σύζυγός του και ο υπηρέτης αποφάσισαν ότι όλα θα ήταν καλύτερα... χωρίς τον Τόμας.
Τα ΜΜΕ της εποχής έσπευσαν να περιγράψουν την κυρία Μπίστ ως «την χειρότερη γυναίκα που υπήρξε ποτέ». Ήταν μεγαλύτερη, έμπειρη και, προφανώς, έβραζε από ερωτικό πόθο για τον όμορφο νεαρό υπηρέτη της. Ο Κρίστοφερ περιγραφόταν ως αφελής, ξετρελαμένος και τραγικά αδαής, παρασυρμένος από μια γυναίκα τόσο σαγηνευτική που δεν μπορούσε να της αντισταθεί.
Σύμφωνα με τις αναφορές της εποχής, η κυρία Μπίστ είχε κουραστεί από τον ενοχλητικό σύζυγό της και άρχισε να βάζει στο μυαλό του Κρίστοφερ την ιδέα του φόνου. Το έκανε αυτό με τον κλασικό συνδυασμό γλυκόλογων και σεξουαλικών υποσχέσεων, μέχρι που ο νεαρός υπέκυψε. Και για να είναι σίγουρη ότι όλα θα πήγαιναν κατ' ευχήν, του έδωσε ακόμη και το φονικό όπλο — ένα τσεκούρι — και του είπε να «τον χτυπήσει καλά και αρκετές φορές».
Ο Τόμας πέθανε με ειδεχθή τρόπο. Τόσο ο Κρίστοφερ όσο και η κυρία Μπιστ συνελήφθησαν, δικάστηκαν και απαγχονίστηκαν. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο διηγήθηκαν τα τότε ΜΜΕ την ιστορία ήταν πολύ μονόπλευρος.
Ο Κρίστοφερ έγινε η μαριονέτα της κυρίας. Η κυρία Μπιστ παρουσιάστηκε ως η κακιά γυναίκα, η πόρνη και ο διάβολος προσωποποιημένος. Η αφήγηση δεν αρκέστηκε στο να την παρουσιάσει ως δολοφόνο. Όχι. Έπρεπε να είναι η ενσάρκωση της γυναικείας αμαρτίας.
Και οι αναγνώστες δεν αγόραζαν τις εφημερίδες για να μάθουν για τη νομική διαδικασία. Τις αγόραζαν για να δουν μια «φρικτή και κακιά γυναίκα» να παίρνει αυτό που της άξιζε.

Η Άλις Σέπαρντ
Ορισμένα εγκλήματα της εποχής των Τυδώρ δεν είχαν να κάνουν με τη λαγνεία ή την εκδίκηση. Είχαν να κάνουν με το φόβο — και λίγα πράγματα τρομοκρατούσαν μια ανύπαντρη γυναίκα στον 16ο αιώνα περισσότερο από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
Η Άλις Σέπαρντ ήταν νεαρή, ανύπαντρη και έγκυος στο Σάλισμπουρι γύρω στο 1591. Στα σύγχρονα αυτιά, αυτό μπορεί να μην ακούγεται σαν έγκλημα. Όμως στην Αγγλία των Τυδώρ, το να γεννήσεις ένα παιδί εκτός γάμου ήταν αρκετό για να καταστρέψεις τη φήμη σου και τη ζωή σου.
Γυναίκες όπως η Άλις στιγματίζονταν ως μπάσταρδες, πόρνες και απόβλητες. Έτσι, η Άλις έκρυψε την εγκυμοσύνη της. Γέννησε κρυφά με τη βοήθεια της γιαγιάς της και μιας συμπονετικής μαίας. Όταν το μωρό γεννήθηκε — απολύτως υγιές — η Άλις έκανε αυτό που πολλές γυναίκες στη θέση της θεωρούσαν τη μόνη επιλογή τους.
Σκότωσε το μωρό. Έθαψε το σώμα του σε έναν ρηχό τάφο σε ένα νεκροταφείο, ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν το τέλος. Όμως, όπως αναφέρουν τα φυλλάδια, η θεία δικαιοσύνη εμφανίστηκε με τη μορφή ενός σκύλου.
Το ζώο ξέθαψε το μικροσκοπικό πτώμα και το άφησε στα πόδια ενός περαστικού. Σύντομα ξέσπασε μεγάλη φασαρία και μέσα σε λίγες μέρες η Άλις, η γιαγιά της και η μαία συνελήφθησαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Το στερεότυπο της «μαύρης χήρας»
Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, ο χαρακτήρας της «μαύρης χήρας» — μιας γυναίκας που επιβίωνε μετά από μια σειρά μυστηριωδών θανάτων συζύγων — αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη δύναμη στον λαϊκό λόγο. Δεν ήταν τυχαίο που πολλές τέτοιες ιστορίες αποτυπώνονταν σε μπαλάντες, θεατρικά έργα και παροιμίες. Οι γυναίκες που ξεπερνούσαν το ρόλο του θύματος και επιβίωναν από άνδρες «θυμάτων» θεωρούνταν ύποπτες από μόνες τους.
Η Αγγλία των Τυδώρ ήταν μια κοινωνία όπου οι γυναίκες δεν είχαν νόμιμα δικαιώματα ιδιοκτησίας ή πολιτικής φωνής. Όμως η χήρα, κυρίως η πλούσια χήρα, διέθετε μια ελευθερία σπάνια για την εποχή. Αυτό την καθιστούσε και απειλή. Η συνύπαρξη εξουσίας και γυναικείας αυτονομίας έπρεπε να ελεγχθεί μέσα από την αφήγηση του «επικίνδυνου φύλου».

Μάγισσες, μαίες και εγκληματικότητα
Η στενή σχέση ανάμεσα στη γυναικεία εγκληματικότητα και τη μαγεία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Πολλές κατηγορίες για δολοφονία συνδέονταν με πρακτικές που σήμερα θα ονομάζαμε παραϊατρικές. Οι μαίες, για παράδειγμα, ασκούσαν επαγγέλματα που περιλάμβαναν γνώση της ανατομίας, των βοτάνων και της φροντίδας του σώματος. Αυτή η γνώση, σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε στοιχείο κατηγορίας. Η ίδια γυναίκα που μπορούσε να φέρει ζωή, θεωρούνταν εξίσου ικανή να φέρει και θάνατο.
Εξάλλου, η μεγάλη άνοδος των δικών για μαγεία κατά την ελισαβετιανή περίοδο φανερώνει την ανάγκη της κοινωνίας να αποδώσει το «ανεξήγητο» σε υπερφυσικές, κυρίως θηλυκές δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές γυναίκες που κατηγορήθηκαν για δολοφονίες μέσω δηλητηρίου ή ασθένειας αργότερα καταδικάστηκαν για μαγεία — ένα έγκλημα ασαφές.
Ο πολιτισμικός φόβος της ανεξέλεγκτης γυναίκας
Η εμμονή του 16ου αιώνα με τις γυναίκες δολοφόνους δεν πηγάζει τόσο από την πραγματική εγκληματικότητα όσο από τον πολιτισμικό φόβο της «ανεξέλεγκτης γυναίκας». Μια γυναίκα που δεν υπάκουε, που ήταν σεξουαλικά ενεργή, που δεν παντρευόταν ή που διαχειριζόταν περιουσία, αποτελούσε απειλή για την ηθική τάξη. Αν η γυναίκα μπορούσε να σκοτώσει — και μάλιστα με ύπουλο τρόπο — τότε καταρρίπτονταν όλες οι βεβαιότητες για τη θέση των φύλων στην κοινωνία.
Η λαϊκή φαντασία, μέσα από τα εγκλήματα των «αγγέλων του θανάτου», διατηρούσε τις ισορροπίες: οι γυναίκες τιμωρούνταν ή δαιμονοποιούνταν ώστε να επανέλθει η τάξη. Οι δίκες δεν είχαν ως μόνο στόχο την απονομή δικαιοσύνης αλλά και την κοινωνική κάθαρση, μέσω της δημόσιας εξευτελιστικής τιμωρίας. Η γυναίκα που τιμωρούνταν στην αγχόνη ή στην πυρά γινόταν παραδειγματική περίπτωση — μια τελετουργική επανεπιβεβαίωση της πατριαρχικής τάξης.

Από την ιστορία στο σύγχρονο στερεότυπο
Το αρχέτυπο της μαύρης χήρας, της σατανικής μάγισσας που σκοτώνει τους άντρες της, συνεχίζει να επιβιώνει στον σύγχρονο πολιτισμό: από τα αστυνομικά μυθιστορήματα μέχρι τις τηλεοπτικές σειρές true crime. Οι ρίζες αυτής της αφήγησης βρίσκονται στον 16ο αιώνα, όταν η κοινωνία των Τυδώρ επινόησε τη φιγούρα της «γυναικείας απειλής» ως μηχανισμό ελέγχου, φόβου και εντυπωσιασμού.
Ο φόβος για τη γυναίκα που σκοτώνει δεν αφορά μόνο τη βία. Αφορά την ανεξαρτησία, τη σιωπηλή δύναμη, την ικανότητα της γυναίκας να λειτουργεί έξω από το πλαίσιο της ανδρικής κυριαρχίας. Η ιστορία των «αγγέλων του θανάτου» των Τυδώρ δεν είναι απλώς μια ιστορία εγκλήματος, αλλά μια αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο η εξουσία διαμορφώνει την αλήθεια για τα φύλα, τη δικαιοσύνη και τον φόβο.