Σήμερα, ο μυστηριώδης κύριος Bruseaux στέκει σαν καθρέφτης του αμερικανικού 20ού αιώνα: της αναρρίχησης και της αυταπάτης, της βίας και της φιλοδοξίας.
Ήταν το βράδυ της 10ης Απριλίου του 1928 όταν ο Οκτάβιους Γκρανάντι, μαύρος δικηγόρος, βετεράνος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και υποψήφιος για το δημοτικό συμβούλιο στο Σικάγο, γλίτωνε από τύχη από τις σφαίρες που τρύπησαν το παρμπρίζ του.
Ο Γκρανάντι βγήκε ζωντανός από το αυτοκίνητό του παραπατώντας, αλλά τότε ήταν που δέχτηκε την τελειωτική ομοβροντία των δεκάδων σφαιρών από τρεις άγνωστους άντρες.
Το έγκλημα σόκαρε την πόλη. Ο ειδικός κατήγορος που ορίστηκε για να το εξιχνιάσει χρειαζόταν κάποιον απρόσβλητο στην αστυνομική διαφθορά, έναν ερευνητή που να μη λυγίζει στους «ειδικούς νόμους» της πόλης του Αλ Καπόνε.
Κι έτσι στο προσκήνιο ανέβηκε ο μυστηριώδης κύριος Μπριζό - ο Σέρινταν Μπριζό -, ο άνθρωπος που συστήθηκε στον κόσμο ως ο πρώτος Αφροαμερικανός ιδιωτικός ντετέκτιβ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μυθικός στην αφροαμερικανική κοινότητα στο Σικάγο
Ο Μπριζό είχε ήδη περάσει στη σφαίρα του μύθου στη μαύρη κοινότητα του Σικάγου. Ψηλός, με γυαλιστερά παπούτσια, κοστούμια ραμμένα κατά παραγγελία, είχε ανοίξει το 1919 την Keystone Detective Agency στο Μπρόνζβιλ, την εύπορη γειτονιά της ανερχόμενης μαύρης αστικής τάξης. Διαφήμιζε τις υπηρεσίες του στις σελίδες της εφημερίδας Chicago Defender ανάμεσα σε αγγελίες για καλλυντικά και τζαζ ρεσιτάλ, με σύνθημα «We Cover the World», υπόσχεση που σήμαινε από συζυγικές απιστίες και κληρονομικά μέχρι απάτες, παραχαράξεις και κυκλώματα σωματεμπορίας.
Η ιδέα του ήταν απλή και ιδιοφυής: εκεί όπου οι λευκοί ντετέκτιβ της εποχής δεν έβλεπαν τίποτα, εκείνος διέθετε ένα δίκτυο από μάτια και αυτιά που όμως άκουγαν τα μυστικά της πόλης σαν να ’ταν ραδιοφωνικές ειδήσεις. Παράλληλα, ο Μπριζό είχε ήδη πλασαριστεί στη δημόσια σφαίρα ως εκδικητής της φυλετικής βίας: ερευνούσε εμπρησμούς, βομβιστικές επιθέσεις σε σπίτια μαύρων οικογενειών, λιντσαρίσματα. Σε μια πόλη όπου η αστυνομία συχνά κοιτούσε αλλού, η Keystone πρόσφερε έναν σπάνιο παράδρομο προς τη δικαιοσύνη.
Η καταγωγή του έμοιαζε με αλληγορία του αμερικανικού 20ού αιώνα. Γεννημένος το 1890 στο Λιτλ Ροκ του Άρκανσο, δεύτερος από το τέλος σε μια οικογένεια δεκαπέντε παιδιών, γιος του Αλεξάντερ Μπριζό - πρώην σκλάβου σε φυτεία ζαχαροκάλαμου που είχε στρατολογηθεί στους Έγχρωμους Ομοσπονδιακούς κατά τον Εμφύλιο -, σύντομα μάζεψε τα μπογαλάκια του και πήγε στο Σικάγο.
Το φαινομενικό του βιογραφικό φαινόταν άψογο. Ένας «δικηγόρος» με πτυχίο από τη Μινεσότα, ένας «πρώην πράκτορας» της Μυστικής Υπηρεσίας που τάχα είχε υπηρετήσει στην Ευρώπη στον Πόλεμο. Όλα αυτά κυκλοφορούσαν ως βεβαιότητες στα ρεπορτάζ και τις αγγελίες, συντηρώντας την εικόνα ενός επαγγελματία της κορυφής. Την ίδια στιγμή, η πόλη γύρω του έβραζε.
Το καλοκαίρι του 1919, ύστερα από τη δολοφονία του 17χρονου Γιουτζίν Γουίλιαμς στη λίμνη Μίσιγκαν, το Σικάγο βυθίστηκε στην πιο αιματηρή φυλετική εξέγερση της ιστορίας του: 38 νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, ο στρατός στους δρόμους. Ο Μπριζό κρέμασε τότε την ταμπέλα του στην State Street και άρχισε να μαζεύει υποθέσεις - κάποιες ταπεινές, άλλες ηχηρές. Η κίνησή του αυτή ήταν αμφιλεγόμενη, αλλά τον έκανε διάσημο. Σύντομα, μετακόμισε από το φτωχικό γραφείο σε δύο ευρύχωρες σουίτες με ελαιογραφίες και καθρέφτες.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ο ορισμός της ανόδου του ως αρχι-ντετέκτιβ της πόλης. Ο Μπριζό έσπαγε κυκλώματα παραχαρακτών, έσωζε ανήλικες από σωματέμπορους, έκανε παρέα με τους κολοσσούς της εποχής - τον μποξέρ Τζακ Τζόνσον ως γείτονα, τον Πωλ Ρόμπεσον και τον Λούις Άρμστρονγκ ως καλεσμένους στα ακριβά του πάρτι.
Παντρεύτηκε την Έθελ Σιούελ, «γόνο επιφανούς οικογένειας» κατά τις εφημερίδες, μοίραζε στους καλεσμένους του χρυσά ρολόγια, σετ κρυστάλλων, ταξιδιωτικούς σάκους. Η μαύρη μητρόπολη του Σικάγου περνούσε τον «Χρυσό Αιώνα» της.

Και ύστερα ήρθε η υπόθεση Γκρανάντι, το μεγάλο του στοίχημα. Ο ειδικός κατήγορος Φρανκ Λες, αδιάφθορος πολεμιστής της δικαιοσύνης, δεν εμπιστευόταν την αστυνομία που λογοδοτούσε στον μηχανισμό του δημάρχου. Χρειαζόταν έναν εκτός συστήματος ερευνητή.
Ο Μπριζό δέχτηκε, του ανέθεσαν μια μικρή ομάδα μαύρων αστυνομικών ως υποστήριξη, κι εκείνος βούτηξε στην πιο επικίνδυνη έρευνα της καριέρας του. Οι μάρτυρες υπήρχαν, μα ο φόβος ήταν παρών: γκάνγκστερ περιπολούσαν με αυτοκίνητα, μοίραζαν απειλές θανάτου, πρόσφεραν χρήματα για διευθύνσεις μαρτύρων. Ο Μπριζό τούς φυγάδευε νύχτα, έβαζε φρουρά έξω από σπίτια, κι όταν διέκρινε διαρροές από τον ίδιο του τον κύκλο, έδιωχνε κόσμο από την «αδιάφθορη» ομάδα του.
Στις 29 Ιουνίου 1928, ο Λες ανακοίνωσε 19 κατηγορητήρια. Το χαμόγελό του ενώπιον των ρεπόρτερ έλεγε «Τους έχουμε». Ήταν η στιγμή της δόξας του Μπριζό: πάνω από εκατό μάρτυρες στη διάθεσή του, πέντε εκατομμύρια δολάρια μαύρου πολιτικού χρήματος εντοπισμένα, καθολική αποθέωση από Τύπο και κοινότητα. Ο Τύπος τον βάφτισε «Σέρλοκ Χολμς» του Σικάγου. Η NAACP εξέταζε σοβαρά να του απονείμει το Μετάλλιο Σπίνγκαρν: ο Ντι Μπουά λάμβανε δεκάδες εισηγητικές επιστολές, η Ίντα Μπέλ Γουέλς έγραφε πως «δεν μπορούσε ούτε να εξαγοραστεί ούτε να εκφοβιστεί». Το μέλλον έμοιαζε ανοιχτό - ίσως μια θέση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Και τότε το οικοδόμημα άρχισε να τρίζει.
Οι καθυστερήσεις πριν από τη δίκη διέβρωσαν τα πάντα: ένας ύποπτος βρέθηκε δολοφονημένος σε ένα σοκάκι, ένας άλλος με οκτώ σφαίρες στο κεφάλι, οι μάρτυρες απειλούνταν, μια νεαρή - η Μάργκαρετ Γουέλς - λύγισε μετά από απειλές και απαγωγή του αδελφού της.
Κάποια στιγμή, κατηγορίες εκτοξεύτηκαν κατά του ίδιου του Μπριζό: υποτιθέμενες δωροδοκίες μαρτύρων, υποσχέσεις για δουλειές και έξοδα. Ο Μπριζό διέψευδε οργισμένα, αλλά η ζημιά έγινε. Οι μεγάλες κατηγορίες κατέρρευσαν, οι περισσότεροι κατηγορούμενοι τη γλίτωσαν με πρόστιμα για συνωμοσία.
Και τότε βγήκε στην δημοσιότητα ένα έγγραφο που άλλαζε το όλο αφήγημα υπέρ του Μπριζό: το 1917 ο Σέρινταν είχε κατηγορηθεί για διγαμία - είχε παντρευτεί στο Άρκανσο και δεν είχε λύσει τον γάμο. Το Μετάλλιο Σπίνγκαρν δόθηκε αλλού. Ο ίδιος κατέρρευσε.

Από εκεί και πέρα, οι σκιές πύκνωσαν. Κατηγορίες για εκβιασμούς εναντίον του, φιλονικίες με δικηγόρους, επιχειρηματίες που υποστήριζαν πως ο ντετέκτιβ απαιτούσε μερτικό για να «κλείσει» υποθέσεις, φήμες για «shake-down racket» - δηλαδή, σωρεία από απάτες. Το 1936, μετά τη σοκαριστική ήττα του Τζο Λούις από τον Μαξ Σμέλινγκ, ο Μπριζό εμφανίστηκε δημοσίως με μια ένορκη δήλωση ότι ο Λούις είχε «ντοπαριστεί» με ενέσεις πριν από τον αγώνα - μια ιστορία που ο ίδιος ο μποξέρ, ο γιατρός και η αδελφή του διέψευσαν κατηγορηματικά.
Το αποτέλεσμα ήταν γελοιοποίηση, αγωγές για συκοφαντική δυσφήμηση και περαιτέρω φθορά. Το 1937 συνελήφθη για εκβιασμό και υπεξαίρεση σε άλλη υπόθεση· ισχυρίστηκε πως ήταν αντίποινα εναντίον του για μια άλλη υπόθεση. Στη συνέχεια, έλυσε μερικές σημαντικές υποθέσεις, συνέταξε το 1943 μια αξιόλογη κοινωνική έρευνα για τις ρίζες των φυλετικών ταραχών στο Ντιτρόιτ - υπερπληθυσμός, δουλειές, στέγη - που έδειχνε ότι ο ερευνητής μέσα του δεν είχε σβήσει. Μα το δημόσιο προφίλ του είχε διαρραγεί οριστικά.
Στα τελευταία του χρόνια, ο Μπριζό έδειχνε να γοητεύεται από τους ανιχνευτές ψεύδους και ακόμη περισσότερο από τα ίδια του τα παραμύθια. Το 1949 μίλησε στο περιοδικό Ebony και είπε ένα σωρό ανακρίβειες και ψέματα για τον εαυτό του: για 4.000 λυμένες υποθέσεις, για την άρνηση της πρότασης για να γίνει διευθυντής του FBI στη θέση του Χούβερ. Το περιοδικό τα τύπωσε χωρίς αντίλογο. Έναν χρόνο αργότερα, στα 60 του, πέθανε σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Η Chicago Tribune δημοσίευσε μια μικρή νεκρολογία, χωμένη στις πίσω σελίδες - ένα άδοξο επίμετρο για έναν άνθρωπο που κάποτε ήταν πρωτοσέλιδο.
Μετά θάνατον, το πέπλο της μυθοπλασίας άρχισε να σηκώνεται. Δεν υπήρχε κανένα πτυχίο Νομικής από τη Μινεσότα, ούτε θητεία στη Μυστική Υπηρεσία. Κατά την επιστράτευσή του, δούλευε ως γκαρσόνι σ’ έναν σιδηρόδρομο και εξαιρέθηκε για λόγους οικογενειακής κατάστασης. Πριν ιδρύσει την Keystone, είχε καταγγελθεί ότι παρίστανε τον μετρ σε ξενοδοχείο εισπράττοντας αμοιβές για «εξασφάλιση» θέσεων εργασίας που δεν υπήρχαν.

Σήμερα, ο μυστηριώδης κύριος Bruseaux στέκει σαν καθρέφτης του αμερικανικού 20ού αιώνα: της αναρρίχησης και της αυταπάτης, της βίας και της φιλοδοξίας. Ήταν ο πρώτος αδειοδοτημένος μαύρος ιδιωτικός ντετέκτιβ - ή τουλάχιστον ο πρώτος που επέβαλε την παρουσία του με τέτοια ένταση - και άνοιξε δρόμο εκεί όπου δεν υπήρχε.
Ερεύνησε εγκλήματα που το κράτος αδιαφορούσε να αγγίξει, έδωσε λόγο σε μάρτυρες που φοβούνταν να μιλήσουν, και ταυτόχρονα έπλεξε γύρω από τον εαυτό του έναν ιστό από μισές αλήθειες. Αν ρωτούσε κανείς πώς πρέπει να τον θυμόμαστε, ίσως η πιο τίμια απάντηση να βρίσκεται στη συνύπαρξη των αντιθέσεών του: ο Μπριζό ήταν ο άνθρωπος που έβρισκε την αλήθεια των άλλων κρυμμένη σε ραγισμένα παράθυρα, σε τετράδια με σβησμένες εγγραφές, σε κουβέντες της πίσω πόρτας - και δεν κατάφερε ποτέ να συμφιλιωθεί με τη δική του.
Κι όμως, η διαδρομή του απέδειξε ότι, μέσα στο μισοσκόταδο του Σικάγου του Μεσοπολέμου, ο αγώνας ενός Αφροαμερικανού για δικαιοσύνη μπορούσε να γίνει είδηση, να αλλάξει την ατζέντα, να σαρώσει για λίγο τη σκόνη που κρυβόταν κάτω από τις μοκέτες της εξουσίας. Αυτό ακριβώς - η επιμονή να τραβήξει την κουρτίνα - είναι που κάνει ακόμη και σήμερα τον κύριο Bruseaux τόσο γοητευτικά μυστηριώδη.