Ήταν αυτός που μετέτρεψε το Vanity Fair σε πολιτιστικό φαινόμενο με αποκαλύψεις όπως η ταυτότητα του «Deep Throat» που έριξε τον Νίξον ή η ιστορική συνέντευξη της Τζένιφερ Άνιστον μετά τον χωρισμό της με τον Μπραντ Πιτ.
Το να κλείσεις συνέντευξη με τον Γκρέιντον Κάρτερ είναι σχεδόν τόσο δύσκολο όσο να βρεις θέση στο θρυλικό πάρτι των Όσκαρ που διοργάνωνε επί δύο δεκαετίες. Στα 76 του, ο θρυλικός πρώην εκδότης του Vanity Fair μοιάζει να κινείται ακόμη στον ίδιο αστερισμό με τους ανθρώπους που κάποτε καθόριζαν την αμερικανική κουλτούρα.
Έπειτα από πέντε μήνες αναμονής, η συνομιλία της εφημερίδας El Pais μαζί του γίνεται μέσω βιντεοκλήσης, από το διαμέρισμά του στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης - με γείτονα την Μπέτ Μίντλερ.
Η ζωή του σήμερα μοιράζεται ανάμεσα στη Νέα Υόρκη, το σπίτι του στο Κονέκτικατ και τη νότια Γαλλία, όπου εγκαταστάθηκε μετά την αποχώρησή του από το Vanity Fair το 2017. «Όταν όλοι φεύγουν από την πόλη, εγώ έρχομαι», λέει χαμογελώντας, σαν κάποιος που απολαμβάνει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα.
Ο άνθρωπος που μεταμόρφωσε το Vanity Fair
Αυτή η στάση τον χαρακτήριζε πάντα. Γεννημένος στον Καναδά, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο χωρίς να πάρει πτυχίο και το 1978 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να εργαστεί στο Time. Ούτε αυτό, όμως, ήταν αρκετό. Ακολούθησε το Life, ύστερα δημιούργησε το σατιρικό περιοδικό Spy, που έγινε το χρονικό της ζωής της Νέας Υόρκης στα χρόνια του Ρίγκαν.
«Ήταν μια εποχή που η πόλη ήταν σκληρή, αλαζονική, γεμάτη φιλοδοξίες. Το Spy έπαιζε με όλα αυτά», θυμάται. Λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε στο τιμόνι του Vanity Fair - και έμεινε εκεί για 25 χρόνια, αλλάζοντας για πάντα τη φυσιογνωμία του περιοδικού.
Ήταν αυτός που μετέτρεψε το Vanity Fair σε πολιτιστικό φαινόμενο: αποκαλύψεις όπως η ταυτότητα του «Deep Throat» που έριξε τον Νίξον, το συγκινητικό comeback της Μόνικα Λεβίνσκι, η πρώτη φωτογράφιση της μικρής Σούρι Κρουζ, η ιστορική συνέντευξη της Τζένιφερ Άνιστον μετά τον χωρισμό της με τον Μπραντ Πιτ, η παρουσίαση της Κέιτλιν Τζένερ ως τρανς γυναίκας.
Παράλληλα, έκανε το μετα-Όσκαρ πάρτι του Vanity Fair το πιο περιζήτητο κοινωνικό γεγονός του Χόλιγουντ. «Ένας Σαουδάραβας πρίγκιπας μου είχε προσφέρει 250.000 δολάρια για να τον καλέσω», λέει γελώντας. «Φυσικά, δεν τον κάλεσα».
Σήμερα, μετά από μια ζωή στο επίκεντρο της δημοσιογραφίας, κοιτάζει πίσω και μπροστά ταυτόχρονα. Το 2019, αντί να αποσυρθεί, ίδρυσε το Air Mail, ένα εβδομαδιαίο ψηφιακό περιοδικό για τάσεις και πολιτισμό, που σήμερα έχει πάνω από μισό εκατομμύριο συνδρομητές σε 200 χώρες. «Η δημοσιογραφία είναι εθιστική», λέει. «Είναι σχεδόν αδύνατο να την εγκαταλείψεις».
Η πτώση των περιοδικών και το τέλος της εποχής
Η κουβέντα γυρίζει στη χρυσή εποχή των περιοδικών, την οποία εξιστορεί στο βιβλίο του When the Going Was Good. Πιστεύει ότι το τέλος τους δεν ήρθε από έναν ένοχο, αλλά από μια αλυσίδα γεγονότων. «Ήταν συνδυασμός όλων: ίντερνετ, social media, οικονομική κρίση. Το 2007 το διαδίκτυο άρχισε να υπερκαλύπτει τον έντυπο Τύπο. Ύστερα ήρθε η κρίση του 2008 και πολλές εταιρείες απέσυραν τις διαφημίσεις τους. Αυτό μάς χτύπησε καίρια. Στη Νέα Υόρκη υπήρχε κάποτε ένα περίπτερο σε κάθε γωνία. Τώρα μπορείς να περπατάς χιλιόμετρα και να μη βρεις ούτε ένα».
Δεν πιστεύει όμως ότι οι έντυπες εκδόσεις θα εξαφανιστούν ολοκληρωτικά. «Θα υπάρχουν περιοδικά, αλλά θα μοιάζουν περισσότερο με πολυτελή βιβλία. Στην Ευρώπη, ειδικά στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, βλέπεις ακόμη εντυπωσιακές εκδόσεις. Η Αμερική, όμως, τα έχει χάσει αυτά».
Η κόντρα με τον Τραμπ
Ανάμεσα στις πιο πολύκροτες ιστορίες του βρίσκεται και η διαχρονική του κόντρα με τον Ντόναλντ Τραμπ. Το 1984 πέρασε τρεις εβδομάδες μαζί του για το περίφημο προφίλ στο GQ με τίτλο The Towering Ambition of Donald Trump. «Αν τότε μου έλεγες ότι θα γινόταν πρόεδρος, θα σε περνούσα για τρελό», παραδέχεται. «Αλλά αυτό που έκανε τελικά ξεπερνάει κάθε φαντασία. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την προεδρία που δημιούργησε».
Ο Τραμπ δεν του συγχώρεσε ποτέ τη φράση για τα «μικρά του χέρια» και τους «κοντούς του δείκτες». «Αν δεις τα σκίτσα, τον ζωγραφίζουν πάντα με τεράστιο σώμα και μικρά χέρια. Του αρέσουν όλα να είναι μεγάλα. Ήρθε από το Κουίνς, ήθελε να γίνει αποδεκτός στο Μανχάταν και το έκανε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο».
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο Τραμπ συχνά τον στοχοποιούσε δημόσια. «Όταν ήμουν στο Twitter, έγραφε συνέχεια για μένα. Τώρα έχει άλλους να κάνουν αυτή τη δουλειά. Το έχει… αναθέσει εργολαβικά».
Η παρακμή της διασημότητας
Μιλάει για το πώς τα social media άλλαξαν τη φύση της διασημότητας. «Οι διάσημοι δεν είναι πια ενδιαφέροντες. Τα λένε όλα οι ίδιοι. Δεν υπάρχει μυστήριο. Οι σταρ έχουν γίνει οι ίδιοι τα δικά τους περιοδικά», παρατηρεί. Παρ’ όλα αυτά, ξεχωρίζει νέες προσωπικότητες, όπως τη Σίντνεϊ Σουίνι και τον Γκλεν Πάουελ. «Η Σουίνι έχει αυτό το μείγμα πρόκλησης και μυστηρίου που σπανίζει σήμερα. Ο Πάουελ είναι πραγματικός κινηματογραφικός σταρ, αρεστός σε όλους. Μπορώ να τον δω να γίνεται και πολιτικός, σαν τον Ρίγκαν».
Όμως τα πράγματα στο Χόλιγουντ δεν είναι πια όπως παλιά. «Η βιομηχανία περνάει δύσκολες στιγμές. Πυρκαγιές, απεργίες σεναριογράφων και ηθοποιών… οι ευκαιρίες λιγοστεύουν. Αλλά ο κόσμος εξακολουθεί να πηγαίνει σινεμά. Κάποιος πρέπει να φτιάχνει το περιεχόμενο».
Η κουλτούρα των Kardashians και το τέλος του πολιτισμού
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που δεν συγχωρεί στην pop κουλτούρα: τις Kardashians. «Για μένα, το να βλέπω τις Kardashians στο εξώφυλλο περιοδικού είναι το τέλος του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε», λέει χωρίς δισταγμό. Στα χρόνια του, δεν τους έδωσε ποτέ εξώφυλλο, ούτε τους κάλεσε στα πάρτι, ούτε τους παρουσίασε στις σελίδες του Vanity Fair. «Αντιπροσωπεύουν έναν τύπο φήμης και πλούτου που δεν με ενδιαφέρει καθόλου».
Αντίθετα, η επιλογή της Κέιτλιν Τζένερ για εξώφυλλο ήταν, όπως λέει, «μια απόφαση ιστορικής σημασίας». «Ήταν η πρώτη φορά που μια τρανς γυναίκα τέτοιου βεληνεκούς βρέθηκε σε εξώφυλλο περιοδικού αυτού του κύρους. Ο Μπρους Τζένερ ήταν ένας αθλητικός θρύλος. Αυτό είχε βαρύτητα».
Ο Κάρτερ ανησυχεί και για την άνοδο μιας νέας κάστας ισχυρών: των μεγιστάνων της Σίλικον Βάλεϊ. «Στην αρχή, όλοι αυτοί πίστευαν ότι θα κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Τώρα κανείς τους δεν το πιστεύει πια. Η Σίλικον Βάλεϊ είναι σαν το Death Star της Αμερικής», λέει. Για τον Τζεφ Μπέζος, τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ και τον Ίλον Μασκ έχει μια σχεδόν ειρωνική ματιά: «Ο Μπέζος είναι ίσως ο πιο ευτυχισμένος μεσήλικας στον κόσμο. Έχει τα πιο ακριβά μούσκουλα, το μεγαλύτερο σκάφος και τη γυναίκα που κάθε 12χρονος θα ήθελε».
Η εξουσία τους, λέει, είναι σχεδόν απόλυτη. «Αν κάποιος κυβερνάει τον κόσμο, είναι αυτοί».
Η υπόθεση Τζέφρι Έπσταϊν
Ρωτώντας τον αν μετανιώνει για κάτι, σιωπά για λίγο. «Μετανιώνω για χίλια πράγματα», παραδέχεται. «Αλλά όχι για το πώς χειριστήκαμε τον Έπσταϊν. Ήταν τότε ιδιώτης. Για να δημοσιεύσουμε τις καταγγελίες, χρειαζόμασταν πηγές που θα μιλούσαν επώνυμα. Δεν ήθελαν, και δεν τις κατηγορώ».
Κι όμως, παρά τα λάθη, παραμένει ένας άνθρωπος που δεν ξέρει τι σημαίνει πλήρης απόσυρση. «Δεν παίζω πια γκολφ, ούτε τένις. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν. Αλλά όταν κάνεις κάτι που αγαπάς, σε κρατά υγιή και συνδεδεμένο με τον κόσμο. Βλέπω τις σειρές που βλέπουν τα παιδιά μου, διαβάζω τα βιβλία τους, μιλάμε για τη Megan Thee Stallion. Έχω νεότερους φίλους που με κρατούν ενήμερο. Η δημοσιογραφία μού έδωσε τη δυνατότητα να παραμένω παρών. Και δεν σκοπεύω να την εγκαταλείψω».