Η Anastasia Samsonova, μια 33χρονη Ρωσίδα, βρέθηκε ανάμεσα στους πρώτους τουρίστες που πήγαν διακοπές στο τουριστικό θέρετρο που εγκαινίασε ο Κιμ Γιόνγκ Ουν.
Στην άκρη της ανατολικής ακτής της Βόρειας Κορέας, εκεί όπου τα βουνά συναντούν τη Θάλασσα της Ιαπωνίας, υψώνεται ένα θέρετρο που σχεδιάστηκε για να είναι σύμβολο αλλαγής. Το Wonsan Kalma Coastal Tourist Zone εγκαινιάστηκε στις 1 Ιουλίου με φανφάρες από τα κρατικά μέσα, παρουσιάστηκε ως το νέο στολίδι του καθεστώτος και, σύμφωνα με την προπαγάνδα, προοριζόταν να ανοίξει τις πύλες της χώρας στον κόσμο. Η πραγματικότητα, όμως, αποδείχθηκε διαφορετική: οι πύλες άνοιξαν μόνο για λίγους - και μάλιστα με προϋποθέσεις.
Η Anastasia Samsonova, μια 33χρονη εργαζόμενη στον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού από τη Μόσχα, βρέθηκε ανάμεσα στους πρώτους τουρίστες που πάτησαν το πόδι τους στις παραλίες του Wonsan Kalma. «Ήταν σαν να βρίσκεσαι σε μια σκηνή θεάτρου», θα πει αργότερα. «Όλα έμοιαζαν τέλεια, αλλά ήξερες ότι τίποτα δεν ήταν φυσικό».
Το ταξίδι ξεκίνησε από τη Ρωσία, με πτήση προς την Πιονγιάνγκ. Από εκεί, μια ομάδα δεκαπέντε τουριστών επιβιβάστηκε σε ένα κλιματιζόμενο τρένο, αποκλειστικά δικό τους, που τους μετέφερε στο Wonsan Kalma. Το πακέτο - μια εβδομάδα συνολικά, τρεις ημέρες στο θέρετρο - κόστιζε 1.800 δολάρια· ποσό που ισοδυναμεί με περίπου το 60% του μέσου μηνιαίου μισθού στη Ρωσία. Κι όμως, για όσους αναζητούσαν το «εξωτικό», αυτό ήταν μέρος της γοητείας. Διακοπές σε ένα μέρος που οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο δεν μπορούν καν να επισκεφθούν.
Ένας παράδεισος υπό επιτήρηση
Το Wonsan Kalma σχεδιάστηκε να είναι εντυπωσιακό. Τεράστια ξενοδοχεία υψώνονται κατά μήκος της παραλίας, το λευκό της άμμου λάμπει, η είσοδος στη θάλασσα είναι τόσο απαλή που μοιάζει φτιαγμένη στο εργαστήριο. Υπάρχουν εμπορικά κέντρα, εστιατόρια, καφέ, ακόμα και ένα υδάτινο πάρκο - αν και στην ομάδα της Anastasia δεν επιτράπηκε να το επισκεφθεί.
Παρά τη χλιδή της βιτρίνας, η εικόνα έσπαγε γρήγορα από την παρουσία των φρουρών. Από την πρώτη στιγμή, η ομάδα συνόδευετο από οδηγούς, αλλά και από ένοπλους συνοδούς ασφαλείας. «Μας είπαν ότι οι φρουροί ήταν εκεί για να αποτρέψουν τυχόν καταστάσεις που θα έφερναν τους ντόπιους σε αμηχανία», λέει η Anastasia. Η πραγματικότητα, όμως, φαινόταν διαφορετική. Όταν οι τουρίστες περπατούσαν στους δρόμους, οι κάτοικοι τους κοιτούσαν με μάτια ορθάνοιχτα, σχεδόν με δυσπιστία. «Η χώρα έχει μείνει κλειστή για τόσο καιρό, που ακόμα και η παρουσία μας ήταν κάτι ξένο γι’ αυτούς».
Οι κανόνες ήταν αυστηροί. Απαγορεύεται να φωτογραφίζονται εργοτάξια ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Απαγορεύονται τα αποκαλυπτικά ρούχα στην παραλία. Δεν επιτρέπεται καμία επαφή με τους ντόπιους. Κάθε απόκλιση από το πρόγραμμα έπρεπε να εγκριθεί από τις βορειοκορεατικές αρχές.
Κι όμως, μέσα σε αυτούς τους περιορισμούς, υπήρχε κάτι παράξενα γοητευτικό: Η αίσθηση της απόλυτης ησυχίας. Οι παραλίες σχεδόν άδειες, η άμμος πάντα πεντακάθαρη καθώς κάθε πρωί εργαζόμενοι ισοπέδωναν μεθοδικά το έδαφος, σαν να προετοιμάζουν ένα σκηνικό θεάτρου. «Δεν υπήρχε καμία βιασύνη για ξαπλώστρες, κανένας θόρυβος από παιδιά. Ήταν σαν να βρισκόσουν σε ένα μέρος έξω από τον χρόνο», θυμάται η Anastasia.

Η καθημερινότητα μέσα στο θέρετρο
Το πρόγραμμα της ομάδας ήταν αυστηρά καθορισμένο. Ξυπνούσαν στις οκτώ το πρωί για πρωινό, ακολουθούσαν δραστηριότητες, ενώ σε πιο χαλαρές ημέρες η μέρα ξεκινούσε στις 09:30. Στο μενού κυριαρχούσε το κρέας, συνήθως σε γλυκόξινη σάλτσα, και πιάτα με ψιλοκομμένο λάχανο και καρότο. «Η κουζίνα ήταν προσαρμοσμένη στις ρωσικές γεύσεις, αλλά πάντα με μια κορεατική πινελιά», λέει.
Μικρές λεπτομέρειες αποκάλυπταν τη σπάνια διείσδυση του εξωτερικού κόσμου στο καθεστώς. Στα αναμνηστικά καταστήματα πωλούνταν ρούχα της Ολυμπιακής ομάδας της Βόρειας Κορέας, ενώ στα παραθαλάσσια περίπτερα υπήρχαν παιχνίδια-αντίγραφα πυραύλων, τιμή περίπου 40 δολάρια.
Η μπύρα ήταν φθηνή - ούτε ένα ευρώ το μπουκάλι - αλλά η αίσθηση ήταν περίεργη. «Ήταν σαν να ζούσαμε σε δύο παράλληλες πραγματικότητες», λέει η Anastasia. «Από τη μία, οι τουρίστες σε μια σχεδόν τεχνητή πολυτέλεια· από την άλλη, μια χώρα που έβλεπες μόνο μέσα από θολά παράθυρα λεωφορείου».
Το τίμημα της βιτρίνας
Πίσω από τη γυαλισμένη πρόσοψη, όμως, η ιστορία του Wonsan Kalma είναι σκοτεινότερη. Από το 2018, όταν ξεκίνησε η κατασκευή του, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλαν τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας. Αναφορές μιλούν για «ταξιαρχίες σοκ»: εργαζόμενους που δούλευαν σε εξαντλητικές βάρδιες, με ανεπαρκή αμοιβή και υπό σκληρές συνθήκες, ώστε το έργο να ολοκληρωθεί γρήγορα.

Ο James Heenan, επικεφαλής του Γραφείου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στη Σεούλ, δήλωσε μιλώντας στο ΒΒC πως υπήρχαν ενδείξεις ότι οι εργάτες δούλευαν 24ωρα για να παραδώσουν το θέρετρο στην ώρα του. «Αυτό παραπέμπει καθαρά σε σύστημα καταναγκαστικής εργασίας», τόνισε.
Η ειρωνεία είναι προφανής: ένα θέρετρο σχεδιασμένο για να συμβολίζει το άνοιγμα μιας χώρας στον κόσμο, χτισμένο πιθανόν με τη βία πάνω στους ίδιους τους πολίτες της.
Ένα πολιτικό μήνυμα
Η δημιουργία του Wonsan Kalma δεν είναι μόνο επιχειρηματικό σχέδιο, αλλά και πολιτικό μήνυμα. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν πέρασε μεγάλο μέρος της νεότητας του στην περιοχή και ήθελε να τη μετατρέψει σε σύμβολο ευημερίας. Το θέρετρο παρουσιάστηκε ως απόδειξη ότι η Βόρεια Κορέα μπορεί να σταθεί επάξια απέναντι σε τουριστικούς προορισμούς όπως η Benidorm στην Ισπανία.
Ωστόσο, η πρόσβαση παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Λίγες εβδομάδες μετά τα εγκαίνια, οι αρχές ανακοίνωσαν «προσωρινή» απαγόρευση ξένων επισκεπτών, εξαιρουμένων μόνο των Ρώσων. Ο λόγος δεν ανακοινώθηκε ποτέ. Ακόμη και οι Κινέζοι, σύμμαχοι της Πιονγιάνγκ, δυσκολεύονται να αποκτήσουν άδεια εισόδου.

Ο αναλυτής Andrei Lankov εξηγεί: «Η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει τις συγκρίσεις. Αν οι ντόπιοι δουν πόσο καλύτερα ζουν οι ξένοι, μπορεί να αναρωτηθούν για το δικό τους βιοτικό επίπεδο. Είναι πιο ασφαλές να περιορίζεις την επαφή».
Παρά τους περιορισμούς, η Anastasia λέει πως έζησε κάτι που δύσκολα θα ξεχάσει. «Δεν ήταν το είδος των διακοπών που έχουμε συνηθίσει. Ήταν κάτι ανάμεσα σε ταξίδι, πείραμα και… παράσταση».
Σκέφτεται να επιστρέψει. Η ομάδα της συζητά να οργανώσει ξανά το ίδιο ταξίδι τον επόμενο χρόνο, ίσως συνδυάζοντάς το με το κοντινό χιονοδρομικό κέντρο Masikryong. «Η Βόρεια Κορέα έχει κάτι ανεξήγητα γοητευτικό», λέει. «Δεν χαλαρώνεις πραγματικά, αλλά βλέπεις έναν κόσμο που, με έναν περίεργο τρόπο, δεν μοιάζει να έχει αλλάξει από τη δεκαετία του ’60».
Για την Anastasia, όπως παραδέχεται και η ίδια στο BBC, αυτό το ταξίδι δεν ήταν απόδραση, αλλά... μια εισβολή σε έναν άλλο κόσμο. Έναν κόσμο προσεκτικά σκηνοθετημένο, όπου τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Έναν κόσμο που, για τρεις μέρες, φάνηκε αληθινός - αλλά μόνο επειδή έπρεπε να φανεί έτσι.
Κι όταν γύρισε πίσω, συνειδητοποίησε ότι το πραγματικό σουβενίρ δεν ήταν τα Ολυμπιακά ρούχα ούτε οι μινιατούρες πυραύλων, αλλά μια αίσθηση αμηχανίας που δύσκολα περιγράφεται: η εμπειρία του να είσαι ταυτόχρονα τουρίστας και αντικείμενο παρατήρησης.