Ανάμεσα στη λογική και στη συγχώρεση, στο αίμα και στο σταυρόλεξο, μένει η αίσθηση πως η ιστορία αυτή είναι μια παράξενη αλληγορία για όλη την Ιρλανδία.
Ήταν 1996 στο Λονδίνο όταν η ζωή της Mary Attenborough διαλύθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Η πόρτα του διαμερίσματος στο Earl’s Court τινάχτηκε με ορμή, αστυνομικοί όρμησαν μέσα και ακινητοποίησαν τον άντρα της, τον Michael Gallagher. Η κατηγορία: συμμετοχή σε επιχειρήσεις του ΙΡΑ.
Για εκείνη, μια Αγγλίδα ακαδημαϊκό που δίδασκε μαθηματικά και έγραφε βιβλία για γεωφυσικό λογισμικό, η σκηνή ήταν παράλογη. Ο Michael ήταν ο άνθρωπος που διάβαζε ποιήματα, που βοηθούσε άστεγους αλκοολικούς, που τελείωνε τα σταυρόλεξα του Guardian σε τρία λεπτά. Πώς θα μπορούσε αυτός ο ευγενικός Σκοτσέζο-Ιρλανδός να είναι τρομοκράτης;
Ο «άλλος» Μάικλ Γκάλαχερ
Όμως, πίσω από το πρόσωπο του ρομαντικού διανοούμενου, υπήρχε ένας άλλος Michael - ένας άνθρωπος που επί χρόνια βοηθούσε την Ιρλανδική Δημοκρατική Οργάνωση να κινείται αθέατη μέσα στη Βρετανία. Όχι με όπλα ή εκρηκτικά, αλλά με πιο ήσυχα μέσα: καταλύματα, μεταφορές, έγγραφα, μικρές υπηρεσίες που έκαναν δυνατές τις μεγάλες ενέργειες.
Ήταν ένας «fixer», ένας αόρατος σύνδεσμος ανάμεσα στους ενόπλους και τον έξω κόσμο. Η Mary δεν το ήξερε. Και όταν εκείνο το πρωινό οι αστυνομικοί τον έπαιρναν με χειροπέδες, εκείνη πίστεψε πως ήταν θύμα ενός λάθους, ενός ακόμη βρετανικού φιάσκου τύπου Guildford Four.
Η Mary πολεμούσε για την αθωότητά του
Για δεκαέξι μήνες, όσο εκείνος βρισκόταν στη φυλακή εν αναμονή της δίκης, η Mary πολεμούσε για την αθωότητά του. Μάζευε χρήματα για την εγγύηση, έγραφε επιστολές, συγκέντρωνε υπογραφές. Τον επισκεπτόταν στις φυλακές, του μιλούσε για τους φίλους που τον στήριζαν, για τους δημοσιογράφους που έδειχναν ενδιαφέρον, για την ελπίδα.
Εκείνος την άκουγε, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Ήξερε πως αν της αποκάλυπτε την αλήθεια, όλα θα κατέρρεαν. «Είχα δεσμευτεί και στην ΙΡΑ και στη Mary», θα πει αργότερα. «Και νόμιζα πως μπορούσα να τα συνδυάσω. Πίστευα πως τα καταφέρνω».
Η δίκη του Gallagher έγινε το 1998. Κατηγορούνταν για τη συνωμοσία που οδήγησε στις επιθέσεις με όλμους στο αεροδρόμιο του Heathrow το 1994 - επιθέσεις που προκάλεσαν πανικό και αναστάτωση, αλλά ευτυχώς καμία ανθρώπινη απώλεια. Τα όπλα, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα, δεν ήταν οπλισμένα. Ήταν περισσότερο δήλωση παρά απόπειρα για σφαγή, μια πολιτική χειρονομία σε μια εποχή που ο πόλεμος στη Βόρεια Ιρλανδία πλησίαζε στο τέλος του. Όμως για το βρετανικό δικαστήριο, ο Gallagher ήταν ένας επικίνδυνος συνεργός και του επέβαλε 20 χρόνια κάθειρξη.
Η αποκάλυψη της αλήθειας
Μόνο τότε, λίγες μέρες μετά την καταδίκη, όταν η Mary τον επισκέφθηκε στη φυλακή για να του μιλήσει για την έφεση, εκείνος της είπε την αλήθεια. Ήταν ένοχος. Ήταν, πράγματι, μέλος του δικτύου που είχε προετοιμάσει τις επιθέσεις.
Η Mary ένιωσε σαν να ξαναγίνεται η έφοδος στο σπίτι - μόνο που αυτή τη φορά, η εισβολή ήταν μέσα της. «Στην αρχή δεν ήξερα αν έπρεπε να τον πιστέψω», είπε αργότερα. «Είχε πει τόσα ψέματα, που δεν ήξερα ποια εκδοχή της αλήθειας να δεχτώ».
Η αποκάλυψη θα μπορούσε να είναι το τέλος τους, αλλά δεν ήταν. Η Mary δεν τον παράτησε. Στις επόμενες επισκέψεις, άκουσε τις εξηγήσεις του, την ενοχή του, τη λογική του: πως ο αγώνας του ΙΡΑ δεν ήταν τυφλή βία, αλλά μια πράξη πίστης στην ενότητα της Ιρλανδίας· πως ο ίδιος δεν έβαλε ποτέ βόμβες, απλώς βοήθησε ανθρώπους να κινηθούν. Εκείνη διαφωνούσε, αλλά τον καταλάβαινε. «Δεν θεωρώ τα μέλη του ΙΡΑ τρομερούς ανθρώπους», θα πει χρόνια αργότερα. «Νομίζω ότι πίστευαν σε κάτι, απλώς οι τακτικές τους ήταν λάθος».
Όταν ο Gallagher αποφυλακίστηκε το 1998, στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, η Mary τον περίμενε έξω. Φωτογραφήθηκαν μαζί, εκείνη με χαμόγελο, εκείνος αδύναμος αλλά ελεύθερος. Μετά μετακόμισαν στη βόρεια Ιρλανδία, στο Donegal, μακριά από τις εφημερίδες και τους παλιούς φίλους. Άνοιξαν μια μικρή επιχείρηση διαδικτυακής ανάπτυξης και έζησαν αθόρυβα, σαν να προσπαθούσαν να σβήσουν το παρελθόν τους μέσα στον ήχο του Ατλαντικού. Για σχεδόν τριάντα χρόνια, κανείς δεν ήξερε την πλήρη ιστορία.
Ώσπου φέτος, στα 82 του ο Michael και στα 71 της η Mary, αποφάσισαν να την γράψουν μαζί. Το βιβλίο τους, Unbroken: Secrets, Lies and Enduring Love, αφηγείται τη ζωή τους από δύο οπτικές, εναλλάσσοντας φωνές όπως στο Gone Girl. Στην αρχή, ο αναγνώστης πιστεύει την αθωότητά του· η αποκάλυψη της ενοχής έρχεται αργά, σχεδόν μυθιστορηματικά. Είναι η δική τους μορφή εξομολόγησης, μια προσπάθεια να ξαναγράψουν την ιστορία όχι ως υπόθεση τρομοκρατίας, αλλά ως ερωτική ιστορία που διαλύθηκε και ξαναχτίστηκε πάνω στο ψέμα.

Τον συγχώρεσε, αλλά όχι από αφέλεια
Η Mary λέει πως τον συγχώρεσε, αλλά όχι από αφέλεια. «Ξέρω ότι ο Michael δεν είναι κακός άνθρωπος», εξηγεί. «Είναι ένας άνθρωπος που δεν με έβαλε πρώτη, αλλά δεν το έκανε από πρόθεση να με προδώσει». Είναι μια παράξενη μορφή συγχώρεσης - περισσότερο αποδοχή της ανθρώπινης πολυπλοκότητας παρά συμφιλίωση. Εκείνος, από την πλευρά του, θέλησε να «καθαρίσει» το όνομα της, να δηλώσει δημόσια ότι εκείνη δεν ήξερε τίποτα. «Υπήρχε πάντα η υποψία ότι μπορεί να είχε κάποια ιδέα», είπε. «Αλλά δεν είχε. Ήθελα να το πω καθαρά».
Η ιστορία τους είναι γεμάτη αντιφάσεις. Μια ακαδημαϊκός που πίστευε στην κοινωνική δικαιοσύνη αλλά όχι στη βία· ένας άντρας που έλεγε πως πολεμά για την ελευθερία ενώ κρυβόταν πίσω από ψευδώνυμα και κάλυπτα διαμερίσματα· ένα ζευγάρι που έμαθε πως η αγάπη μπορεί να συνυπάρχει με το ψεύδος. Στην καρδιά της υπόθεσης δεν βρίσκεται η τρομοκρατία, αλλά το ερώτημα της εμπιστοσύνης: πώς συνεχίζεις να αγαπάς κάποιον όταν η ίδια η πραγματικότητα ανάμεσά σας έχει ανατιναχτεί.
Καθώς μιλούν σήμερα στον Guardian, ο Michael με φωνή που τρέμει από τα χρόνια, η Mary με τη λογική ακρίβεια που αρμόζει σε μαθηματικό, η ιστορία τους μοιάζει να ξεπερνά τα όρια της πολιτικής. Δεν είναι πια για τον ΙΡΑ ούτε για το Heathrow, αλλά για το μυστήριο του ανθρώπου που μπορεί να είναι δύο πράγματα ταυτόχρονα: ένας τρομοκράτης και ένας σύντροφος, ένας ψεύτης και ένας ειλικρινής μεταμελημένος, ένας εγκληματίας και ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στη λογική και στη συγχώρεση, στο αίμα και στο σταυρόλεξο, μένει η αίσθηση πως η ιστορία αυτή είναι μια παράξενη αλληγορία για όλη την Ιρλανδία. Μια χώρα που έζησε για δεκαετίες μέσα στο ψέμα, που αναζητούσε την ειρήνη χωρίς να παραδεχτεί πλήρως την ενοχή της, που έμαθε να συγχωρεί για να επιβιώσει...