Τα έργα τέχνης λειτουργούν όχι μόνον ως πολιτιστικά αντικείμενα αλλά ως υψηλής πυκνότητας οικονομικά «δοχεία αξίας», ιδανικά για όσους θέλουν να μεταφέρουν, να αποκρύψουν ή να νομιμοποιήσουν παράνομα κεφάλαια.
Η ληστεία έργων τέχνης δεν είναι μια ρομαντική εκτροπή εγκληματιών με καλλιτεχνικές ευαισθησίες· είναι μια ψυχρά υπολογισμένη επιλογή. Για τις οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, η τέχνη αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά εργαλεία παράνομου πλουτισμού και ξεπλύματος χρήματος στον σύγχρονο κόσμο.
Σε μια παγκόσμια αγορά που ξεπέρασε τα 57 δισ. δολάρια το 2024, τα έργα τέχνης λειτουργούν όχι μόνον ως πολιτιστικά αντικείμενα αλλά ως υψηλής πυκνότητας οικονομικά «δοχεία αξίας», ιδανικά για όσους θέλουν να μεταφέρουν, να αποκρύψουν ή να νομιμοποιήσουν παράνομα κεφάλαια.
Το βασικό πλεονέκτημα της τέχνης
Το βασικό πλεονέκτημα της τέχνης για το οργανωμένο έγκλημα είναι η ίδια της η φύση. Σε αντίθεση με τα χρηματοοικονομικά προϊόντα ή τα ακίνητα, η αξία ενός έργου τέχνης δεν είναι αντικειμενικά προσδιορισμένη. Εξαρτάται από εκτιμήσεις, φήμη, τάσεις, σπανιότητα και προσδοκίες. Αυτή η εγγενής ασάφεια επιτρέπει την τεράστια απόκλιση ανάμεσα στην πραγματική και τη δηλωμένη αξία ενός έργου, διευκολύνοντας την παραποίηση τιμολογίων, την υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση και τη μετακίνηση μεγάλων ποσών χωρίς να προκαλούνται άμεσα υποψίες.
Η τέχνη, επιπλέον, έχει εξαιρετικά υψηλή αξία ανά μονάδα. Ένα μικρό αντικείμενο μπορεί να αξίζει εκατομμύρια ευρώ, να μεταφέρεται εύκολα και να αποθηκεύεται διακριτικά. Αυτό την καθιστά ιδανική για διασυνοριακές μεταφορές πλούτου, ειδικά σε έναν κόσμο όπου τα μετρητά και οι τραπεζικές κινήσεις ελέγχονται όλο και πιο αυστηρά. Ένα έργο τέχνης μπορεί να διασχίσει σύνορα ως «πολιτιστικό αγαθό», συχνά με ελλιπή έλεγχο, και να αλλάξει χέρια χωρίς να αφήσει σαφές ίχνος.
Στην καρδιά αυτής της ελκυστικότητας βρίσκεται η έλλειψη διαφάνειας. Η αγορά τέχνης είναι από τις λιγότερο ρυθμισμένες διεθνώς. Ιδιωτικές πωλήσεις, ανώνυμοι αγοραστές, εμπιστευτικές συμφωνίες και περιορισμένες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης δημιουργούν ένα περιβάλλον ιδανικό για απόκρυψη ταυτότητας και προέλευσης χρημάτων. Σε πολλές περιπτώσεις, ούτε ο πωλητής ούτε ο τελικός δικαιούχος ενός έργου είναι δημόσια γνωστοί, ειδικά όταν εμπλέκονται ενδιάμεσοι, γκαλερί, οίκοι δημοπρασιών ή εταιρείες-κελύφη.
Αξιοποιούν την τέχνη με δύο βασικούς τρόπους
Οι εγκληματικές οργανώσεις αξιοποιούν την τέχνη με δύο βασικούς τρόπους. Ο πρώτος είναι η άμεση παραγωγή παράνομου εισοδήματος, μέσω κλοπών, λεηλασιών ή πλαστογραφιών. Η διεθνής αγορά πλαστών έργων τέχνης αποφέρει δισεκατομμύρια και συχνά χρηματοδοτεί άλλα εγκληματικά δίκτυα, από ναρκωτικά μέχρι όπλα. Ο δεύτερος, και συχνά σημαντικότερος, είναι η χρήση της τέχνης ως εργαλείου ξεπλύματος χρήματος. Έργα τέχνης αγοράζονται με «βρώμικο» χρήμα και μεταπωλούνται με τραπεζικές συναλλαγές, μετατρέποντας έτσι τα παράνομα έσοδα σε φαινομενικά νόμιμα.
Τα κλασικά στάδια του ξεπλύματος
Η διαδικασία αυτή ακολουθεί τα κλασικά στάδια του ξεπλύματος: επένδυση, διαστρωμάτωση και ενσωμάτωση. Στο πρώτο στάδιο, το παράνομο χρήμα εισέρχεται στο σύστημα μέσω αγορών έργων τέχνης. Στο δεύτερο, οι συνεχείς μεταπωλήσεις, οι δημοπρασίες και οι μεταφορές μεταξύ λογαριασμών θολώνουν την προέλευση των κεφαλαίων. Στο τρίτο, τα χρήματα επανεντάσσονται στην επίσημη οικονομία, συχνά μέσω εταιρειών-βιτρίνα, ως «νόμιμα» κέρδη από επενδύσεις τέχνης.
Ιδιαίτερα ευάλωτοι κρίκοι αυτής της αλυσίδας είναι τα λεγόμενα free ports, ειδικές ζώνες αποθήκευσης όπου τα έργα τέχνης μπορούν να παραμένουν για χρόνια χωρίς να δηλώνονται επίσημα, καθώς και οι ψηφιακές συναλλαγές και τα κρυπτονομίσματα, που προσθέτουν επιπλέον επίπεδα ανωνυμίας. Σε αυτά τα περιβάλλοντα, η τέχνη λειτουργεί σχεδόν ως παράλληλο νόμισμα.
Τα τελευταία χρόνια, οι αρχές προσπαθούν να περιορίσουν αυτά τα φαινόμενα μέσω αυστηρότερων κανονισμών, απαιτώντας έλεγχο ταυτότητας πελατών και αναφορά ύποπτων συναλλαγών. Ωστόσο, οι εγκληματικές οργανώσεις προσαρμόζονται ταχύτερα από τη νομοθεσία.
Όσο η αγορά τέχνης παραμένει αδιαφανής, όσο η αξία της βασίζεται περισσότερο σε αφήγηση παρά σε μέτρηση, και όσο η πολιτιστική της αίγλη λειτουργεί ως ασπίδα, τα έργα τέχνης θα συνεχίσουν να αποτελούν προνομιακό στόχο του οργανωμένου εγκλήματος.