Ο Αμερικανογερμανός ιστορικός Γιούργκεν Ματέους, μετά από δεκαετίες έρευνας πάνω στην ιστορία της φωτογραφίας, κατέληξε σε μια αποκάλυψη που φάνταζε αδιανόητη μέχρι πριν από μερικά χρόνια.
Η φωτογραφία του 1941 είναι ασπρόμαυρη, λιτή, χωρίς καμία δραματική εκδήλωση: ένας άνδρας γονατιστός στο χείλος ενός λάκκου γεμάτου πτώματα, κι ένας Γερμανός στρατιώτης με το χέρι σηκωμένο, το πιστόλι να ακουμπά σχεδόν τον σβέρκο του. Πίσω, στρατιώτες ατάραχοι, χωρίς βλέμμα, χωρίς αντίδραση.
Είναι το στιγμιότυπο που έγινε γνωστό ως «Ο τελευταίος Εβραίος του Βίνιτσα», ενός χωριού στη σημερινή Ουκρανία, τότε ΕΣΣΔ. Για δεκαετίες το όνομα του θύματος παρέμεινε άγνωστο, όπως και το όνομα του εκτελεστή. Η εικόνα λειτούργησε ως σύμβολο της βιομηχανικής κτηνωδίας του Ολοκαυτώματος, αλλά και ως εκτύπωση της απόλυτης απουσίας προσώπων: ούτε ο δράστης είχε ταυτότητα, ούτε το θύμα. Μόνο το συμβάν, αιχμηρό και γυμνό.
Μια αποκάλυψη που φάνταζε αδιανόητη
Ο Αμερικανογερμανός ιστορικός Γιούργκεν Ματέους, μετά από δεκαετίες έρευνας πάνω στην ιστορία της φωτογραφίας, κατέληξε πριν από μερικές ημέρες σε μια αποκάλυψη που φάνταζε αδιανόητη: ο άνδρας με το όπλο είναι ο τότε 34χρονος Γιακόμπους Όνεν.
Δάσκαλος γυμναστικής και γλωσσών
Ένας δάσκαλος γυμναστικής και γλωσσών, από καλλιεργημένη οικογένεια Γερμανών κοντά στα ολλανδικά σύνορα, που εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα το 1931 και υπηρέτησε στην Einsatzgruppe C, τις κινητές μονάδες που ακολούθησαν τη γερμανική προέλαση προς την Ανατολή για να εξοντώσουν, με απόλυτα συστηματικό τρόπο, τους Εβραίους.
Εκείνο το καρέ, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια εικόνα θανάτου· είναι η καταγραφή μιας στιγμής στο πρόγραμμα εξόντωσης που συνεχίστηκε μέχρι την τελευταία ημέρα της γερμανικής κατοχής.
Κανείς δεν μπόρεσε για δεκαετίες να ταυτοποιήσει τον στρατιώτη. Τα ίχνη του είχαν σβηστεί πίσω από την ανωνυμία της στολής και τη σκόνη της Ουκρανίας του 1941.
Η φωτογραφία κυκλοφόρησε μόνο μετά από χρόνια, όταν παρουσιάστηκε ως τεκμήριο στη δίκη του Άντολφ Άιχμαν το 1961. Ήταν ιδιοκτησία ενός επιζώντος, του Αλ Μος, που την είχε κρατήσει από το 1945 με μοναδικό στόχο να μην ξεχάσει ο κόσμος τι έγινε. Κανείς όμως δεν γνώριζε το όνομα που κρυβόταν πίσω από το χέρι που κρατούσε το όπλο.
Το κενό αυτό καλύφθηκε χάρη στη σύμπραξη μιας νέας γενιάς έρευνας: ιστορικής ανάλυσης, ψηφιακών ερευνητών και τεχνητής νοημοσύνης. Ο Ματέους, συνεργαζόμενος με μέλη του Bellingcat, χρησιμοποίησε εργαλεία αναγνώρισης προσώπου που ως τώρα ανήκαν κυρίως στη σφαίρα της αστυνόμευσης.
Όταν η τεχνητή νοημοσύνη συνέκρινε οικογενειακές φωτογραφίες του Όνεν με το πρόσωπο του στρατιώτη στην εικόνα, το ποσοστό σύμπτωσης άγγιξε το 99,9%. Μια στατιστική βεβαιότητα που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας.
Την ακριβή ταύτιση πυροδότησε ένα μήνυμα από έναν άγνωστο αναγνώστη, ο οποίος αναγνώρισε έναν συγγενή: «Αυτή η εικόνα βασάνιζε την οικογένειά μας επί δεκαετίες», έγραψε.
Η φωτογραφία, όπως έδειξαν τα νέα στοιχεία, δεν τραβήχτηκε στο Βίνιτσα αλλά στο Μπερντίτσιβ, το μεσημέρι της 28ης Ιουλίου 1941. Οι άνδρες της Einsatzgruppe C είχαν ήδη βυθίσει την πόλη στη μαζική εξόντωση.
Ο λάκκος πίσω από τον γονατιστό άνδρα δεν είναι σύμβολο, είναι κυριολεκτική καταγραφή: σώματα, στρώσεις θανάτου, αποκεφαλισμένες ταυτότητες.
Το θύμα παραμένει ακόμη άγνωστο· αυτό θα είναι, ίσως, το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο της έρευνας.
Ο Ματέους και ο Ουκρανός ιστορικός Αντρίι Μαχαλέτσκι εξετάζουν αρχεία κοινοτήτων που χάθηκαν χωρίς ονομαστικούς καταλόγους, χωρίς τάξη, χωρίς γραφειοκρατία. Η δυσκολία δεν είναι μόνο ιστορική, είναι ηθική: πώς καταγράφεις ονόματα εκεί όπου ο φόνος ήταν μαζικός, άμεσος, χωρίς χαρτί, χωρίς καν ιεροτελεστία;
Ο ιστορικός δεν ζητά την καταδίκη ενός προσώπου, αλλά τη διάσωση μιας μνήμης. «Η εικόνα αυτή πρέπει να σταθεί δίπλα στην πύλη του Άουσβιτς», τονίζει. Εκεί όπου το σύστημα ήταν βιομηχανικό, εδώ είναι προσωπικό: το όπλο ακουμπά σάρκα, το βλέμμα συναντά βλέμμα, ο άνθρωπος σκοτώνει άνθρωπο χωρίς μηχανισμό ανάμεσά τους.